Μετά την κατάληψη από τις Ειδικές Δυνάμεις του πακιστανικού στρατού του Κόκκινου Τεμένους στην Ισλαμαμπάντ και τη σφαγή εκατοντάδων σπουδαστών, ξεκίνησε και βρίσκεται σε εξέλιξη η δεύτερη φάση της εκστρατείας για την «εξάλειψη του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας από κάθε γωνιά του Πακιστάν», που κήρυξε ο στρατηγός Μουσάραφ με τηλεοπτικό διαγγελμά του, υποκύπτοντας στις ισχυρές πιέσεις και τις απαιτήσεις του Λευκού Οίκου.
Το νέο μέτωπο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» αποτελούν οι ημιαυτόνομες φυλετικές επαρχίες στα σύνορα με το Αφγανιστάν, όπου από τις 3 Ιουλίου που ξεκίνησε η πολιορκία του Κόκκινου Τεμένους έχουν αναπτυχθεί ξανά χιλιάδες στρατιώτες του πακιστανικού στρατού για να αντιμετωπίσουν, εκτός των άλλων, τις αναμενόμενες αντιδράσεις και τις επιθέσεις εκδίκησης για τη σφαγή στο κόκκινο Τέμενος. Από τότε έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 90 στρατιώτες από επιθέσεις στη Βόρειο – Δυτική Συνοριακή Επαρχία και κυρίως στην Κοιλάδα Σουάτ, μια τεράστια περιοχή, όπου οι Ισλαμιστές μαχητές μπορούν να παγιδεύσουν τον πακιστανικό στρατό σε θέσεις της επιλογής τους.
Στην επαρχία αυτή, από όπου λέγεται ότι προέρχονταν πολλοί από τους σπουδαστές στο Κόκκινο Τέμενος, έχει τεράστια επιρροή και χιλιάδες μέλη το απαγορευμένο Tehrik – Nifaz – I – Shariat – I – Mohammadi (TNSM – Κίνημα για την Εφαρμογή του Ισλαμικού Νόμου), που έχει στενούς δεσμούς με τους Αφγανούς Ταλιμπάν και έχει κηρύξει «ιερό πόλεμο» κατά της κυβέρνησης Μουσάραφ μετά τη σφαγή στο Κόκκινο Τέμενος. Το TNSM ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από το Σούφι Μοχάμεντ, σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ των «Asia Times online» (14/7/07), ο οποίος κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερους από 10.000 νέους για να πολεμήσουν στο Αφγανιστάν όταν ξεκίνησε η αμερικάνικη εισβολή το 2001. Με την υποχώρηση των Ταλιμπάν, η δύναμη αυτή υπέστη σοβαρές απώλειες και όταν ο Σούφι Μοχάμεντ επέστρεψε στο Πακιστάν συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή, όπου παραμένει ακόμη. Τη θέση του πήρε ο θετός γιος του Μαουλάνα Φαζαλουλάχ, ο οποίος κατάφερε να ανασυγκροτήσει το TNSM και να αναπτύξει παραπέρα την επιρροή του μέσω 107 ραδιοφωνικών σταθμών που διαθέτει στην Κοιλάδα Σουάτ και στη γειτονική περιοχή Μπαγιαούρ.
Το ίδιο εκρηκτική είναι η κατάσταση και νότια της Κοιλάδας Σουάτ, στην περιφέρεια Μπαγιαούρ των Ομοσπονδιακά Διοικούμενων Φυλετικών Περιοχών (FATA) του Πακιστάν, με τη διαφορά ότι εδώ οι επιχειρήσεις των Ισλαμιστών μαχητών, οι γραμμές των οποίων πυκνώνουν με ραγδαίο ρυθμό εδώ και αρκετούς μήνες, στρέφονται κυρίως εναντίον των ξένων στρατευμάτων στο έδαφος του Αφγανιστάν. Στόχος τους είναι να καθυστερήσουν και να ματαιώσουν την κατασκευή μιας μεγάλης αμερικάνικης στρατιωτικής βάσης σε μια βουνοκορφή, στο πέρασμα Ghakhi των αφγανοπακιστανικών συνόρων, σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων από την Μπαγιαούρ, την οποία πιστεύουν ότι θα χρησιμοποιήσουν οι Αμερικάνοι για να χτυπήσουν τις εστίες αντίστασης στις συνοριακές φυλετικές επαρχίες του Πακιστάν.
«Αυτή (η βάση) θα είναι το μάτι των Αμερικάνων πάνω σε μας. Την χτίζουν σε τέτοιο ύψος, ώστε όταν τελειώσει θα είμαστε όλοι εκτεθειμένοι. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τους Μουτζαχεντίν. Θα χύσουμε το αίμα μας, αλλά δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να ολοκληρωθεί αυτή η βάση», δήλωσε στους «Asia Times» (17/7/07) ο πολέμαρχος Ισμαήλ δίπλα στον τάφο του γιου του, που είχε σκοτωθεί πριν από λίγες βδομάδες από τον αμερικάνικο στρατό σε μια επίθεση εναντίον της βάσης.
Η Μπαγιαούρ είναι μια σχετικά ανεπτυγμένη περιοχή στις Ομοσπονδιακά Διοικούμενες Φυλετικές Περιοχές (FATA) του Πακιστάν, σε σύγκριση με το Βόρειο και Νότιο Βαζιριστάν, με υψηλό ποσοστό εγγράμματων, ευρύ δίκτυο σχολείων και κολεγίων, σύγχρονο οδικό δίκτυο και αθλητικά συγκροτήματα. Τα δυο τελευταία χρόνια, η περιοχή έχει γίνει επανειλημμένα στόχος των αμερικάνικων στρατευμάτων, γιατί ο Λευκός Οίκος πιστεύει ότι αποτελεί τόπο συγκέντρωσης και εκπαίδευσης των Ταλιμπάν και ότι η ηγεσία των Ταλιμπάν και της Αλ – Κάιντα κινείται εκεί και οργανώνει τις επιθέσεις στο Αφγανιστάν. Προφανώς, το επόμενο διάστημα οι αμερικάνικες επιθέσεις θα αυξηθούν και η περιοχή αναμένεται να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο θερμά σημεία του νέου μετώπου που ανοίγουν οι Αμερικάνοι στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Η τρίτη θερμή εστία στο μέτωπο αυτό είναι το Βόρειο και το Νότιο Βαζιριστάν. Μετά τη σφαγή στο Κόκκινο Τέμενος και την ανάπτυξη ξανά ισχυρών δυνάμεων του πακιστανικού στρατού στην περιοχή, η Σούρα (συμβούλιο) των πολέμαρχων στο Βόρειο Βαζιριστάν αποφάσισε την περασμένη Κυριακή, 15 Ιουλίου, να αποσυρθεί από τη συμφωνία ειρήνης που είχε υπογράψει τον περασμένο Σεπτέμβριο με την κυβέρνηση, και να αρνηθεί κάθε διάλογο και συνεργασία με τις πακιστανικές αρχές ύστερα από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς η κυβέρνηση να ικανοποιήσει την απαίτησή τους και να αποσύρει το στρατό από 25 νέα σημεία ελέγχου. Με βάση τη συμφωνία αυτή, η οποία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από το Λευκό Οίκο, ο στρατός αποσύρθηκε από την περιοχή, με εξαίρεση κάποια συνοριακά φυλάκια, και οι πολέμαρχοι υποσχέθηκαν να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον του και να ελέγξουν τη διακίνηση Ισλαμιστών μαχητών στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Μια μέρα νωρίτερα, είχε σημειωθεί στο Βόρειο Βαζιριστάν η πιο φονική επίθεση των τελευταίων μηνών. Από επίθεση αυτοκτονίας σε στρατιωτικό κονβόι σκοτώθηκαν 25 και τραυματίστηκαν τουλάχιστον άλλοι τόσοι στρατιώτες. Μετά την ακύρωση της συμφωνίας ειρήνης από τη Σούρα, οι επιθέσεις εναντίον του πακιστανικού στρατού στην περιοχή είναι σχεδόν καθημερινές. Στις 17 Ιουλίου σκοτώθηκαν 17 και τραυματίστηκαν 13 στρατιώτες από επίθεση σε στρατιωτικό κονβόι στην περιοχή Λουάρα Μούντι κοντά στα αφγανικά σύνορα και στις 18 Ιουλίου σκοτώθηκαν 7 αστυνομικοί από επιθεση αυτοκτονίας στην είσοδο Αστυνομικής Ακαδημίας στην πόλη Χανγκού. Και έπεται συνέχεια.
Στο μεταξύ, αυξάνονται οι πιέσεις του Λευκού Οίκου στην κυβέρνηση Μουσάραφ για να προχωρήσει σε εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στις ημιαυτόνομες φυλετικές επαρχίες στα σύνορα με το Αφγανιστάν, ενώ η αμερικάνικη προπαγάνδα προετοιμάζει το έδαφος για ανοιχτή αμερικάνικη στρατιωτική επέμβαση στην περιοχή. Χαρακτηριστικές είναι οι απανωτές δηλώσεις Αμερικάνων κυβερνητικών αξιωματούχων και γερουσιαστών τις τελευταίες μέρες. Μεταξύ των άλλων, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπους, σε δηλώσεις του στις 16 Ιουλίου σε αμερικάνικα κανάλια, αφού εξέφρασε την υποστήριξή του στην κίνηση του Πακιστανού προέδρου να στείλει περισσότερα στρατεύματα στην περιοχή, επισήμανε: «Εχουμε δει τους Ταλιμπάν να συγκεντρώνονται, να σχεδιάζουν, να εκπαιδεύονται στις βορειο-δυτικές περιοχές του Πακιστάν. Ο πρόεδρος Μουσάραφ έκανε μια συμφωνία με τους φύλαρχους εκεί. Ομως αυτή δε λειτουργεί με τον τρόπο που ήθελε, δε λειτουργεί με τον τρόπο που εμείς θέλουμε… Η κίνηση αυτή δεν αρκεί, δεν είναι αποτελεσματική. Τώρα κάνει περισσότερα. Τον παροτρύνουμε να κάνει περισσότερα και του προσφέρουμε την πλήρη υποστήριξή μας σε ό,τι σχεδιάζει να κάνει».
Το πράσινο φως για την εφαρμογή μιας πιο επιθετικής αμερικάνικης στρατηγικής στο Πακιστάν δίνει και μια έκθεση που παραδόθηκε στο Λευκό Οίκο στις 17 Ιουλίου. Είναι γνωστή ως «National Intelligence Esti-mate» και είναι η πιο επίσημη έκθεση των Υπηρεσιών Πληροφοριών από τις 11/9/2001 για την «τρομοκρατική απειλή που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ».
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος σε μια σειρά μέτωπα στον πόλεμο ενάντια στην Αλ – Κάιντα και ότι η τελευταία έχει ενισχυθεί σημαντικά τα δύο τελευταία χρόνια. Για την εξέλιξη αυτή θεωρεί βασικό παράγοντα την τακτική του Πακιστανού προέδρου στις ημιαυτόνομες φυλετικές περιοχές στα σύνορα με το Αφγανιστάν και τη συμφωνία ειρήνης που συνήψε με τους τοπικούς πολέμαρχους.
Η γνωστοποίηση της έκθεσης αυτής συμπίπτει με την αντιπαράθεση που εξελίσσεται στο Κογκρέσο για την πολιτική της κυβέρνησης Μπους στο Ιράκ και τα συμπεράσματά της (έκθεσης) προκαλούν σε κάποια μέλη του σκεπτικισμό και προβληματισμό ως προς την αποτελεσματικότητα μιας πιο επιθετικής στρατηγικής στο Πακιστάν (ο Μουσάραφ αναγκάστηκε να συνάψει τη συμφωνία μετά τις σοβαρότατες απώλειες που είχε ο πακιστανικός στρατός στις μάχες με τις δυνάμεις των τοπικών πολέμαρχων), ενώ κάποια άλλα υποστηρίζουν ότι η ανησυχία για τη σταθερότητα της κυβέρνησης Μουσάραφ κυριάρχησε στην πολιτική του Λευκού Οίκου απέναντι στο Πακιστάν, υπονομεύοντας τον αγώνα ενάντια στην τρομοκρατία.
Η στοχοποίηση των ημιαυτόνομων φυλετικών περιοχών του Πακιστάν από το Λευκό Οίκο και η ασφυκτική πίεση που ασκεί στο στρατηγό Μουσάραφ για να τον σπρώξει σε ολομέτωπη επίθεση εναντίον τους είναι βέβαιο ότι δεν αποτελούν τη λύση στο αδιέξοδο της αμερικάνικης στρατηγικής στο Αφγανιστάν. Νέα ποτάμια αίματος θα χυθούν, αλλά ο ανταρτοπόλεμος φθοράς των στρατευμάτων κατοχής θα συνεχιστεί. Ο Μουσάραφ βαδίζει αυτή τη στιγμή σε τεντωμένο σχοινί και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να γκρεμοτσακιστεί, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τις επιθέσεις των Ισλαμιστών μαχητών, αλλά και με μια ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή, η οποία αποτυπώθηκε πρόσφατα στις μαζικές μαχητικές διαδηλώσεις με αφορμή την απόλυση του ανώτατου δικαστή Ιφτικάρ Μουχάμαντ Καουντρί. Αιτία της απόλυσής του θεωρείται η αντίθεσή του στην επανεκλογή του Μουσάραφ. Ενόψει της οριστικής απόφασης για την τύχη του από το Ανώτατο Δικαστήριο τις επόμενες μέρες, οργανώθηκε στο Ισλαμαμπάντ, στις 17 Ιουλίου, μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας, η οποία πνίγηκε στο αίμα από βομβιστική επίθεση, με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 16 και τον τραυματισμό 86 διαδηλωτών. Οι διοργανωτές της διαδήλωσης κατήγγειλαν ότι πίσω από την επίθεση βρίσκεται η κυβέρνηση, ενώ ο Μουσάραφ τη χαρακτήρισε «τρομοκρατική ενέργεια», παρόλο που είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι Ισλαμιστές δεν είχαν κανένα λόγο να χτυπήσουν μια εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον του Μουσάραφ. Οπως φαίνεται, προετοιμάζει το έδαφος για να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που θα του επιτρέψει προσωρινά να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα με τους Αμερικάνους.