Πέντε μήνες από την πτώση του Χόσνι Μουμπάρακ, ο άνεμος της λαϊκής εξέγερσης της 25ης Φλεβάρη σαρώνει και πάλι τη χώρα. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατεβαίνουν ξανά στους δρόμους εκφράζοντας την απογοήτευση και την οργή τους για την πολιτική του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, που ουσιαστικά κυβερνά τη χώρα, και της διορισμένης μεταβατικής κυβέρνησης, και απαιτώντας την ικανοποίηση των αιτημάτων της εξέγερσης της 25ης Φλεβάρη.
Σύμφωνα με την αιγυπτιακή εφημερίδα Αλ Αχράμ, οργισμένοι γιατί δεν έχει γίνει καμιά ορατή αλλαγή μετά την πτώση του Μουμπάρακ, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας την Παρασκευή 8 Ιουλίου, την αποκαλούμενη «Παρασκευή Αποφασιστικότητας».
Τα βασικά αιτήματα των διαδηλωτών περιλαμβάνουν την επιτάχυνση των δικών των αστυνομικών που είναι ένοχοι για τη δολοφονία διαδηλωτών, την επιτάχυνση της δίκης του Χόσνι Μουμπάρακ και των διεφθαρμένων αξιωματούχων του καθεστώτος, την καθιέρωση κατώτερου βασικού μισθού, την αναδόμηση του υπουργείου Εσωτερικών και την κάθαρση στην Αστυνομία, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία και σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες από τους ανθρώπους του καθεστώτος Μουμπάρακ.
Σκηνές και καθιστική διαμαρτυρία επ’ αόριστον
Παράλληλα, στήθηκαν δεκάδες σκηνές και ξεκίνησε καθιστική διαμαρτυρία από χιλιάδες διαδηλωτές, που δηλώνουν ότι θα παραμείνουν στην πλατεία Ταχρίρ μέχρι την ικανοποίηση των αιτημάτων της εξέγερσης. Οι σκηνές καταλαμβάνουν το κεντρικό τμήμα της πλατείας και την περιοχή κοντά στο τζαμί Ομάρ Μακράμ και έχουν στηθεί σημεία ελέγχου, όπου υποβάλλονται σε έλεγχο ταυτοτήτων και σωματικό έλεγχο όσοι θέλουν να μπουν στην πλατεία.
Οι διαδηλωτές και οι συλλογικότητες που συμμετέχουν στην καθιστική διαμαρτυρία έχουν συμφωνήσει και προβάλλουν, σύμφωνα με την Αλ Αχράμ, τα εξής αιτήματα:
1. Αμεση απελευθέρωση όλων των πολιτών που έχουν καταδικαστεί από στρατοδικεία και επανάληψη της δίκης τους από πολιτικά δικαστήρια. Να απαγορευτούν εντελώς οι δίκες πολιτών από στρατοδικεία.
2. Να συγκροτηθεί ειδικό δικαστήριο που θα δικάσει όσους αστυνομικούς εμπλέκονται σε δολοφονίες διαδηλωτών και να απολυθούν αμέσως όλοι οι εμπλεκόμενοι.
3. Να απολυθεί ο υπουργός Εσωτερικών, να αντικατασταθεί από πολιτική προσωπικότητα και να ακολουθήσει διακήρυξη με το σχέδιο και το χρονοδιάγραμμα αναδόμησης του υπουργείου Εσωτερικών.
4. Να απολυθεί ο Γενικός Εισαγγελέας και να τοποθετηθεί στη θέση αυτή πρόσωπο ευρείας αποδοχής.
5. Να δικαστεί ο Μουμπάρακ και η κλίκα του για τα πολιτικά εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος της χώρας και του λαού της.
6. Να ανακληθεί ο τρέχων προϋπολογισμός, να συνταχτεί νέος που να ανταποκρίνεται στα βασικά αιτήματα της φτωχολογιάς και να τεθεί σε δημόσια συζήτηση πριν από την έγκρισή του.
7. Να καθοριστούν λεπτομερώς τα δικαιώματα του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, ώστε να μην παραβιάζονται τα δικαιώματα και οι εξουσίες του υπουργικού συμβουλίου.
Τη διακήρυξη με τα αιτήματα αυτά έχουν υπογράψει μέχρι στιγμής ο Συνασπισμός της Νεολαίας της Επανάστασης, το Αιγυπτιακό Κοινωνικό Δημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Δημοκρατικού Μετώπου, η Νεολαία για τη Δικαιοσύνη και την Ελευθερία, η Λαϊκή Σοσιαλιστική Συμμαχία και το Κόμμα της Επαγρύπνισης, ενώ συνεχίζονται οι επαφές για διεύρυνση της συμμετοχής.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που έχει εξελιχθεί στον πιο φερέγγυο συνομιλητή της στρατιωτικής ηγεσίας, ανακοίνωσε τη συμμετοχή της μόλις δύο μέρες πριν από τη διαδήλωση της 8ης Ιούλη, αφού οι διοργανωτές απέσυραν το σύνθημα «πρώτα νέο σύνταγμα και μετά εκλογές», ενώ έχει ταχθεί ενάντια στην καθιστική διαμαρτυρία.
Στις 8 Ιουλίου, χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν επίσης στην πόλη Asyut και έστησαν σκηνές κοντά στο πανεπιστήμιο για να ξεκινήσουν καθιστική διαμαρτυρία, φωνάζοντας συνθήματα εναντίον του στρατάρχη και επικεφαλής του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου Χουσεΐν Ταντάουι και του υπουργού Εσωτερικών Μανσούρ Ελ – Εσάουι και απαιτώντας την παραίτηση 7 υπουργών.
Εκτός από μαζικές διαδηλώσεις, καθιστικές διαμαρτυρίες ξεκίνησαν σε πολλά κυβερνεία της Αιγύπτου, μεταξύ των οποίων στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ και στο Πορτ Σάιντ. Στο τελευταίο, το Κίνημα 6 Απρίλη και άλλοι διαδηλωτές ξεκίνησαν απεργία πείνας στις 10 Ιουλίου και δήλωσαν ότι θα τη συνεχίσουν μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, τα οποία περιλαμβάνουν: δημόσιες και δίκαιες δίκες για το Χόσνι Μουμπάρακ και τα στελέχη του καθεστώτος του, τιμωρία των αστυνομικών που ευθύνονται για τη δολοφονία διαδηλωτών, κάθαρση στο υπουργείο Εσωτερικών, κάθαρση της μεταβατικής κυβέρνησης του Εσάμ Σάραφ από τα μέλη του πρώην Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του Μουμπάρακ, κάθαρση όλων των κρατικών υπηρεσιών και θεσμών από στελέχη του πρώην καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων της Δικαιοσύνης, της Υγείας, της Παιδείας και των ΜΜΕ, καθιέρωση ενός δίκαιου βασικού μισθού, ανάκληση των νόμων ενάντια στις απεργίες και τις διαδηλώσεις και απαγόρευση των δικών πολιτών από στρατοδικεία.
Απόπειρες κατευνασμού των διαδηλωτών
Μια μέρα μετά τις ογκώδεις διαδηλώσεις της 8ης Ιουλίου, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της λαϊκής οργής, ο πρωθυπουργός Εσάμ Σάραφ ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή στον υπουργό Εσωτερικών να εκδώσει ένα διάταγμα με το οποίο θα απολυθούν όλοι οι αστυνομικοί που εμπλέκονται σε δολοφονίες διαδηλωτών, ότι ζήτησε από το Γενικό Εισαγγελέα να σχηματίσει μια ομάδα για να επιταχυνθούν οι έρευνες στις υποθέσεις δολοφονίας διαδηλωτών και ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει αποφασίσει να κάνει έφεση σε όλες τις αθωωτικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε τέτοιες υποθέσεις.
Ομως η ανακοίνωση αυτή θεωρήθηκε άνευ ουσίας και έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Αμέσως μετά, περισσότεροι από 1.000 διαδηλωτές στο λιμάνι του Σουέζ έκλεισαν το κεντρικό δρόμο προς τη διώρυγα του Σουέζ και το λιμάνι Ταουφίκ απαιτώντας τη σύλληψη των αστυνομικών που κατηγορούνταν για τη δολοφονία διαδηλωτών και αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση την περασμένη βδομάδα, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι συμμετέχοντες στην καθιστική διαμαρτυρία στην πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου. Παράλληλα, οι διαδηλωτές που συμμετέχουν στις καθιστικές διαμαρτυρίες σε διάφορες πόλεις της χώρας αποφάσισαν όχι μόνο να τις συνεχίσουν αλλά και να κλιμακώσουν τις κινητοποιήσεις τους. Στις 10 Ιουλίου, οι διαδηλωτές στην πλατεία Ταχρίρ αποφάσισαν να καλέσουν σε νέα μεγάλη συγκέντρωση στις 12 Ιουνίου και να αποκλείσουν την κεντρική είσοδο του Μογκάμα, του μεγαλύτερου κυβερνητικού διοικητικού κτιρίου στην Αιγυπτο, για τρεις μέρες.
Στις 11 Ιουλίου, σε μια δεύτερη προσπάθεια κατευνασμού των διαδηλωτών, ο πρωθυπουργός Εσάμ Σάραφ ανακοίνωσε ότι θα γίνει ανασχηματισμός της κυβέρνησης μέσα σε μια βδομάδα, ότι θα αντικαταστήσει μερικούς κυβερνήτες μέχρι το τέλος του μήνα και ότι ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβού-λιο γρήγορες και δημόσιες δίκες των αστυνομικών που κατηγορούνται για δολοφονίες διαδηλωτών.
Στο στόχαστρο κυβέρνηση και στρατός
Οι διαδηλωτές αντέδρασαν και στις εξαγγελίες αυτές αρνητικά, γιατί, εκτός των άλλων, οι δικαστές και ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρούνται άνθρωποι του καθεστώτος Μουμπάρακ, και κάποιοι απ’ αυτούς ξεκίνησαν απεργία πείνας στην Αλεξάνδρεια, στο Σουέζ, στην πλατεία Ταχρίρ και αλλού, δηλώνοντας ότι δεν θα σταματήσουν αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους.
Στις 12 Ιουλίου, πραγματοποιήθηκαν νέες ογκώδεις διαδηλώσεις με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών στην πλατεία Ταχρίρ και σε άλλες πόλεις της χώρας. Αυτή τη φορά στο στόχαστρο των διαδηλωτών ήταν κυρίως το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο και ο πρωθυπουργός. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας Αλ Αχράμ, «για τέσσερις ώρες, οργισμένα πλήθη εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια και το θυμό τους απέναντι και στον πρωθυπουργό Εσάμ Σάραφ και στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, κατηγορώντας τους για την εξαιρετικά αργή ικανοποίηση των βασικών αιτημάτων της εξέγερσης». Συνθήματα όπως «Κάτω, κάτω η στρατιωτική εξουσία» και «Ο λαός θέλει την απομάκρυνση του στρατάρχη» (του Χουσεΐν Ταντάουι), του επικεφαλής του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, που υπήρξε για δύο δεκαετίες υπουργός Αμυνας του καθεστώτος Μουμπάρακ, κυριάρχησαν και στην πορεία χιλιάδων, νεαρών κυρίως, διαδηλωτών που ξεκίνησε από την πλατεία Ταχρίρ και κατευθύνθηκε στο γραφείο του πρωθυπουργού.
Την ίδια μέρα, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο με ανακοίνωσή του, διά στόματος του στρατηγού Μόχσεν Αλ Φανγκάρι, εξέφρασε την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Εσάμ Σάραφ, την παραίτηση του οποίου ζητούν πολλοί διαδηλωτές, επανέλαβε ότι θα παραδώσει την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση μέχρι το τέλος του χρόνου και ταυτόχρονα προειδοποίησε ότι η Αίγυπτος «αντιμετωπίζει μια σχεδιασμένη και οργανωμένη προσπάθεια αποσταθεροποίησης», ότι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο «θα πάρει όλα τα μέτρα για να αντιμετωπίσει και να σταματήσει τις απειλές που περιβάλλουν τη χώρα» και κάλεσε «τους έντιμους πολίτες να σταθούν ενάντια σε κάθε διαμαρτυρία που εμποδίζει την επιστροφή της ομαλής ζωής».
Ο επιθετικός και απειλητικός τόνος της ανακοίνωσης, η οποία δεν έδινε καμιά απάντηση στα αιτήματα των διαδηλωτών, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Γεγονός που ανάγκασε λίγες ώρες αργότερα δύο μέλη του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου να δώσουν συνέντευξη τύπου, στην οποία απέφυγαν ξανά να απαντήσουν στα αιτήματα των διαδηλωτών και επιχείρησαν μόνο να τους χαϊδέψουν τα αυτιά υπενθυμίζοντας τη στάση του στρατού στη διάρκεια της εξέγερσης και ταυτόχρονα προειδοποιώντας ότι «όλες οι επιλογές είναι ανοικτές σε περίπτωση που κάποια στοιχεία ανάμεσα στους διαδηλωτές επιχειρήσουν να εμποδίσουν τη λειτουργία του κράτους ή να βλάψουν τα συμφέροντα των πολιτών».
Σημειωτέον ότι στις διαδηλώσεις της 12ης Ιουλίου, στις οποίες κυριαρχούσαν τα συνθήματα ενάντια στην κυβέρνηση και στο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, η Μουσουλμανική Αδελφότητα δε συμμετείχε γιατί διαφωνεί με την όποια κριτική ή αντιπαράθεση με τη στρατιωτική ηγεσία.
Είναι φανερό ότι η στρατιωτική χούντα, που διαδέχτηκε το Μουμπάρακ και προσπαθεί να διασώσει όσο μπορεί το παλιό καθεστώς προνομίων και διακυβέρνησης, δεν είναι καθόλου εύκολο να διαχειριστεί και να χειραγωγήσει με κάποιες ασήμαντες παραχωρήσεις το νέο κύμα της λαϊκής εξέγερσης που σαρώνει τη χώρα. Οπως φαίνεται, ο ρόλος του στρατού έχει απομυθοποιηθεί στη συνείδηση πολλών διαδηλωτών, γι’ αυτό και οι εξεγερμένοι κλιμακώνουν τις κινητοποιήσεις και δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι να ικανοποιηθούν τα βασικά (αστικοδημοκρατικά) αιτήματα της εξέγερσης. Το ερώτημα είναι: Μέχρι πού είναι διατεθειμένη να κάνει πίσω η στρατιωτική χούντα;