Η θύελλα που έχει ξεσπάσει από τις 17 Δεκεμβρίου στην Τυνησία δε λέει να κοπάσει, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του δικτατορικού καθεστώτος να την καταστείλει με τη φωτιά και το σίδερο, πνίγοντας στο αίμα τους διαδηλωτές.
Οπως είναι γνωστό, η σπίθα που πυροδότησε την κοινωνική έκρηξη ήταν η αυτοκτονία του πτυχιούχου Μοχάμεντ Μπουαζίζι, που, αφού αναζητούσε με το πτυχίο του μάταια για τέσσερα χρόνια μια δουλειά, κατέληξε πλανόδιος μανάβης με το κάρο του, το οποίο κατασχέθηκε μαζί με το εμπόρευμά του από την αστυνομία, επειδή δεν είχε την απαιτούμενη άδεια.
Οι πρώτες οργισμένες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, κατά τις οποίες οι δύο πρώτοι διαδηλωτές έπεσαν νεκροί, ξεκίνησαν στην πόλη Σίντι Μπουζίντ της κεντρικής Τυνησίας, μπροστά στο δημαρχείο της οποίας αυτοπυρπολήθηκε ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι. Παρόλο που η αστυνομία έκοψε όλους τους τρόπους επικοινωνίας με την πόλη και τους δρόμους που τη συνδέουν με την υπόλοιπη χώρα, για να την απομονώσει και να αποτρέψει την εξάπλωση των κινητοποιήσεων ενάντια στην ανεργία και τη φτώχεια, το κύμα διαμαρτυρίας απλώθηκε τις επόμενες μέρες σε πολλές γειτονικές πόλεις.
Και από την κεντρική Τυνησία πέρασε σε πόλεις της δυτικής Τυνησίας, όπου το περασμένο Σαββατοκύριακο οι πόλεις Τάλα, Κασερίν και Ρεγκέμπ έγιναν θέατρο σφοδρών συγκρούσεων με την αστυνομία. Οι διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα, επιτέθηκαν και έβαλαν φωτιά σε κυβερνητικά κτίρια και τράπεζες. Ο απολογισμός είναι τουλάχιστον 50 νεκροί από τα πυρά της αστυνομίας, σύμφωνα με ανεξάρτητες και νοσοκομειακές πηγές, και 23, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις. Παρόλο που οι πόλεις αυτές αποκλείστηκαν από ισχυρές δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού, οι κηδείες των θυμάτων μετατράπηκαν σε νέες οργισμένες διαδηλώσεις χιλιάδων ανθρώπων και σφοδρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.
Και ενώ μέχρι το περασμένο Σαββατοκύριακο το κύμα διαμαρτυρίας είχε περιοριστεί σε επαρχιακές πρωτεύουσες και πόλεις, με μεγάλη ανεργία, ιδιαίτερα στους νέους, και φτώχεια, αφήνοντας απέξω την πρωτεύουσα Τύνιδα και τις πιο πλούσιες παραλιακές τουριστικές πόλεις στη Μεσόγειο, από τη Δευτέρα 10 Ιανουαρίου ξέσπασαν οι πρώτες διαδηλώσεις στην παραλιακή πόλη Μπιζέρτε. Την ίδια μέρα, η κυβέρνηση απαγόρεψε την πραγματοποίηση ποδοσφαιρικών αγώνων και διέταξε το κλείσιμο επ’ αόριστο όλων των σχολείων και των πανεπιστημίων, ενώ ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις περικύκλωσαν την πανεπιστημιούπολη για να σταματήσουν τους φοιτητές που ετοιμάζονταν να κατέβουν στους δρόμους.
Τη νύχτα της 11ης Ιανουαρίου, το σκηνικό των συγκρούσεων μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα. Κάτοικοι της εργατικής συνοικίας Ετανταμέν, κυρίως άνεργοι και νέοι, βγήκαν στους δρόμους και συγκρούστηκαν με την αστυνομία, λεηλάτησαν καταστήματα, επιτέθηκαν και έβαλαν φωτιά σε τράπεζες, κυβερνητικά κτίρια και αυτοκίνητα, φωνάζοντας «δεν φοβόμαστε παρά μόνο το θεό», σύμφωνα με όσα μετέδωσαν τα διεθνή πρακτορεία.
Το πρωί της 12ης Ιανουαρίου δυνάμεις του στρατού και θωρακισμένα οχήματα αναπτύχθηκαν στο κέντρο της πόλης, στις σημαντικότερες διασταυρώσεις, μπροστά στο κτίριο της τηλεόρασης και σε κυβερνητικά κτίρια, ενώ το βράδυ διατάχθηκε γενική απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Παράλληλα, ο πρόεδρος της χώρας Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Αλί ανακοίνωσε την απόλυση του υπουργού Εσωτερικών και την απελευθέρωση όλων όσων είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, σε μια προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης και εκτόνωσης της λαϊκής οργής, αφού οι κυβερνητικές ανακοινώσεις τις προηγούμενες μέρες περί δημιουργίας 300.000 νέων θέσεων εργασίας και διάθεσης 5 δις για την ανάπτυξη των φτωχότερων περιοχών έπεσαν στο κενό.
Ολες αυτές οι κινήσεις, ακόμη και το μακελειό των διαδηλωτών, αποκαλύπτουν την αδυναμία του καθεστώτος Μπεν Αλί, που βρίσκεται στην εξουσία από το 1987, να αντιμετωπίσει την πρωτοφανή για τη χώρα έκρηξη της λαϊκής οργής, την ανησυχία του για την αποτυχία των μηχανισμών καταστολής να επιβάλλουν τη σιωπή του τρόμου στους εξεγερμένους. Και αυτή η ανησυχία δεν είναι μόνο δικιά του. Είναι και άλλων δικτατορικών και αντιδραστικών καθεστώτων στην ευρύτερη περιοχή, που φοβούνται ότι η εξέγερση του λαού της Τυνησίας θα λειτουργήσει ως παράδειγμα και για τους «δικούς τους» λαούς, που επίσης μαστίζονται από μεγάλη ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση.