Στη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης στα τέλη του Μάη ή μέσα στον Ιούνιο, η οποία θα φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εκπροσώπους του συριακού καθεστώτος, της αντιπολίτευσης και της ένοπλης αντίστασης, συμφώνησαν οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι και της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ κατά την επίσκεψη του πρώτου στη Μόσχα στις 7 του Μάη. Ως αφετηρία των διαπραγματεύσεων θεωρείται η συμφωνία της Γενεύης, που προβλέπει την κατάπαυση του πυρός και το σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης, χωρίς να κάνει καμιά αναφορά στο ρόλο του Μπασάρ Ασαντ. Το ίδιο επαναλήφθηκε κατά τη συνέντευξη τύπου των Κέρι και Λαβρόφ, παρόλο που ο Λευκός Οίκος έχει ζητήσει επανειλημμένα την παραίτηση του σύρου προέδρου.
Ωστόσο, οι παράγοντες που καθορίζουν τις εξελίξεις στη Συρία δε φαίνεται να αφήνουν περιθώρια ώστε η νέα διπλωματική πρωτοβουλία να έχει καλύτερη τύχη από τη συμφωνία της Γενεύης, που έμεινε στα χαρτιά.
Διάσταση απόψεων στην αντιπολίτευση
Κατ’ αρχήν, υπάρχει διάσταση απόψεων και έλλειψη συνοχής στις γραμμές της πολιτικής αντιπολίτευσης. Ο ίδιος ο επικεφαλής του Εθνικού Συριακού Συνασπισμού, ο Μοάζ αλ – Κατίμπ, ο οποίος παραιτήθηκε πρόσφατα, εκπροσωπώντας προφανώς ένα τμήμα της αντιπολίτευσης, έθεσε για πρώτη φορά σε διεθνή σύνοδο το ζήτημα των διαπραγματεύσεων με το καθεστώς Ασαντ, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις από πολιτικούς παράγοντες και οργανώσεις που απορρίπτουν κάθε διαπραγμάτευση με το Μπασάρ Ασαντ και «όσους έχουν βάψει τα χέρια τους με αίμα». Συν τοις άλλοις, η επιρροή του Εθνικού Συριακού Συνασπισμού στο εσωτερικό της Συρίας και στις γραμμές των ανταρτών είναι περιορισμένη, συνεπώς και η απήχηση των όποιων πολιτικών του επιλογών.
Καθοριστικός παράγοντας το αντάρτικο
Πολύ πιο δύσκολα και πολύπλοκα είναι τα πράγματα με την ένοπλη αντίσταση στο καθεστώς Ασαντ, που αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα στις εξελίξεις. Εκεί η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Οχι μόνο από την πολιτική αντιπολίτευση, αλλά και από το αποκαλούμενο Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, που συγκροτήθηκε μετά το σχηματισμό του Εθνικού Συριακού Συνασπισμού, με στόχο να συνενώσει διάφορες ένοπλες ομάδες που επιχειρούν στο όνομα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού.
Επικεφαλής του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου είναι ο στρατηγός Σαλίμ Ιντρίς, ο άνθρωπος τον οποίο ο Λευκός Οίκος εμπιστεύεται και έχει ανακοινώσει ότι μέσω αυτού θα παραδώσει τη «βοήθεια» προς τους αντάρτες, ύψους 123 εκατομμυρίων δολαρίων, που αποφάσισε πρόσφατα. Σε συνέντευξή του στην αμερικάνικη εφημερίδα «McClatchy» (7/5/13) ο Σαλίμ Ιντρίς παραδέχεται ότι το αντάρτικο είναι διασπασμένο και δεν έχει τη στρατιωτική ικανότητα που απαιτείται για να ανατρέψει το Μπασάρ Ασαντ, ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει δυσκολίες να δημιουργήσει μια αλυσίδα διοίκησης στην εντοπισμένη τοπικά εξέγερση, μια αδυναμία που αποδίδει στην παρουσία ανάμεσα στους αντάρτες μεγάλου αριθμού πολιτών χωρίς στρατιωτική εμπειρία. Παραδέχεται επίσης ότι το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο έχει μικρή επιρροή σ’ αυτά που κάνουν οι αντάρτες και καμιά άμεση εξουσία σε μερικούς από τους μεγαλύτερους αντάρτικους σχηματισμούς, όπως η Ταξιαρχία Φαρούκ, που ελέγχει περιοχές – κλειδιά της υπαίθρου από τη Χομς μέχρι τα τουρκικά σύνορα. «Οι μάχες δεν είναι τόσο απλές τώρα», είπε. «Στην αρχή της εξέγερσης, οι αντάρτες έπρεπε να πολεμήσουν ενάντια σε ένα φυλάκιο. Ενάντια σε μια μικρή ομάδα του στρατού. Τώρα πρέπει να απελευθερώσουν μια στρατιωτική βάση. Τώρα πρέπει να απελευθερώσουν μια στρατιωτική σχολή. Μικρές ομάδες δεν μπορούν να το κάνουν μόνες τους και τώρα είναι πολύ σημαντικό να ενωθούν, Ομως η ενοποίησή τους με τρόπο που να λειτουργούν όπως ένας τακτικός στρατός είναι ακόμη δύσκολη».
Συνολικά, η εκτίμηση του Ιντρίς για το αντάρτικο στη Συρία, επισημαίνει ο συντάκτης της «McClatchy», υποδηλώνει ότι αυτό βρίσκεται ακόμη σε νηπιακή ηλικία, μακριά από μια στρατιωτική δύναμη που θα μπορούσε να ανατρέψει το καθεστώς Ασαντ σύντομα.
Μια μέρα μετά τη συνέντευξη Ιντρίς στην εφημερίδα «McClatchy», η βρετανική εφημερίδα «Τhe Guardian» (8/5/13) σε άρθρο της με τίτλο «Αντάρτες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού προσχωρούν στην ισλαμική ομάδα Jabhat al – Nusra» θέτει μια άλλη σοβαρότατη διάσταση του αντάρτικου στη Συρία, επισημαίνοντας το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η σύμμαχοί τους λόγω της αυξανόμενης δύναμης του Αλ-Νούσρα. Η εφημερίδα, επικαλούμενη τα στοιχεία που συγκέντρωσε από συνεντεύξεις με διοικητές αντάρτικων ομάδων απ’ όλη τη Συρία, αποκαλύπτει ότι ολόκληρες μονάδες ανταρτών του Ελεύθερου Συριακού Στρατού έχουν προσχωρήσει στο Αλ – Νούσρα, ενώ άλλες έχουν χάσει το ένα τέταρτο ή και περισσότερο από τη δύναμή τους πρόσφατα. Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός έχει χάσει μαχητές από το Αλ – Νούσρα στο Χαλέπι, στη Χάμα, στην Ιντλίμπ στη Ντέιρ αλ – Ζορ, στην περιοχή της Δαμασκού και αλλού, που συνολικά υπολογίζονται γύρω στις 3.000 στους τελευταίους μήνες. «Οι μαχητές αισθάνονται περήφανοι να προσχωρούν στο Αλ-Νούσρα , γιατί αυτό σημαίνει δύναμη και επιρροή. Οι μαχητές του Αλ-Νούσρα σπάνια υποχωρούν λόγω έλλειψης πυρομαχικών ή μαχητών και δεν εγκαταλείπουν το στόχο τους παρά μόνο αφού τον απελευθερώσουν. Οι μαχητές προσχωρούν στο Αλ-Νούσρα λόγω του ισλαμικού δόγματος του, της ειλικρίνειας, του καλού εφοδιασμού και των εξελιγμένων όπλων», αναφέρουν, μεταξύ άλλων, στις συνεντεύξεις τους διοικητές αντάρτικων ομάδων στη «Guardian».
Να υπενθυμίσουμε ότι το Μέτωπο Αλ – Νούσρα είναι η πιο εμπειροπόλεμη, η καλύτερα οργανωμένη και εξοπλισμένη αντάρτικη δύναμη που πολεμά το καθεστώς Ασαντ, έχει δηλώσει πίστη στον ηγέτη της Αλ – Κάιντα Αλ – Ζαουάχρι και έχει χαρακτηριστεί από το Λευκό Οίκο τρομοκρατική οργάνωση.
Κίνδυνος εξάπλωσης των συγκρούσεων
Συν τοις άλλοις, η συνέχιση του εμφύλιου πολέμου στη Συρία αυξάνει τον κίνδυνο επέκτασης των συγκρούσεων σε γειτονικές χώρες και ευρύτερης αποσταθεροποίησης στην περιοχή. Η επίθεση με δύο αυτοκίνητα – βόμβες το περασμένο Σάββατο στη συνοριακή τουρκική πόλη Reyhanli, που προκάλεσε το θάνατο 46 και τον τραυματισμό τουλάχιστον 130 ανθρώπων ανέβασε κατακόρυφα την ένταση. Ο τούρκος πρωθυπουργός χαρακτήρισε χωρίς καθυστέρηση την επίθεση έργο του καθεστώτος Ασαντ, ενώ εκατοντάδες διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους αποδίδοντας την ευθύνη στην κυβέρνηση Ερντογκάν και στην ανάμειξή της στον εμφύλιο της Συρίας. Αντίθετα, ο βουλευτής της επαρχίας Hatay, όπου ανήκει η Reyhanli, από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα απέδωσε την ευθύνη στο Αλ – Νούσρα, το οποίο ελέγχει την περιοχή στη συριακή πλευρά, με στόχο να τραβήξει πιο βαθιά την Τουρκία στον εμφύλιο της Συρίας.
Σημειωτέον ότι οι σύριοι αντάρτες χρησιμοποιούν την επαρχία Hatay ως βάση για να στέλνουν μαχητές, όπλα και εφόδια στη Συρία. Ακόμη ότι η επαρχία αυτή, που φιλοξενεί δεκάδες χιλιάδες σύριους πρόσφυγες, είναι το κέντρο της αραβικής μειονότητας Αλαουιτών της Τουρκίας, που διατηρούν στενούς δεσμούς με τους Αλαουίτες της Συρίας. Η τούρκικη οργάνωση «Ενωση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» σε πρόσφατη έκθεσή της για την κατάσταση στην επαρχία Hatay επισήμανε ότι πολλοί ντόπιοι ανησυχούν για το μεγάλο αριθμό ένοπλων ξένων μαχητών στην περιοχή, ότι δεν υπάρχει κανένα σύνορο, καμιά συνοριακή ασφάλεια και ότι οι άνθρωποι της συριακής αντιπολίτευσης μπορούν να έρχονται και να φεύγουν όποτε θέλουν. Και προειδοποίησε ότι η κατάσταση αυτή αυξάνει την ένταση στην περιοχή και στρώνει το έδαφος για μια πιθανή αναμέτρηση μεταξύ Σουνιτών και Αλαουιτών.
Πολύ πιο σοβαρά είναι τα πράγματα στο Λίβανο, όπου μαίνονται οι συγκρούσεις στα σύνορα Συρίας – Λιβάνου ανάμεσα στους αντάρτες και το συριακό κυβερνητικό στρατό με την ανοιχτή πλέον συμμετοχή μαχητών της λιβανέζικης Χεσμπολά. Στο χορό έχει μπει για τα καλά και η Ιορδανία, όπου η CIA εκπαιδεύει Σύριους, που δεν έχουν υπηρετήσει ούτε έχουν κάποια σχέση με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, προφανώς για να τους χρησιμοποιήσει σε ειδικές αποστολές, και παράλληλα το έδαφός της χρησιμοποιείται για τον ανεφοδιασμό των ανταρτών που επιχειρούν στη νότια Συρία με στόχο την κατάληψη της Δαμασκού.
Το καθεστώς Ασαντ αντέχει
Στο μεταξύ, το καθεστώς Ασαντ όχι μόνο φαίνεται να αντέχει, αλλά όπως επισημαίνει δημοσίευμα της «Ουάσιγκτον Ποστ» (12/5/13), με τίτλο «Οι δυνάμεις του Ασαντ κερδίζουν έδαφος στη Συρία»: «Μια σειρά μέτριων διάσπαρτων κερδών από τις κυβερνητικές δυνάμεις τις τελευταίες βδομάδες δεν αποτελούν κάποιο αποφασιστικό επίτευγμα. Ομως τα κέρδη αυτά έχουν γίνει σε στρατηγικά σημαντικές τοποθεσίες και δείχνουν ένα νέο επίπεδο κατεύθυνσης και ενέργειας άγνωστο προηγούμενα στην απόδοση του στρατού, επισημαίνουν στρατιωτικοί αναλυτές, αντάρτες και Σύριοι κοντά στην κυβέρνηση….
Αναλυτές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν λίγες αμφιβολίες ότι το εκκρεμές αιωρείται προς όφελος του Ασαντ, ενισχύοντας ενδεχομένως τη θέση του ώστε να θέσει όρους αν οι διαπραγματεύσεις με την αντιπολίτευση που οι ΗΠΑ και η Ρωσία συμφώνησαν την περασμένη βδομάδα να υποστηρίξουν πραγματοποιηθούν τελικά….
Αν τα πράγματα συνεχίσουν όπως είναι τώρα, η κυβέρνηση θα είναι σίγουρα η πλευρά που θα έχει το μεγαλύτερο πλεονέκτημα σε τυχόν διαπραγματεύσεις. Αν πατήσουμε παύση εκεί που είμαστε σήμερα, είναι καθαρό ότι η εξέγερση δεν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για το καθεστώς», επισήμανε ο Charles Lister του «HIS Jane’s Terrorism and Insurgency Center», με έδρα το Λονδίνο».
Στις συνθήκες αυτές, είναι μηδαμινές οι πιθανότητες επιτυχίας της διπλωματικής πρωτοβουλίας Ουάσιγκτον – Μόσχας. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι το καθεστώς Ασαντ και ο Συνασπισμός της αντιπολίτευσης αναγκαστούν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, ο καθοριστικός αστάθμητος παράγοντας είναι το αντάρτικο και πιο συγκεκριμένα οι δυνάμεις που το συνιστούν, οι περισσότερες από τις οποίες πιθανότατα δεν θα την αποδεχτούν.
Οσα συμβαίνουν σήμερα στη Λιβύη με τις ισλαμικές και τις λοιπές πολιτοφυλακές και στο Ιράκ, όπου ουσιαστικά έχει αρχίσει ο δεύτερος γύρος του εμφύλιου πολέμου και η Αλ – Κάιντα, που είχε υποτίθεται υποστεί συντριπτικά πλήγματα από τις χρηματοδοτούμενες και υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ σουνιτικές πολιτοφυλακές, έχει ανασυγκροτηθεί και έχει περάσει στην αντεπίθεση, κάνουν πολύ επιφυλακτικό το Λευκό Οίκο στην περίπτωση της Συρίας. Πολύ περισσότερο όταν είναι βέβαιο ότι οι όποιες ανεπιθύμητες εξελίξεις θα έχουν επιπτώσεις στο Ισραήλ. Γι αυτό, παρά τις προειδοποιήσεις ή τις απειλές που εκτοξεύουν κατά καιρούς διάφοροι αμερικάνοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ο Λευκός Οίκος δεν έχει πρόθεση στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, αλλά επιλέγει τη σύμπλευση με τη Ρωσία, κερδίζοντας χρόνο, μέχρι να γίνει πιο καθαρό το τοπίο. Μέχρι τότε το μακελειό του εμφύλιου πολέμου θα συνεχίζεται και όποιος αντέξει.