Θέλετε ένα παράδειγμα για πώς γίνεται η ληστρική εκμετάλλευση της κινέζικης εργατικής τάξης, διατυπωμένο από τις πιο επίσημες πηγές; Δε έχετε παρά να διαβάσετε την έκθεση της Υπηρεσίας Ερευνών του αμερικάνικου Κογκρέσου (Congressional Research Service), με τίτλο «China-US Trade Issues» (Σινοαμερικάνικα εμπορικά ζητήματα), που δημοσιεύτηκε στα τέλη του περασμένου Αυγούστου (29/8/11). Στην έκθεση αυτή αναφέρεται το παράδειγμα της κατασκευής ενός iPod (2005 Apple 30 gigabyte video iPod) από την εταιρία Foxconn στην Κίνα.
H Foxconn είναι ταϊβανέζικη εταιρία που συναρμολογεί για λογαριασμό της Apple το iPod από διάφορα εξαρτήματα που παράγονται διεθνώς (κυρίως στην Ασία). H Foxconn, δηλαδή, αγοράζει τα εξαρτήματα του iPod από διάφορες φίρμες (κυρίως γιαπωνέζικες που κατασκευάζουν το σκληρό δίσκο και την οθόνη) και συναρμολογεί το iPod στην Κίνα. Οπως αναφέρει η έκθεση, «πολλές αμερικάνικες εταιρίες υπογράφουν συμβόλαια με ταϊβανέζικες φίρμες για να τους κατασκευάσουν τα προϊόντα (κυρίως στην Κίνα) και μετά να φορτωθούν για τις ΗΠΑ όπου πωλούνται από αμερικάνικες φίρμες με το δικό τους εμπορικό σήμα». Ετσι κάνει και η Apple με την Foxconn.
Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το ζήτημα είναι πόσα κερδίζει ο καθένας. Εκεί έγκειται η αποκάλυψη της έκθεσης της Υπηρεσίας Ερευνών του Κογκρέσου (μιας υπηρεσίας που δουλεύει κατ’ αποκλειστικότητα για το Κογκρέσο, εφοδιάζοντας με νομικές και πολιτικές αναλύσεις τις διάφορες επιτροπές του, είτε στη Βουλή των Αντιπροσώπων είτε στη Γερουσία). Η έκθεση αναφέρει ότι μετά από μελέτη ερευνητών του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια για την παραγωγή του συγκεκριμένου iPod που κατασκευάζεται στην Κίνα από την Foxconn για λογαριασμό της Apple, προέκυψαν τα εξής: Η τιμή παραγωγής του κάθε iPod στην Κίνα είναι 144 δολάρια (δηλαδή η τιμή πριν εξαχθεί στις ΗΠΑ, εξαιρώντας φυσικά τα έξοδα φόρτωσης). Απ’ αυτό το ποσό ξέρετε πόσα παίρνουν οι κινέζοι εργάτες που το συναρμολογούν; Μόλις 4 δολάρια ή 2.8% του συνόλου! Τα υπόλοιπα τα παίρνουν οι διάφορες εταιρίες που κατασκευάζουν τα εξαρτήματα (κυρίως γιαπωνέζικες, όπως αναφέραμε προηγουμένως). Ξέρετε πόση είναι η τιμή του συγκεκριμένου iPod στην αμερικάνικη αγορά; 299 δολάρια!!! Δηλαδή, υπερδιπλάσια από την τιμή παραγωγής!
Τα επιπλέον 155 δολάρια ανά τεμάχιο μοιράζονται ανάμεσα στα έξοδα μεταφοράς, τις προμήθειες των μεσαζόντων και το κέρδος της Apple. Οι ερευνητές του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια υπολόγισαν ότι το κέρδος της Apple είναι 80 δολάρια ανά τεμάχιο. Λογαριάστε λοιπόν. Η Apple βγάζει κέρδος 80 δολάρια για κάθε iPod και οι εργάτες που το συναρμολογούν στην Κίνα μόλις 4 δολάρια, δηλαδή 20 φορές λιγότερο! Η υπεραξία που βγάζει η Apple είναι 2.000% (80/4 Χ 100)!
Η έκθεση δεν αναφέρεται στην υπεραξία που βγάζουν οι γιαπωνέζικες φίρμες (που κατασκευάζουν τα εξαρτήματα), αλλά αρκείται στο πόσο κονομάει η Apple (που είναι αμερικάνικη). Καταλήγει, δε, στο συμπέρασμα ότι η Apple κερδίζει 80 δολάρια ανά τεμάχιο, «ποσό που την αναγορεύει στον μοναδικό και μεγαλύτερο δικαιούχο (με όρους ακαθάριστου κέρδους) της πώλησης του iPod. Η μελέτη συμπέρανε ότι η καινοτομία στην ανάπτυξη και σχεδίαση του iPod από την Apple και η ικανότητά της να κατευθύνει τις περισσότερες από τις παραγωγικές της δραστηριότητες σε χώρες χαμηλού κόστους, όπως η Κίνα, την βοήθησε να γίνει υψηλά ανταγωνιστική και κερδοφόρα φίρμα (όπως και μια πηγή υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ)».
Μ’ αυτό τον τρόπο αυγατίζουν τα κέρδη τους οι καπιταλιστές, ξεζουμίζοντας την εργατική τάξη στην Ασία, και μετά τα παπαγαλάκια τους αναρωτιούνται γιατί υπάρχει τέτοια κρίση. Οταν εκατομμύρια εργαζόμενοι πληρώνονται με ψίχουλα (στην κυριολεξία) στις «αναπτυσσόμενες χώρες», τις οποίες ξεζουμίζει το κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών, και εκατομμύρια άλλοι στις μητροπόλεις μένουν άνεργοι, ενώ τα μεροκάματα αυτών που δουλεύουν συμπιέζονται όλο και πιο κάτω, ποιος θα μείνει για να αγοράσει; Φυσικά και θα μείνουν κάποιοι, όμως αυτοί θα είναι όλο και λιγότεροι, δηλαδή η αγορά θα στενεύει. Απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να δώσει, λοιπόν, ένα σύστημα που στηρίζεται στη μισθωτή σκλαβιά, γιατί είναι αυτό που γεννά τις κρίσεις…
Στενότητα αγοράς
Η στενότητα της αγοράς που αναφέραμε παραπάνω παρουσιάζεται με ανάγλυφο τρόπο σε μία άλλη έκθεση. Σ’ αυτή του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής των ΗΠΑ (ενός ιδιωτικού ερευνητικού ινστιτούτου), με τίτλο «Regulatory uncertainty: A phony explanation for our jobs problem» (Νομοθετική αβεβαιότητα: Μια πλασματική εξήγηση για το πρόβλημα των θέσεων εργασίας), που δημοσιεύτηκε στις 27/9/11. Η έκθεση απαντά στις επικρίσεις των Ρεπουμπλικανών για τη «νομοθετική αβεβαιότητα» που δήθεν κρύβεται πίσω από τα προβλήματα των αμερικάνων καπιταλιστών και τους κάνει διστακτικούς να προσλάβουν νέους εργάτες.
Οπως επισημαίνει η έκθεση αυτή, η ατομική ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στην εσωτερική αγορά ήταν την άνοιξη του 2011 (δεύτερο τρίμηνο) κατά 0,7% χαμηλότερη αυτής πριν την κρίση, δηλαδή κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2007. Η «ανάκαμψη» έχει έρθει από καιρό, αλλά η ζήτηση είναι ακόμα πιο κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα. Την ίδια στιγμή, όμως, η έκθεση επισημαίνει τα εξής: «Βασισμένοι σε διάφορες εκθέσεις των media, γνωρίζουμε ότι οι φίρμες (σ.σ. οι αμερικάνικες) έχουν ένα σημαντικό ποσό χρημάτων στα χέρια τους για να επενδύσουν, αλλά δεν το χρησιμοποιούν για νέες προσλήψεις και επενδύσεις. Ξέρουμε επίσης ότι οι φίρμες βγάζουν κέρδη αυξημένα κατά το ένα τρίτο σε σχέση μ’ αυτά που έβγαζαν πριν την κρίση (σ.σ. 133% επάνω δηλαδή) και έτσι δεν συγκρατούνται από την παρούσα κερδοφορία ή την ικανότητα να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις».
Ποιο είναι το πρόβλημα επομένως; Η έκθεση κατηγορηματικά υποστηρίζει ότι το πρόβλημα είναι η χαμηλή ζήτηση. Το ισχυρίζεται αυτό επικαλούμενη τα στοιχεία των στατιστικών ερευνών της Εθνικής Ομοσπονδίας Ανεξάρτητων Επιχειρήσεων (NFIB), που διεξάγει τακτικά αυτές τις έρευνες. Στο ερώτημα «ποιο είναι το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η επιχείρησή σας», το 30% των μικρών επιχειρήσεων απάντησε «οι χαμηλές πωλήσεις». Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό που σημειώθηκε ποτέ, από τότε που τίθεται αυτό το ερώτημα (το 1973), όταν λιγότερο του 5% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά ότι οι χαμηλές πωλήσεις είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, ενώ έκτοτε η καταφατική απάντηση δεν ξεπερνούσε το 15%.








