Για μια ακόμη φορά, άκαρπες αποδείχτηκαν οι διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός κατά τη συνάντηση της «ομάδας επαφής» στο Μινσκ της Λευκορωσίας στις 31 Γενάρη, με τις αντίπαλες πλευρές να επιρρίπτουν τις ευθύνες η μια στην άλλη. Εξέλιξη απόλυτα αναμενόμενη, παρόλο που οι φωνές από διάφορες πλευρές για άμεση κατάπαυση του πυρός και εφαρμογή των δύο συμφωνιών του Μινσκ, στις 5 Σεπτέμβρη και 24 Δεκέμβρη, συνεχίζονται, γιατί ούτε οι αυτονομιστές αντάρτες ούτε η κυβέρνηση του Κιέβου έχουν πετύχει τους στόχους τους και συνεπώς δεν είναι διατεθειμένοι σ’ αυτή τη φάση να φτάσουν σε κάποιο συμβιβασμό.
Οπως φαίνεται, το βασικό ζήτημα που χωρίζει τα αντίπαλα στρατόπεδα και οδήγησε στην κατάρρευση του τελευταίου γύρου των διαπραγματεύσεων της «ομάδας επαφής», είναι ο καθορισμός της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές αντάρτες περιοχές της νοτιανατολικής Ουκρανίας και τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Από το Σεπτέμβρη του 2014 που υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στο Μινσκ, οι αυτονομιστές αντάρτες έχουν επεκτείνει τον έλεγχό τους, σύμφωνα με ανακοίνωση της κυβέρνησης του Κιέβου, σε επιπλέον 500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ μετά την κατάληψη του στρατηγικής σημασίας αεροδρομίου του Ντονέτσκ στις 21 Γενάρη, ύστερα από πολύμηνες και πολύνεκρες μάχες με τα ουκρανικά στρατεύματα, έχουν περάσει στην αντεπίθεση, επιχειρώντας να απωθήσουν τον ουκρανικό στρατό μακριά από τα προπύργιά τους, να κερδίσουν νέα εδάφη και να καταλάβουν στρατηγικής σημασίας θέσεις για να συνεχίσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με στόχο να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρο το Ντόνμπας (τις περιφέρειες Λουχάνσκ και Ντονέτσκ). Γι αυτό διεκδικούν την επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνιών του Μινσκ με βάση τα νέα εδαφικά κεκτημένα και τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής με βάση τα νέα δεδομένα.
Από την άλλη, η κυβέρνηση του Κιέβου επιμένει να παραμείνει η διαχωριστική γραμμή στα όρια των περιοχών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών ανταρτών κατά την πρώτη συμφωνία του Μινσκ στις 5 Σεπτέμβρη και συνεπώς να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τα εδάφη που κατέλαβαν μετά τη συμφωνία του Μινσκ.
Είναι φανερό ότι ούτε ο συσχετισμός δυνάμεων ούτε οι στόχοι των αντιπάλων αφήνουν περιθώρια να γεφυρωθεί σ’ αυτή τη φάση το χάσμα μεταξύ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Γι αυτό και ο πόλεμος αναπόφευκτα κλιμακώνεται.
Τελικός στόχος της κυβέρνησης του Κιέβου, υπό την κατεύθυνση και με την υποστήριξη του Λευκού Οίκου και άλλων δυτικών εταίρων του, είναι να ανακτήσει όλες τις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές αντάρτες περιοχές ή τουλάχιστον να τους καταφέρει ισχυρά πλήγματα και να τους αναγκάσει να συρθούν σε μια όσον το δυνατόν πιο επωφελή για τα συμφέροντα του Κιέβου και των πατρώνων του συμφωνία. Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο στρατιωτικά, γιατί φυσικά δεν μπορεί να ανακτήσει με διπλωματικά μέσα αυτά που κέρδισαν οι αντίπαλοί της με τα όπλα. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα εξελίξεις δείχνουν ότι ο ουκρανικός στρατός δεν διαθέτει ακόμη ούτε το ανθρώπινο δυναμικό ούτε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να κερδίσει τον πόλεμο με τους αυτονομιστές αντάρτες, που έχουν την πλήρη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Ρωσίας. Γι αυτό χρησιμοποίησε τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός για να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και να ενισχύσει τον εξοπλισμό του. Ομως, όπως φαίνεται, χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να προετοιμαστεί καλύτερα και να περάσει στην αντεπίθεση και επιχειρεί να τον κερδίσει με τις αλλεπάλληλες καταδικασμένες εκ των προτέρων απόπειρες κατάπαυσης του πυρός μέσω της «ομάδας επαφής».
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η απόφαση της κυβέρνησης του Κιέβου στις 20 Γενάρη για επιστράτευση 104.000 αντρών, ηλικίας 20 – 60 χρόνων, στη διάρκεια του 2015, καθώς και οι πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές στην Ουάσιγκτον ότι ο Λευκός Οίκος εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο εξοπλισμού του ουκρανικού στρατού. Το δρόμο έχει ήδη ανοίξει το Κογκρέσο με την περιβόητη «Ukraine Freedom Support Act», που υπογράφηκε από τον Ομπάμα το Δεκέμβρη, η οποία, εκτός των άλλων, ορίζει ότι η αμερικάνικη πολιτική θα βοηθήσει την ουκρανική κυβέρνηση στην αποκατάσταση της κυριαρχίας και της εδαφικής της ακεραιότητας και προβλέπει τη χορήγηση στρατιωτικής «βοήθειας» 350 εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά όπλων.
Από την πλευρά των αυτονομιστών ανταρτών, ο ηγέτης της αποκαλούμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ Αλεξάντρ Ζαχαρτσένκο ανακοίνωσε ότι κήρυξε εθελοντική σε πρώτη φάση επιστράτευση, ώστε η συνολική δύναμη των ενόπλων σε Ντονέτσκ και Λουχάνσκ να φτάσει στις 100.000. Παράλληλα, συνεχίζονται σφοδρές συγκρούσεις στα περίχωρα της πόλης του Ντονέτσκ, βορειοδυτικά της πόλης Λουχάνσκ και σε άλλα σημεία της διαχωριστικής γραμμής. Ομως, οι σφοδρότερες συγκρούσεις σημειώνονται γύρω από τη στρατηγικής σημασίας πόλη Ντεμπάλτσεβε, η οποία βρίσκεται σε κομβικό σημείο πάνω στον κεντρικό δρόμο και στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει τις πόλεις Λουχάνσκ και Ντονέτσκ. Στην πόλη αυτή υπάρχει στρατώνας και μεγάλη δύναμη του ουκρανικού στρατού (υπολογίζονται σε 8.000), την οποία επιχειρούν οι αντάρτες να περικυκλώσουν και να αποκόψουν από το δρόμο ανεφοδιασμού της.
Απροθυμία επιστράτευσης
Στο μεταξύ, οι μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες στις γραμμές των ουκρανικών στρατευμάτων έχουν σαν αποτέλεσμα να παρατηρείται απροθυμία να παρουσιαστούν στις στρατιωτικές αρχές πολλοί κληρωτοί που καλούνται σε επιστράτευση, σύμφωνα με πρόσφατα ρεπορτάζ του ρωσικού πρακτορείου TASS.
Μεγάλο ποσοστό του ανδρικού πληθυσμού της Ουκρανίας έχει αρχίσει να φεύγει στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας προκειμένου να αποφύγει την επιστράτευση. Οι άντρες από τις δυτικές περιοχές, όπου είναι ισχυρό το αντιρωσικό αίσθημα, κατευθύνονται κυρίως στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, ενώ από τις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση του Κιέβου ανατολικές περιοχές φεύγουν κυρίως στη Ρωσία. Ολόκληρα χωριά νοικιάζουν πούλμαν για να διώξουν τους άντρες όσο γίνεται πιο μακριά, ενώ οι στρατιωτικές επιτροπές παραδίδουν τις λίστες με τους φυγάδες στις διωκτικές αρχές και προσπαθούν να εμποδίσουν τη μετακίνηση των αντρών που προορίζονται για επιστράτευση έξω από τις περιοχές που ζουν. Για παράδειγμα, οι αρχές στις ελεγχόμενες από το Κίεβο περιοχές της περιφέρειας Λουχάνσκ απαγόρευσαν στους άντρες ηλικίας 18 – 60 χρόνων να φύγουν είτε για τις ελεγχόμενες από τους αντάρτες περιοχές είτε για το εξωτερικό χωρίς άδεια από τις τοπικές στρατιωτικές επιτροπές, ενώ στην περιοχή Μπελγκορόντ – Ντνεστρόφσκι της περιφέρειας της Οδησσού απαγορεύτηκε στους εφέδρους να φύγουν από τον τόπο διαμονής τους.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του πρακτορείου TASS (2/2/15), στην Οδησσό περισσότερο από το ένα τρίτο των κληρωτών έχει αρνηθεί να υπηρετήσει στον ουκρανικό στρατό. Συγκεκριμένα, περίπου 6.000 έχουν στρατολογηθεί στα τρία προηγούμενα κύματα επιστράτευσης, ενώ περισσότεροι από 2.500 αρνήθηκαν να επιστρατευτούν, από τους οποίους οι 900 έχουν παραπεμφθεί στις διωκτικές αρχές. Παράλληλα, έχουν ξεκινήσει στην περιφέρεια της Οδησσού διάφορες μορφές κινητοποιήσεων ενάντια στην επιστράτευση, σύμφωνα με το προαναφερόμενο δημοσίευμα. Διαδηλώσεις, πανό με το σύνθημα «Δεν είναι δικός μου πόλεμος. Οχι στην επιστράτευση», κάψιμο κλήσεων επιστράτευσης, κλείσιμο δρόμων για να εμποδιστεί η παράδοση κλήσεων κ.ά.
Συνολικά, 7.500 περίπου Ουκρανοί αντιμετωπίζουν ήδη ποινικές διώξεις επειδή αρνήθηκαν να επιστρατευτούν, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε το ουκρανικό υπουργείο Αμυνας στις 31 Γενάρη. Για τους ανυπότακτους προβλέπεται ποινή φυλάκισης 2 – 5 χρόνων.
Το πρόβλημα αναγκάζονται να αναγνωρίσουν πλέον κορυφαίοι ουκρανοί αξιωματούχοι. Ο εκπρόσωπος του ουκρανικού στρατού Βλαντίμιρ Ταλαλάι παραδέχτηκε στις 31 Γενάρη, σύμφωνα με το TASS, ότι «το τέταρτο κύμα επιστράτευσης είναι προβληματικό, με τις μεγαλύτερες δυσκολίες να σημειώνονται στις περιοχές Sumy και Kharkov (σ.σ. ανατολική Ουκρανία)και Cherkassy, Ternopol, Zakarpatye (σ.σ. δυτική Ουκρανία) και σε άλλες περιοχές». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο σύμβουλος του ουκρανού προέδρου, Γιούρι Μπιριούκοφ, επισήμανε ότι το πρόβλημα εμφανίζεται πρωτίστως στη δυτική Ουκρανία και ανέφερε ως παράδειγμα την περιοχή Ivano-Frankovsk (δυτική Ουκρανία), όπου το 57% όσων επρόκειτο να επιστρατευτούν δεν παρουσιάστηκε στα αρμόδια γραφεία και το 37% είχε φύγει από την Ουκρανία, ενώ στην περιοχή Ternopol, οι τοπικές αρχές σαμπόταραν την επιστράτευση και αρνήθηκαν να βοηθήσουν στη διανομή των κλήσεων. Ο ίδιος στο λογαριασμό του στο Facebook έγραψε «Ο ανυπότακτος είναι ένα δειλό ζώο. Με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια του, κρύβεται από την επιστράτευση, αλλάζει τον αριθμό τηλεφώνου του, μαζεύει τα πράγματά του και το σκάει για την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία ή την Πολωνία. Και κάθεται εκεί ευτυχισμένος που είναι τόσο έξυπνος».
Στο βαθμό που συμβαίνουν αυτά που αναφέρονται στα σχετικά ρεπορτάζ του TASS, ιδιαίτερα στη δυτική Ουκρανία, τη βάση του ουκρανικού εθνικισμού και την κοιτίδα των φασιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για την κυβέρνηση του Κιέβου.
Και επειδή, όπως φαίνεται, ούτε οι εκκλήσεις στον πατριωτισμό των Ουκρανών ούτε ο φόβος των ποινικών διώξεων και οι ποινές φυλάκισης φέρνουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, η κυβέρνηση του Κιέβου έβγαλε από τη φαρέτρα της ένα άλλο όπλο, το οικονομικό κίνητρο. Στις 29 Γενάρη, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας Βίκτωρ Μουζένκο ανακοίνωσε ότι οι στρατιώτες που υπηρετούν στη ζώνη των στρατιωτικών επιχειρήσεων της νοτιοανατολικής Ουκρανίας θα παίρνουν για κάθε μέρα υπηρεσίας 1.000 γρίβνα (περίπου 63 δολάρια) και μπόνους για την καταστροφή εξοπλισμού των αυτονομιστών ανταρτών. Συγκεκριμένα, για ένα κατεστραμμένο όχημα δέκα βασικούς μισθούς (περίπου 756 δολάρια), για ένα τανκ 3.000 δολάρια, για ένα εκτοξευτήρα ρουκετών GRAD 3.780 δολάρια και για ένα πολεμικό αεροπλάνο 7.623 δολάρια.