Σε νέα φάση περνά η αμερικάνικη στρατιωτική επέμβαση στην Υεμένη μετά την απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να δώσει το ελεύθερο, σύμφωνα με την «Ουάσιγκτον Ποστ» (26/4/12), να πραγματοποιεί στοχευμένες δολοφονίες με πυραύλους από τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη εναντίον στόχων, μόνο με βάση πληροφορίες ότι υπάρχουν ενδείξεις ύποπτης συμπεριφοράς», χωρίς να είναι γνωστή η ταυτότητα των προσώπων που στοχοποιούνται. Τρεις μέρες αργότερα, ο σύμβουλος του Λευκού Οίκου για την «αντιτρομοκρατία», Τζον Μπρέναν, επιβεβαίωσε το δημοσίευμα της «Ουάσιγκτον Ποστ» δηλώνοντας ότι πρόκειται για «νόμιμο» και «ηθικό» δικαίωμα, με στόχο «την αποτροπή τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον των ΗΠΑ και τη σωτηρία αμερικάνικων ζωών».
Η απόφαση αυτή σημαίνει ότι σε μεγάλα τμήματα της Υεμένης η CIA και η Κοινή Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων του Πενταγώνου αποκτούν το δικαίωμα να χτυπούν ελεύθερα οποιαδήποτε ομάδα ένοπλων θεωρήσουν ότι έχει ύποπτη συμπεριφορά. Σε μια χώρα που είναι γεμάτη όπλα, όπου όλοι σχεδόν οι άντρες οπλοφορούν, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές όπου οι φύλαρχοι έχουν περισσότερο τον έλεγχο παρά η κυβέρνηση. Μέχρι τώρα, σύμφωνα με την επίσημη τουλάχιστον εκδοχή, η CIA μπορούσε να επιλέγει συγκεκριμένους στόχους από μια λίστα εγκεκριμένη από τον Ομπάμα και να εκτοξεύει πυραύλους όταν αυτά τα άτομα εντοπίζονταν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την επίσημη πάντα εκδοχή, δολοφονήθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Ανουάρ αλ-Αουλάκι, αμερικάνος πολίτης υεμενικής καταγωγής, τον οποίο η κυβέρνηση Ομπάμα θεωρούσε ηγετικό στέλεχος της Αλ-Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, μαζί με έναν ακόμη αμερικάνο πολίτη, και δύο βδομάδες αργότερα ο ανήλικος γιος του Αουλάκι. Μετά τις δολοφονίες αυτές, ο Ομπάμα ισχυρίστηκε ότι έχει το δικαίωμα να δίνει εντολή να εκτελείται οποιοσδήποτε αμερικάνος πολίτης θεωρηθεί «μαχητής του εχθρού», χωρίς καμιά νόμιμη διαδικασία ή δικαστική διερεύνηση των πράξεών του.
Τώρα, οι βασικοί στόχοι των αμερικάνικων επιθέσεων είναι τρεις επαρχίες της νότιας Υεμένης, η Αμπιάν, η Σάμπουα και η Μπάιντα, οι οποίες εδώ και μερικά χρόνια στο μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Ακόμη και η αμερικάνικη κυβέρνηση παραδέχεται ότι στις επαρχίες αυτές οι περισσότεροι ένοπλοι είναι ντόπιοι, που είναι αντίθετοι στην κυβέρνηση της Σανάα και στη μακρόχρονη αμερικάνικη στρατιωτική βοήθεια και υποστήριξη στο δικτατορικό καθεστώς Σάλεχ.
Η κλιμάκωση των αμερικάνικων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη νότια Υεμένη γίνεται σε στενή συνεργασία με τη μεταβατική κυβέρνηση και το νέο πρόεδρο Μανσούρ Χάντι, πρώην αντιπρόεδρο του δικτάτορα Αλί Σάλεχ. Το Μάρτιο, ο αρχηγός του στρατού, πραγματοποίησε επίσκεψη στην Ουάσιγκτον, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, συζητήθηκε με αξιωματούχους του Πενταγώνου η αναδιοργάνωση και ο εξοπλισμός του κυβερνητικού στρατού, με στόχο όχι μόνο την εξόντωση των μαχητών του ισλαμικού κινήματος Ανσάρ αλ-Σαρία, αλλά και τη διάλυση των ένοπλων πολιτοφυλακών των τοπικών φυλάρχων. Εκτός από τις επιθέσεις της CIA με πυραύλους από τηλεκατευθυνόμενα αεροσκάφη, στο έδαφος της Υεμένης βρίσκονται επίσης αμερικάνοι σύμβουλοι, εκπαιδευτές και ομάδες των Ειδικών Δυνάμεων.
Η αμερικάνικη στρατιωτική επέμβαση τόσο στην Υεμένη όσο και απέναντι στη Σομαλία έχει πρωταρχικό στόχο τον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας θαλάσσιων δρόμων μέσω του Κόλπου του Αντεν και της Ερυθράς Θάλασσας για τη μεταφορά του πετρελαίου από τις χώρες του Περσικού Κόλπου. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα για τους Αμερικάνους και τους υποτακτικούς τους ούτε στην Υεμένη ούτε στη Σομαλία, γιατί οι αντίπαλοί τους είναι σκληρά καρύδια. Επίσης, στην Υεμένη το πολιτικό τοπίο παραμένει ρευστό στον απόηχο της λαϊκής εξέγερσης εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος Σάλεχ, ενώ οι αμερικάνικες επιθέσεις, με πολλά θύματα απλούς πολίτες και καταστροφές κατοικιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων, τροφοδοτούν από τη μια τα αντιαμερικάνικα αισθήματα του λαού και από την άλλη τη συμπάθεια προς τους ισλαμιστές μαχητές. Οπως αποκαλύπτει η τελευταία έκθεση του «Bureau of Investigative Journalism», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 29 Απριλίου, οι αμερικάνικες επιθέσεις στην Υεμένη αυξήθηκαν τον Απρίλιο και ξεπέρασαν τον αριθμό των επιθέσεων στις φυλετικές περιοχές του δυτικού Πακιστάν. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, 500 περίπου άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στη χώρα από τον περασμένο Μάιο από τέτοιες επιθέσεις, πολλοί από τους οποίους ήταν πολίτες.