Η νίκη του 49χρονου Μαουρίσιο Φούνες στις προεδρικές εκλογές που έγιναν στο Ελ Σαλβαδόρ την περασμένη Κυριακή μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να ακουστεί ότι αποτελεί νίκη της «Αριστεράς» κι ότι θα σηματοδοτήσει μια ριζικά διαφορετική πορεία της χώρας. Μπορεί ο Φούνες να ηγείται του FMLN (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης – Farabudo Marti), της θρυλικής αντάρτικης οργάνωσης που πήρε το όνομά της από τον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ελ Σαλβαδόρ, που σκοτώθηκε το 1932 κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης χωρικών, η οποία πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του ’80, πριν μετατραπεί σε νόμιμο πολιτικό κόμμα το 1992 (με τη λήξη του εμφυλίου), δεν αποτελεί όμως ούτε καρικατούρα αυτού που αντιπροσώπευε το FMLN τότε.
Γιατί ο Φούνες, που καμία σχέση δεν είχε ποτέ με το αντάρτικο (αντίθετα, υπήρξε σχολιαστής της ισπανόφωνης υπηρεσίας του CNN), έσπευσε από την πρώτη στιγμή να δηλώσει ότι προτεραιότητά του θα είναι η σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ και ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο στην συμφωνία «ελεύθερου εμπορίου» που προωθούν οι Αμερικάνοι, ενώ παρουσίασε ως πρότυπό του τον (επίσης «αριστερό») πρόεδρο της Βραζιλίας Λούλα Ντα Σίλβα (ναι, αυτόν που αγκαλιαζόταν με τον Μπους, όταν ο τελευταίος επισκεπτόταν τη Λατινική Αμερική, φορώντας… σοσιαλιστικό μανδύα).
Το ίδιο το FMLN έχει ενσωματωθεί στο αστικό σύστημα εξουσίας εδώ και 17 χρόνια, από τότε δηλαδή που κατέθεσε τα όπλα και «ενσωματώθηκε νομίμως στην κοινωνική και συνταγματική τάξη της χώρας» (όπως ανέφερε η αποστολή των παρατηρητών του ΟΗΕ τον Αύγουστο του 1993).
Αυτό που έγινε στο Σαλβαδόρ είναι μια απλή επανάληψη των όσων είδαμε να γίνονται στη Νικαράγουα και την Ουρουγουάη, με τη νίκη του ηγέτη των Σαντινίστας, Ντανιέλ Ορτέγα το 2007 και τη νίκη του συνασπισμού «αριστερών» κομμάτων Frente Ampilio (που περιελάμβανε στους κόλπους του πρώην αντάρτες Τουπαμάρος) το 2004. Ο Ορτέγα δεν κούνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι για να αντιταχθεί στα συμφέροντα του κεφαλαίου (άλλωστε, και στις εκλογές παρουσιάστηκε πιο δεξιός παρά ποτέ), ενώ ο συνασπισμός Frente Ampilio έστειλε στρατό για να βοηθήσει τους Αμερικάνους να νικήσουν στο Ιράκ και όρισε υπουργό Βιομηχανίας τον πρώην διευθυντή της Texaco στην Ουρουγουάη…
Τα αντάρτικα κινήματα των δεκαετιών του ’70 και του ’80, όσες αντιφάσεις κι αν είχαν στο εσωτερικό τους, αποτελούσαν μία μορφή αντίστασης στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα (των ΗΠΑ πρώτα απ’ όλα). Τώρα, που τα αντάρτικα αυτά έχουν οριστικά κλείσει τον ιστορικό τους κύκλο, τα κόμματα που εμφανίζονται ως επίγονοί τους παρουσιάζονται απλά σαν καρικατούρες ενός ριζοσπαστικού παρελθόντος, χωρίς να έχουν την παραμικρή σχέση μ’ αυτό. Δεν παίζουν κανέναν άλλο ρόλο, παρά αυτό των αναχωμάτων που έχει ανάγκη η εξουσία των καπιταλιστών για να προλάβει λαϊκές εξεγέρσεις, μιας και η δυσαρέσκεια πλατιών λαϊκών μαζών ολοένα και μεγαλώνει όσο βαθαίνει η κρίση.