Η επιστροφή της αυτοεξόριστης για 8 χρόνια, πρώην πρωθυπουργού, Μπεναζίρ Μπούτο στο Πακιστάν, στις 18 Οκτωβρίου, σημαδεύτηκε από λουτρό αίματος. Δύο απανωτές εκρήξεις βομβών, με στόχο την ίδια, προκάλεσαν το θάνατο 140 οπαδών της, που είχαν βγει στους δρόμους να την υποδεχτούν, και τον τραυματισμό εκατοντάδων, ανάμεσα στους οποίους και μέλη της συνοδείας της.
Το γεγονός αυτό αποτελεί αναμφίβολα κακό οιωνό για το αμερικανόπνευστο σχέδιο αντικατάστασης του στρατιωτικού καθεστώτος Μουσάραφ από αμερικανόφιλη κυβέρνηση, που θα προκύψει από τις βουλευτικές εκλογές που θα πραγματοποιηθούν στις αρχές της επόμενης χρονιάς, η οποία θα συστρατευτεί αποφασιστικά, χωρίς επιφυλάξεις και ταλαντεύσεις, στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στο εσωτερικό μέτωπο, ενάντια στον αναπτυσσόμενο ισλαμικό «εξτρεμισμό».
Η επιστροφή της Μπεναζίρ Μπούτο στο Πακιστάν είναι μέρος αυτού του σχεδίου, που άρχισε να υλοποιείται στις αρχές Οκτώβρη με την έκδοση ενός διατάγματος Εθνικής Συμφιλίωσης από το στρατηγό Μουσάραφ, με το οποίο απαλλάσονται όλοι οι νυν και πρώην βουλευτές από τις κατηγορίες για διαφθορά, ανάμεσα στους οποίους εξέχουσα θέση κατέχει η Μπούτο, η οποία κατηγορείται ότι τη δεκαετία του ’90, ως πρωθυπουργός, έκλεψε και κατέθεσε σε ελβετικές τράπεζες εκατομμύρια δολάρια (εφημερίδες της αντιπολίτευσης αποκάλυψαν ότι τα δηλωμένα περιουσιακά στοιχεία της ίδιας, του συζύγου και των παιδιών της ανέρχονται σε 1,5 δισ. δολάρια, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεών της σε ελβετικές τράπεζες, που έχουν παγώσει). Με το διάταγμα αυτό άνοιξε ο δρόμος για την υλοποίηση της συμφωνίας Μουσάραφ – Μπούτο, με βάση την οποία, ο Μουσάραφ θα παραμείνει πρόεδρος και η Μπούτο θα καταλάβει τον πρωθυπουργικό θώκο. Με την προϋπόθεση φυσικά ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν ομαλά και σύμφωνα με το σχέδιο του Λευκού Οίκου.
Μόνο που αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Γιατί η Μπεναζίρ Μπούτο μπορεί να διατηρεί κάποια πολιτική και εκλογική επιρροή, κληρονομιά από τον πατέρα της, το Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο, ο οποίος ανατράπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1977 και απαγχονίστηκε δύο χρόνια αργότερα στη φυλακή, αλλά έχει και πολλούς αντιπάλους και εχθρούς. Το γεγονός ότι προχώρησε σε συμμαχία με το μισητό από την πλειοψηφία των Πακιστανών στρατηγό Μουσάραφ για να επιστρέψει στην εξουσία, καθώς και οι προκλητικές φιλοαμερικάνικες θέσεις της έχουν στρέψει εναντίον της ακόμη και τα μεσαία στρώματα που θα μπορούσαν να τη δουν ως αποδεχτή διάδοχη του στρατιωτικού καθεστώτος πολιτική λύση.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας της, η ίδια απέδωσε την ευθύνη, εμμέσως πλην σαφώς, σε πυρήνες των Μυστικών Υπηρεσών. Το ζήτημα αυτό έγινε αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση Μουσάραφ, με την Μπεναζίρ Μπούτο να κατηγορεί την τελευταία ότι επιχειρεί τη συγκάλυψη των ενόχων και να ζητά να κληθούν ξένοι εμπειρογνώμονες για τη διερεύνηση της υπόθεσης και τον υπουργό Εσωτερικών να απορρίπτει κατηγορηματικά το αίτημά της.
Ομως οι πιο φανατικοί εχθροί της είναι οι Πακιστανοί Ταλιμπάν, που θεωρούν την επιστροφή της πραξικόπημα, οργανωμένο από το Λευκό Οίκο και τους συμμάχους του, με στόχο το κίνημά τους. Την κατηγορούν ότι είναι η μόνη πολιτικός της αντιπολίτευσης που υποστήριξε την επίθεση του στρατού στο Κόκκινο Τέμενος στην Ισλαμαμπάντ. Την κατηγορούν γιατί δήλωσε ότι θα επιτρέψει την εισβολή των αμερικάνικων στρατευμάτων στο έδαφος του Πακιστάν για την καταδίωξη του Οσάμα Μπιν Λάντεν, της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν. Την κατηγορούν, τέλος, γιατί δήλωσε ότι θα επιτρέψει στην Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας να ανακρίνει τον πυρηνικό επιστήμονα Dr A Q Khan, που κατηγορείται ότι έδωσε την πακιστανική πυρηνική τεχνολογία σε αντιδυτικές χώρες. Γι’ αυτό και θεωρήθηκαν από αρκετούς ύποπτοι για την απόπειρα δολοφονίας της Μπούτο.
Η πολύνεκρη επίθεση που σημάδεψε την επιστροφή της Μπεναζίρ Μπούτο στο Πακιστάν αποτελεί πλήγμα στα σχέδια της Ουάσιγκτον και οξύνει παραπέρα την πολιτική κρίση. Οι Αμερικάνοι θέλουν μια ισχυρή αμερικανόφιλη κυβέρνηση, με «λαϊκή εντολή», που θα πολεμήσει αποφασιστικά και αταλάντευτα τους Πακιστανούς Ταλιμπάν, θα χτυπήσει ανελέητα, από ξηρά και αέρα, τις δυνάμεις των τοπικών πολέμαρχων στις παραμεθόριες ημιαυτόνομες φυλετικές περιοχές και θα κλείσει το μέτωπο που έχει ανοίξει εκεί, για να σπάσει τη ραχοκοκκαλιά της αφγανικής αντίστασης, αποστερώντας την από τις εφεδρείες και τις βάσεις ανεφοδιασμού στο πακιστανικό έδαφος. Μόνο που οι στόχοι αυτοί δεν είναι καθόλου εύκολο να υλοποιηθούν. Το Πακιστάν δεν αποτελεί πλέον μέρος της λύσης του αφγανικού προβλήματος, αλλά μέρος του προβλήματος. Ακόμη και στην περίπτωση που το αμερικάνικο σχέδιο προχωρήσει, ο έντονος αντιαμερικανισμός και η εκρηκτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα θα κάνουν πολύ δύσκολη τη συμβίωση του εκλεκτού των Αμερικάνων δίδυμου και την επιβίωση της συμμαχίας τους.