Παραβιάζοντας κατάφωρα τόσο το αιγυπτιακό όσο και το διεθνές ποινικό δίκαιο, δικαστήριο στη νότια πόλη Μίνια, με πρόεδρο το Σαΐντ Γιούσεφ, επέβαλε στις 28 Απρίλη τη θανατική ποινή σε 683 φερόμενους ως οπαδούς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, μεταξύ των οποίων είναι και ο πνευματικός ηγέτης της Αδελφότητας Μοχάμεντ Μπαντί. Οι καταδικασθέντες κατηγορούνται για το λιντσάρισμα ενός αστυνομικού κατά τις επιθέσεις που ξέσπασαν σε αστυνομικά τμήματα στις 14 του περασμένου Αυγούστου, όταν έφτασε στο κυβερνείο της Μίνια η είδηση της πολύνεκρης εκκαθαριστικής επιχείρησης από το στρατό και την αστυνομία σε δύο καθιστικές διαμαρτυρίες στο Κάιρο οπαδών του ανατραπέντος από το στρατό προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι.
Με μια δικογραφία 6.000 σελίδων, η δίκη διήρκεσε μόλις 8 λεπτά, με αποχή των περισσότερων συνηγόρων και χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στους παρευρισκόμενους να υπερασπίσουν τους πελάτες τους και στους μάρτυρες υπεράσπισης να καταθέσουν, ενώ ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις είχαν περικυκλώσει το δικαστικό μέγαρο και αποκλείσει τους γύρω δρόμους, εμποδίζοντας τους συγγενείς και τους δημοσιογράφους να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία.
Παρόντες στη δίκη ήταν 77 από τους 683 κατηγορούμενους και οι υπόλοιποι καταδικάστηκαν ερήμην. Απών ήταν και ο Μοχάμεντ Μπαντί, ο οποίος τις μέρες αυτές δικάζεται από δικαστήριο του Καΐρου με 16 άλλους ηγέτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας με τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας και της υποκίνησης σε ανθρωποκτονία στις φονικές συγκρούσεις έξω από τα κεντρικά γραφεία της Αδελφότητας τον περασμένο Ιούνιο.
Η δικαστική απόφαση θα υποβληθεί στον Μεγάλο Μουφτή του Αλ Αζχάρ, τον θρησκευτικό ηγέτη της χώρας, η γνώμη του οποίου ωστόσο δεν είναι δεσμευτική, και θα επικυρωθεί στις 21 Μάη από το ίδιο δικαστήριο.
Την ίδια μέρα, σε μια ανάλογη αλλά ξεχωριστή υπόθεση, ο ίδιος δικαστής, ο Σαΐντ Γιούσεφ, ο οποίος είχε προκαλέσει διεθνή κατακραυγή από οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μετά την επιβολή, στις 24 Μάρτη, της θανατικής ποινής σε 528 κατηγορούμενους για το φόνο αστυνομικού και επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα στη νότια επαρχία Μίνια στις 14 Αυγούστου, επικύρωσε τη θανατική ποινή για 37 από τους 528 κατηγορούμενους και επέβαλε στους υπόλοιπους 25ετή ποινή φυλάκισης και πρόστιμο 20.000 αιγυπτιακών λιρών (2.060 ευρώ). Ωστόσο, ακόμη και οι 37 καταδίκες σε θανατική ποινή είναι υπερβολικά μεγάλος αριθμός για την Αίγυπτο. Φτάνει να σκεφτούμε ότι στη δίκη για τη δολοφονία το 1981 του προέδρου Ανουάρ Σαντάτ καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν μόνο πέντε κατηγορούμενοι. Και στις δύο υποθέσεις οι καταδικασθέντες έχουν δικαίωμα να κάνουν έφεση και να προσφύγουν σε ανώτερο δικαστήριο, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας υπέβαλε έφεση για όλες τις ποινές στην υπόθεση των 528.
Η μαζική επιβολή της θανατικής ποινής έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Δεκαοχτώ οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αίγυπτο με κοινή ανακοίνωσή τους καταδικάζουν τις αποφάσεις αυτές και καταγγέλλουν ότι «ο δικαστής Σαΐντ Γιούσεφ έχει ρεκόρ βαριών ποινών για όσους κατηγορούνται για πράξεις βίας εναντίον των δυνάμεων ασφάλειας», με πιο πρόσφατη, εκτός των άλλων, την καταδίκη 13 πολιτών σε 88 χρόνια φυλάκισης συνολικά, με την κατηγορία της εξέγερσης, και ταυτόχρονα την αθώωση όλων των αστυνομικών και των ασφαλιτών που κατηγορούνταν για τη δολοφονία διαδηλωτών κατά τη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης της 25ης Γενάρη. Ακόμη και κόμματα που υποστηρίζουν τη στρατιωτική χούντα και την υποψηφιότητα του στρατηγού Σίσι στις προεδρικές εκλογές στις 26 και 27 Μάη, όπως το κόμμα των Ελεύθερων Αιγυπτίων και το σαλαφιστικό Αλ Νουρ, έσπευσαν να εκφράσουν την αντίθεσή τους, ενώ έντονα επικριτικές ανακοινώσεις εκδόθηκαν επίσης από τον ΟΗΕ, τη Βρετανία, την Τουρκία και τις ΗΠΑ, με την εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζεν Ψάκι να καλεί την αιγυπτιακή κυβέρνηση «να διορθώσει την κατάσταση, να ακυρώσει αυτές τις δικαστικές αποφάσεις και να αναστείλει τις μελλοντικές μαζικές δίκες Αιγυπτίων».
Στα πλαίσια της ενορχηστρωμένης από τη στρατιωτική χούντα εκστρατείας καταστολής και εξόντωσης των πολιτικών της αντιπάλων και φίμωσης κάθε φωνής αντίδρασης και αντίστασης, το δικαστήριο του Καΐρου για Επείγουσες Υποθέσεις αποφάσισε στις 28 Απρίλη την απαγόρευση του «Κινήματος 6 Απρίλη» και το κλείσιμο των κεντρικών γραφείων του, ύστερα από αγωγή που κατατέθηκε από δικηγόρο σε βάρος του, με τον ισχυρισμό ότι «αμαυρώνει την εικόνα του αιγυπτιακού κράτους και συνωμοτεί εναντίον των εθνικών συμφερόντων της χώρας». Το «Κίνημα 6 Απρίλη» ιδρύθηκε το 2008, μετά το ξέσπασμα του μεγαλύτερου απεργιακού κύματος στην ιστορία της Αιγύπτου, στη βιομηχανική πόλη Μαχάλα, και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της λαϊκής εξέγερσης της 25ης Γενάρη. Δύο από τα ιδρυτικά του στελέχη, ο Αχμεντ Μαχέρ και ο Μοχάμεντ Αντέλ, καταδικάστηκαν τον περασμένο Δεκέμβρη σε τρίχρονη φυλάκιση και πρόστιμο 50.000 αιγυπτιακών λιρών (5.150 ευρώ), με τις κατηγορίες της συμμετοχής σε διαδήλωση χωρίς την άδεια της αστυνομίας και υποκίνηση σε εξέγερση.








