Πριν από ένα χρόνο, όταν το πετρέλαιο εκτινασσόταν πάνω από τα 50 δολάρια το βαρέλι, οι «ειδικοί» μας καθησύχαζαν ότι δεν θα πρέπει να ανησυχούμε καθώς η τιμή του απέχει πολύ απ’ αυτήν της εποχής του πετρελαϊκού εμπάργκο που αποφάσισαν οι αραβικές χώρες το 1973-74 και της ιρανικής επανάστασης του 1979. Θα πρέπει, έλεγαν, η τιμή να φτάσει στα 70 και τα 80 δολάρια το βαρέλι για να υπάρχει πρόβλημα. Και να που η τιμή του μαύρου χρυσού καλπάζει αχαλίνωτα ξεπερνώντας κι αυτό το φράγμα των 70 δολαρίων το βαρέλι με ορισμένους να προβλέπουν ότι θα φτάσει στα 100 δολάρια, ενώ οι εκπρόσωποι των πετρελαϊκών εταιριών υποστηρίζουν ότι απαιτούνται κάποια χρόνια ψηλών τιμών προκειμένου οι πετρελαϊκές εταιρίες να συσσωρεύσουν χρήματα για να κάνουν νέες επενδύσεις. Κι αυτό λέγεται ανερυθρίαστα τη στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι με τον τριπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια (για να μη μιλήσουμε για την αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία που το πετρέλαιο κυμαινόταν γύρω στα 10-15 δολάρια το βαρέλι) οι πετρελαϊκές εταιρίες κέρδισαν αμύθητα ποσά.
Μην ανησυχείτε όμως. Κάποιοι «ειδικοί» μας καθησυχάζουν ξανά, υποστηρίζοντας ότι η αύξηση της τιμής του πετρελαίου είναι σημάδι δύναμης και όχι αδυναμίας (μ’ αυτόν ακριβώς τον προκλητικό τίτλο δημοσιεύτηκε άρθρο της Junet Bush στον Independent της 14ης Αυγούστου). Αυτό άραγε δεν σημαίνει ότι υπάρχουν… περιθώρια για παραπέρα αύξηση των τιμών;
Η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου στα ύψη παρουσιάζεται πολλές φορές σαν να έχει λογική βάση. Είναι οι αυξημένες ανάγκες της Κίνας (της οποίας όντως η οικονομική ανάπτυξη απαιτεί πολύ περισσότερο πετρέλαιο σε σχέση με το παρελθόν), καθώς και οι πρόσφατες αναθεωρημένες προς τα πάνω εκτιμήσεις της ζήτησης στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τα φυσικά φαινόμενα και τις πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, που ωθούν στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Πόσο όμως αυτές οι υπαρκτές παράμετροι μπορούν να δικαιολογήσουν αυτή την απίστευτη εκτίναξη των τιμών;
Ας δούμε τι αναφέρει η τελευταία μηνιαία έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας (IEA) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Ξεκινάμε με την Κίνα: «Τα προκαταρκτικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η αύξηση της κινέζικης ζήτησης (σ.σ. πετρελαίου) ήταν πιο αδύναμη απ’ αυτή που αναμενόταν τον Ιούνιο και οι εκθέσεις της αγοράς υποδηλώνουν ότι δεν είναι πιθανό να παρουσιάσει ανάκαμψη τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο. Η κινέζικη ζήτηση μειώθηκε κατά περίπου 1.4% στο δεύτερο τρίμηνο του 2005 και η πρόβλεψη για την ετήσια αύξηση το 2005 αναθεωρήθηκε προς τα κάτω κατά 40 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα (-4.9%), στα 320 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα. Αυτή (σ.σ. η αύξηση της ζήτησης) είναι πιο κάτω (κατά 15.4%)από την αύξηση της ζήτησης των 860 χιλιάδων βαρελιών την ημέρα που σημειώθηκε το 2004. Η πτώση αυτή μπορεί να οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες που θα μπορούσαν να είναι προσωρινοί και συμπεριλαμβάνουν την κυβερνητική πολιτική τιμών που αποθαρρύνει τις εισαγωγές και τις πιθανές αλλαγές στα αποθέματα (που δεν απεικονίζονται στην αύξηση της ζήτησης που παρουσιάζεται)» (Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας – Μηνιαία Εκθεση της Αγοράς Πετρελαίου, 11 Αυγούστου 2005).
Ο κινέζικος γίγαντας καταναλώνει, λοιπόν, περισσότερο πετρέλαιο, όμως η αύξηση συγκρατήθηκε τον τελευταίο χρόνο, λέει η IEA. Και μάλιστα σε ένα ποσοστό διόλου ευκαταφρόνητο, της τάξης του 15% σε σχέση με πέρυσι.
Σε αντίστοιχα συμπεράσματα καταλήγει και η μηνιαία έκθεση του ΟΠΕΚ για τον Αύγουστο, που προβλέπει ετήσια αύξηση της ζήτησης πετρελαίου από την Κίνα γύρω στο 6% έναντι 16% πέρυσι. Παρολαυτά, η Κίνα δεν παύει να παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους καταναλωτές πετρελαίου στον κόσμο, με ζήτηση 6.7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, αριθμός που ισοδυναμεί με πάνω από το 70% της παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας (που είναι και η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του κόσμου). Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι και η ίδια η Κίνα παράγει πετρέλαιο (σε ποσότητες που ξεπερνούν το 90% της παραγωγής π.χ του Ιράν ή του Μεξικού, δηλαδή μεγάλων πετρελαιοπαραγωγών χωρών), καλύπτοντας πάνω απ’ το μισό της ζήτησης με τη ντόπια παραγωγή.
Τί γίνεται, όμως, με το μεγαλύτερο καταναλωτή πετρελαίου στον κόσμο, τις ΗΠΑ; Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας, «θα πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη τις προς τα πάνω αναθεωρήσεις των δεδομένων της ζήτησης (σ.σ. πετρελαίου) στις ΗΠΑ, η αύξηση της αμερικάνικης ζήτησης εμφανίζεται να αδυνατίζει στο πρώτο μισό του 2005. Η ζήτηση του πρώτου τριμήνου του 2005 αυξήθηκε κατά 1% έναντι 2.8% της ίδιας περιόδου του 2004. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι η αύξηση στο δεύτερο τρίμηνο του 2005 θα είναι επίπεδη (0%), πολύ κάτω από την αύξηση του 4.3% που παρουσιάστηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2004. Αυτά είναι συμβατά με άλλους δείκτες της αύξησης της πετρελαϊκής ζήτησης, που επίσης δείχνουν κάποια επιβράδυνση της ζήτησης. Για παράδειγμα, στο πρώτο μισό του 2005 ο δείκτης του τονάζ του Αμερικάνικου Συνδέσμου Φορτηγών ήταν κατά 2.7% μεγαλύτερος από το 2004, κάτω από την πρόβλεψη του 3% με 3.5%. Τον Ιούνιο του 2005 το τονάζ των φορτηγών ήταν μόλις 0.3% πάνω από του Ιούνη του 2004».
Επομένως, ούτε οι ΗΠΑ εμφανίζονται να απαιτούν κάποια ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση για να δικαιολογηθεί αυτή η αύξηση των τιμών. Αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου στο δεύτερο τρίμηνο του 2005 ήταν κατά 2.7 εκατ. βαρέλια την ημέρα μεγαλύτερη απ΄ τη ζήτηση, ενώ τα παγκόσμια αποθέματα συνεχίζουν να αυξάνονται το τελευταίο διάστημα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που γίνεται σήμερα με το πετρέλαιο δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια προκλητική κερδοσκοπία, μια πρωτοφανής λεηλασία των εισοδημάτων των εργαζόμενων καταναλωτών από μέρους των πετρελαϊκών εταιριών και των διαφόρων απρόσωπων καπιταλιστικών ομίλων που «παίζουν» στο χρηματιστήριο του πετρελαίου. Πράγμα που παραδέχτηκε έμμεσα κι ο ίδιος ο πρόεδρος του ΟΠΕΚ (και υπουργός Πετρελαίου του Κουβέιτ, Σείχης Αχμάντ Αλ Σαμπάχ), υποστηρίζοντας ότι αυτές οι τιμές δεν ανταποκρίνονται στα δεδομένα της αγοράς. Στο μεσαίωνα οι πρίγκιπες και οι φεουδάρχες χρησιμοποιούσαν το σπαθί για να λεηλατήσουν, σήμερα τα επονομαζόμενα «hedge funds» φουσκώνουν τις τιμές κατά βούληση ποντάροντας πάνω στο μπαμπούλα της αύξησης της ζήτησης στην Κίνα και τις ΗΠΑ καθώς και στα διάφορα καταστροφικά φαινόμενα της φύσης (όπως ο τυφώνας «Κατρίνα») και τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή.