Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Την περασμένη Κυριακή βρέθηκαν νεκροί με μια σφαίρα στο κεφάλι 49 ιρακινοί στρατιώτες. Είχαν αναχωρήσει από μια βάση εκπαίδευσης που διοικείται από τους Αμερικάνους έξω από την πόλη Μαντάλι στο ανατολικό Ιράκ, κοντά στα σύνορα με το Ιράν, και πήγαιναν στα σπίτια τους. Ηταν άοπλοι και φορούσαν πολιτικά. Κοντά στη Μπακούμπα τους σταμάτησαν αντάρτες ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα σε ένα ψεύτικο φυλάκιο ελέγχου που είχαν στήσει. Πυροβόλησαν τα λάστιχα των μίνι – μπας που τους μετέφεραν και ανατίναξαν με οπλοβομβίδες τις μηχανές των δύο πρώτων. Διέταξαν τους στρατιώτες να μπουν σε σειρές ανά δώδεκα, να βγάλουν τα παπούτσια τους, να ξαπλώσουν μπρούμητα στο έδαφος και στη συνέχεια τους εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι.
Είναι η πρώτη φορά που πραγματοποιείται μια τέτοια επιχείρηση με τόσα πολλά θύματα. Γι αυτό και επισκίασε τις υπόλοιπες επιθέσεις των τελευταίων ημερών, οι οποίες σημειωτέον έχουν αυξηθεί κατά 25% από τότε που άρχισε το ραμαζάνι. Η δήλωση του διοικητή της Ιρακινής Εθνοφρουράς είναι χαρακτηριστική: «Αυτοί οι άνθρωποι εκτελέστηκαν. Αυτό έγινε για παραδειγματισμό. Οι αντάρτες μπορούσαν να επιτεθούν στα λεωφορεία και να τους σκοτώσουν. Αλλά ήθελαν να στείλουν έναν μήνυμα». Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η σημασία της επιχείρησης αυτής.
Κατ’ αρχάς, αποκαλύπτει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Αμερικάνοι στη διαδικασία συγκρότησης μιας ιρακινής δύναμης ικανής να αναλάβει το ρόλο των δυνάμεων κατοχής όταν οι τελευταίες αποσυρθούν. Αποτελεί εκ των πραγμάτων επίδειξη της αυξανόμενης δύναμης και αυτοπεποίθησης των ανταρτών. Αφήνει βάσιμες υπόνοιες για διείσδυση και διασυνδέσεις των ανταρτών στο μηχανισμό των ιρακινών δυνάμεων Ασφάλειας, γιατί δεν μπορούσε να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί χωρίς ακριβείς πληροφορίες από τα μέσα μια τέτοια επιχείρηση. Αλλωστε, ο ίδιος ο ιρακινός πρωθυπουργός αποκάλυψε ότι τουλάχιστον 5% του μηχανισμού αυτού αποτελείται από αντάρτες ή συμπαθούντες της αντίστασης, γεγονός για το οποίο θεωρεί ότι ευθύνονται οι Αμερικάνοι, γιατί προχώρησαν σε βιαστική και απρόσεκτη στρατολόγηση.
Και το σημαντικότερο. Η επιχείρηση αυτή και συνολικά οι επιθέσεις εναντίον ιρακινών στρατιωτικών και αστυνομικών στόχων (βάσεις εκπαίδευσης, αστυνομικά τμήματα, περίπολα κ.ά.) δεν αποσκοπούν μόνο στην παραδειγματική τιμωρία συνεργατών των δυνάμεων κατοχής. Υπονομεύουν τον κεντρικό στόχο της αμερικάνικης στρατηγικής, τη συγκρότηση ιρακινών δυνάμεων καταστολής και τη διενέργεια πάση θυσία εκλογών για να προχωρήσει η διαδικασία ιρακινοποίησης της κατοχής. Υπολογίζεται ότι από τις επιθέσεις των ανταρτών έχουν σκοτωθεί μέχρι τώρα τουλάχιστον 1000 αστυνομικοί και στρατιώτες, εκτός από εκείνους που έχουν σκοτωθεί ενώ περίμεναν στην ουρά έξω από τα κέντρα στρατολόγησης.
Καθώς οι επιθέσεις των ανταρτών κλιμακώνονται, ιρακινοί πολιτικοί, ανάμεσά τους και μέλη της κυβέρνησης, έχουν αρχίσει να εκφράζουν ανοιχτά αμφιβολίες για τη δυνατότητα πραγματοποίησης των προγραμματισμένων για τις αρχές Γενάρη εκλογών. Αλλωστε, ο ΟΗΕ, που υποτίθεται ότι έχει αναλάβει να παίξει το βασικό ρόλο στην διοργάνωση των εκλογών, διαθέτει αυτή τη στιγμή λιγότερα από 40 άτομα προσωπικό στη χώρα, ενώ έχουν αποτύχει οι προσπάθειες να πειστούν οι χώρες μέλη του ΟΗΕ να στείλουν στρατεύματα για την προστασία του προσωπικού, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός του.
Αποκαλυπτικότατη για την κατάσταση που επικρατεί στον ιρακινό στρατό, την αστυνομία και την εθνοφρουρά είναι και μια πρόσφατη έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών με έδρα την Ουάσιγκτον, αποσπάσματα της οποίας παραθέτει σχετικό άρθρο του BBC (25/10/04).
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, στα χαρτιά, οι ιρακινές μονάδες του στρατού, της εθνοφρουράς, της αστυνομίας και της συνοροφυλακής φτάνουν τους 170.000 άντρες, όμως στην πραγματικότητα ο ετοιμοπόλεμος πυρήνας είναι μόνο 6.000 άντρες. Επισημαίνει ότι η χρηματοδότηση, η εκπαίδευση και ο εξοπλισμός των ιρακινών δυνάμεων πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα, για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την εξέγερση και ότι, παρόλο που η εκπαίδευση επιταχύνεται, η πρόοδος είναι πολύ αργή για να υπάρχουν αρκετές δυνάμεις που θα εγγυηθούν την ασφάλεια για τις εκλογές του Γενάρη. Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει ότι «και οι πιο ετοιμοπόλεμες ιρακινές δυνάμεις ασφάλειας θα αποτύχουν, αν η τεράστια πλειοψηφία του ιρακινού λαού αισθάνεται ότι υπηρετούν μια παράνομη κυβέρνηση και ότι είναι όργανο των αμερικάνων “κατακτητών” και των συμμάχων τους». Μεταξύ των προβλημάτων που εντοπίζει είναι η απειρία και το στρες των οπλιτών, με αποτέλεσμα να μην πολεμούν ή να λιποτακτούν, η διείσδυση στο μηχανισμό ανταρτών, η βραδύτητα της εκπαίδευσης και η έλλειψη εξοπλισμού.