Την περασμένη Δευτέρα, 22 του Φλεβάρη, ανακοινώθηκε ότι ο Πούτιν και ο Ομπάμα κατέληξαν σε συμφωνία για τους όρους προσωρινής παύσης των εχθροπραξιών το Σάββατο 27 Φλεβάρη. Από τη συμφωνία εξαιρούνται το ISIS, το Μέτωπο αλ-Νούσρα και όσες οργανώσεις χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές» από τον ΟΗΕ, εναντίον των οποίων θα συνεχιστούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί από τη Συρία, τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Επίσης, η συμφωνία προβλέπει τη λειτουργία ανοιχτής γραμμής επικοινωνίας για την ανταλλαγή πληροφοριών για τον πόλεμο στη Συρία μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, καθώς και τη συγκρότηση, αν κριθεί αναγκαίο, μιας ομάδας εργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών μετά την παύση των εχθροπραξιών. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της προσωρινής κατάπαυσης του πυρός δεν έχουν γνωστοποιηθεί τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, ενώ έχει δοθεί προθεσμία προς τις εμπλεκόμενες πλευρές να ανακοινώσουν μέχρι τις 26 Φλεβάρη αν αποδέχονται τη συμφωνία παύσης των εχθροπραξιών..
Στην πραγματικότητα, η συμφωνία Πούτιν-Ομπάμα της 22ης Φλεβάρη δεν προσθέτει κάτι καινούργιο στη συμφωνία του Μονάχου, στην οποία κατέληξαν στις 12 Φλεβάρη οι 22 χώρες – μέλη της «Διεθνούς Ομάδας Υποστήριξης στη Συρία» , μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία, η Τουρκία, το Ιράν και αραβικές χώρες. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, κατά την εκτίμησή μας, η συμφωνία Πούτιν-Ομπάμα έχει πρωτίστως πολιτική σημασία, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα με πολλούς αποδέκτες για το ποιοι είναι αυτοί που καθορίζουν και επιβάλλουν τους όρους.
Στις 24 Φλεβάρη, ο σαουδάραβας βασιλιάς Σαλμάν σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Πούτιν καλωσόρισε τη συμφωνία Πούτιν-Ομπάμα και ανακοίνωσε την ετοιμότητά του να συνεργαστεί με τη Ρωσία για την εφαρμογή της κατάπαυσης του πυρός. Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι χθες η Σαουδική Αραβία, η οποία έχει προχωρήσει σε στενή στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία, επαναλάμβανε ότι είναι έτοιμη για χερσαία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία εναντίον του ISIS.
Η Δαμασκός αποδέχεται φυσικά τη συμφωνία επισημαίνοντας ότι για να μην μείνει στα χαρτιά πρέπει να κλείσουν τα σύνορα, να σταματήσει η ξένη βοήθεια προς τους αντάρτες και να μην τους επιτραπεί να ενισχυθούν ή να αλλάξουν τις θέσεις τους.
Στις 24 Φλεβάρη, εκπρόσωπος της «Υψηλής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων», που αντιπροσωπεύει την αντιπολίτευση και υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία, χαρακτήρισε θετικό βήμα την κατάπαυση του πυρός και ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή θα πάρει μέρος στον επόμενο γύρο των διαπραγματεύσεων. Δύο μέρες νωρίτερα, λίγο μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας Πούτιν-Ομπάμα, εκπρόσωπος της προαναφερθείσας επιτροπής είχε δηλώσει ότι όρος για την αποδοχή της συμφωνίας παύσης των εχθροπραξιών είναι ο τερματισμός του αποκλεισμού των περιοχών που ελέγχονται από τους αντάρτες, η ελεύθερη πρόσβαση για ανθρωπιστική βοήθεια, η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων από το καθεστώς Ασαντ και η παύση των βομβαρδισμών εναντίον πολιτών. Εχει σημασία να υπενθυμίσουμε ότι οι ίδιοι όροι είχαν τεθεί από την αντιπολίτευση προκειμένου να πάρει μέρος στον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων στις αρχές Φλεβάρη στη Γενεύη, με αποτέλεσμα ο γύρος αυτός να μην ξεκινήσει ποτέ.
Ο τούρκος πρωθυπουργός εξέφρασε την απαισιοδοξία του για τη δυνατότητα εφαρμογής της συμφωνίας, ενώ ο Ερντογάν δήλωσε στις 24 Φλεβάρη ότι από τη συμφωνία παύσης των εχθροπραξιών πρέπει να εξαιρεθεί και η πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας, οι «Δυνάμεις Λαϊκής Προστασίας» (YPG), που σημαίνει ότι η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει τις επιθέσεις εναντίον τους στο έδαφος της Συρίας.
Οι ομάδες των ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία εξέφρασαν αμφιβολίες για την εφαρμογή της συμφωνίας, επειδή θεωρούν ότι η εξαίρεση του ISIS και του Νούσρα θα δώσει το πρόσχημα στο συριακό στρατό και στη Ρωσία να συνεχίσουν τις επιθέσεις εναντίον τους, καθώς οι μαχητές τους είναι διασκορπισμένοι σε πολλές περιοχές που ελέγχονται από τους αντάρτες. Ειδικά η εξαίρεση του Μετώπου αλ-Νούσρα θεωρείται μεγάλο πρόβλημα, γιατί οι υπόλοιπες ένοπλες ομάδες συνεργάζονται μαζί του περιστασιακά ή σταθερά σε διάφορα μέτωπα.
Σύμπτωση συμφερόντων
Είναι φανερό ότι η συμφωνία παύσης των εχθροπραξιών ευνοεί τη Ρωσία, γιατί την αφήνει ουσιαστικά ελεύθερη να συνεχίσει τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, παριστάνοντας ταυτόχρονα τον υπέρμαχο του τερματισμού του πολέμου διά της διπλωματικής οδού. Ομως, σ’ αυτή τη φάση εξυπηρετεί και την Ουάσιγκτον. Για πολλούς λόγους. Γιατί δε θέλει ούτε χερσαία στρατιωτική επέμβαση ούτε κλιμάκωση του πολέμου στη Συρία και της έντασης με τη Ρωσία. Γιατί οι ευρωπαίοι εταίροι της πιέζουν να περιοριστούν οι πρωτοφανείς μεταπολεμικά προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, οι οποίες έχουν καταστεί μη διαχειρίσιμες και δημιουργούν σοβαρά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί μετά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας ο συσχετισμός δυνάμεων φαίνεται να κλίνει αποφασιστικά υπέρ του καθεστώτος Ασαντ και των συμμάχων του, ενώ οι αποκαλούμενοι «μετριοπαθείς» αντάρτες, τους οποίους υποστηρίζουν οι ΗΠΑ, οι δυτικοί εταίροι τους, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η Τουρκία, είναι φανερό ότι έχουν αποδυναμωθεί και δεν μπορούν να πετύχουν την ανατροπή του Ασαντ και να κερδίσουν τον πόλεμο.
Σχετικά με το τελευταίο, ιδιαίτερα εύστοχες είναι οι επισημάνσεις ρεπορτάζ του Associated Press στις 23 Φλεβάρη (Despite skepticism, Syrian truce may have a chance), το οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Οι αντάρτες έχουν ξεριζωθεί και πολιορκούνται σε μια σειρά τοποθεσίες-κλειδιά τους τελευταίους μήνες. Δεκάδες διοικητές τους έχουν σκοτωθεί. Και το σημαντικότερο. Οι φιλοκαθεστωτικές δυνάμεις υποστηριζόμενες από τη ρωσική αεροπορία κοντεύουν να περικυκλώσουν τους αντάρτες στο σημαντικότερο προπύργιό τους, στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Η δυνατότητα εφοδιασμού τους με μαχητές και όπλα από την Τουρκία έχει σχεδόν στερέψει».
«Οι κουρδικές δυνάμεις έχουν εκκαθαρίσει πρόσφατα περισσότερα από 10 χιλιόμετρα εδάφους που ελέγχονταν από τους αντάρτες βόρεια του Χαλεπιού και βρίσκονται κοντά σε δύο προπύργια των ανταρτών, τις πόλεις Μαρέα ανατολικά και Αζάζ βόρεια κοντά στα τουρκικά σύνορα».
«Είναι φανερό ότι οι αμερικάνοι και οι ευρωπαίοι υποστηρικτές των ανταρτών δεν επιθυμούν πλέον να τους υποστηρίζουν για να κερδίσουν τον πόλεμο. Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να προσπαθήσουν να τους βοηθήσουν να πετύχουν καλύτερους όρους σε μια συμφωνία, δήλωσε ο Ράντα Σλιμ από το Middle East Institute με έδρα την Ουάσιγκτον».
«Αν συνεχιστεί ο πόλεμος, πολλοί αντάρτες είτε θα καταθέσουν τα όπλα είτε θα διαφύγουν για να ενωθούν με ομάδες τζιχαντιστών, όπως το ISIS και το Μέτωπο Νούσρα».
Η στάση της κυβέρνησης Ερντογάν
Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στη στάση της κυβέρνησης Ερντογάν, η εξωτερική πολιτικής της οποίας στον πόλεμο της Συρίας έχει καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία. Αρχικά ο στόχος της ήταν η ανατροπή του Ασαντ και για το σκοπό αυτό άνοιξε τα σύνορά της υποστηρίζοντας την ένοπλη αντιπολίτευση κάθε απόχρωσης.
Οταν έγινε φανερό ότι οι δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας επεκτείνονται εδαφικά και ενισχύονται πολιτικά με την υποστήριξη του Λευκού Οίκου, ξεκίνησε κανονικό πόλεμο εναντίον του ΡΚΚ και του κουρδικού πληθυσμού στη νοτιοανατολική Τουρκία, βάζοντας ταυτόχρονα στο στόχαστρο τους Κούρδους της Συρίας, τις επιτυχίες των οποίων θεωρεί απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.
Επί μήνες προσπαθεί να πείσει το Λευκό Οίκο να χαρακτηρίσει την πολιτοφυλακή τους, τις «Δυνάμεις Λαϊκής Προστασίας» (YPG), «τρομοκρατική οργάνωση», κατάφερε να επιβάλει τον αποκλεισμό τους από τον τελευταίο γύρο των διαπραγματεύσεων της Γενεύης στις αρχές Φλεβάρη και τέλος ξεκίνησε τις επιθέσεις εναντίον τους, όταν οι δυνάμεις τους άρχισαν να προελαύνουν προς τα σύνορά της πλησιάζοντας τη συνοριακή στρατηγική πόλη Αζάζ. Ακολούθησαν οι απειλές για χερσαία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία εναντίον των Κούρδων και η πρόταση για δημιουργία ασφαλούς ζώνης σε βάθος τουλάχιστον 10 χλμ στο έδαφος της Συρίας, που θα περιλαμβάνει και την πόλη Αζάζ, με πρόσχημα την προστασία των προσφύγων, αλλά στην ουσία για να κρατήσει τους Κούρδους μακριά από τα σύνορά της.
Επειδή ο Λευκός Οίκος συνέχισε να κωφεύει, η κυβέρνηση Ερντογάν χρησιμοποίησε την επίθεση αυτοκτονίας στην Αγκυρα στις 18 Φλεβάρη εναντίον λεωφορείων που μετέφεραν στρατιώτες. Μέσα σε ελάχιστες ώρες, οι τουρκικές αρχές «ταυτοποίησαν» ως Κούρδο από τη Συρία, με το όνομα Σαλίχ Νεκάρ, το δράστη της επίθεσης, που προκάλεσε το θάνατο 29 και τον τραυματισμό δεκάδων, στην πλειοψηφία στρατιωτικών. Ο δράστης υποτίθεται ότι έδρασε για λογαριασμό της πολιτοφυλακής των Κούρδων της Συρίας (YPG) σε συνεργασία με το ΡΚΚ. Παρόλο που η πολιτοφυλακή YPG αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή στην επίθεση, ακολούθησε βομβαρδισμός δηλώσεων από τους Ερντογάν και Νταβούτογλου, που απαιτούσαν από την Ουάσιγκτον και τους δυτικούς εταίρους τους να χαρακτηρίσουν επιτέλους τις οργανώσεις των Κούρδων της Συρίας, το «Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης» (PYD) και την πολιτοφυλακή YPG, «τρομοκρατικές οργανώσεις». Μάταια. Ο Λευκός Οίκος και πάλι κράτησε αποστάσεις επικαλούμενος έλλειψη στοιχείων.
Η θέση της κυβέρνησης Ερντογάν δεν άλλαξε ακόμη και όταν την ευθύνη της επίθεσης ανέλαβαν τα «Γεράκια της Ελευθερίας του Κουρδιστάν», που έχουν αποσχιστεί από το ΡΚΚ, κατονομάζοντας το δράστη ως τούρκο πολίτη, με καταγωγή από την πόλη Βαν της ανατολικής Τουρκίας, με το όνομα Αμπντουλμπακί Σομέρ, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την εισαγγελική έρευνα. Αποστάσεις από τη συγκεκριμένη πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν έχει κρατήσει και το ΝΑΤΟ, που την έχει προειδοποιήσει ότι δε θα της προσφέρει τη στήριξή του σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία.
Είναι προφανές ότι η συμφωνία Πούτιν-Ομπάμα βάζει πάγο στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία είναι βέβαιο ότι δε θα τολμήσει να επιχειρήσει χερσαία επίθεση στη Συρία κόντρα σε ΗΠΑ και Ρωσία, ούτε και να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς εναντίον των Κούρδων της Συρίας, παρά μόνο για να τους χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να εξασφαλίσει κάποιες δεσμεύσεις για τα συμφέροντά της.