Δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους πολλών ιταλικών πόλεων την περασμένη Παρασκευή, ημέρα γενικής απεργίας. Ηταν μία ακόμα από τις απεργίες που εδώ και βδομάδες επαναλαμβάνονται σε πολλές ιταλικές πόλεις, καθώς οι διαδηλωτές διαμαρτύρονται για τις μεταρρυθμίσεις Ρέντσι στα εργασιακά, την εκπαίδευση και τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών.
Στην Πάντοβα, οι συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας οδήγησαν σε τραυματισμούς αρκετών διαδηλωτών και τεσσάρων αστυνομικών. Στην Πίζα, η αστυνομία επιτέθηκε στους διαδηλωτές που βρίσκονταν έξω από τον πύργο, ενώ στη Ρώμη ομάδα εργατών ανέβηκε στο Κολοσσαίο και κρέμασε πανό. Στη Νάπολη έγιναν αποκλεισμοί δρόμων, ενώ στο Μιλάνο έπεσαν πυροτεχνήματα και καπνογόνα μπροστά σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος. Στο Μιλάνο, φοιτητές με κόκκινα κράνη επεχείρησαν να σπάσουν τον κλοιό της αστυνομίας που τους επιτέθηκε με δακρυγόνα και γκλομπ. Γιατί όμως όλος αυτός ο ντόρος;
Στα πρότυπα Γερμανίας και ΗΠΑ
Πέρα από την αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επιτρέπει στους καπιταλιστές να επενδύουν στα σχολεία και τους διευθυντές να μετατρέπονται σε μάνατζερ, η κυβέρνηση Ρέντσι θέλει να ανατρέψει το εργασιακό δίκαιο που ισχύει στη χώρα, σε καθαρά αντεργατική κατεύθυνση.
Η ουσία των μεταρρυθμίσεων Ρέντσι στα εργασιακά βρίσκεται σε αυτό που έχει πολιτογραφηθεί με τον όρο «ευελφάλεια», που υποτίθεται ότι συνδυάζει την «ευελιξία» και την «ασφάλεια» στην αγορά εργασίας. Δύο όρους που αλληλοαποκλείονται, γι’ αυτό και η «ευελφάλεια» δεν είναι παρά η πλήρης αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων, με πρόσχημα (τι άλλο;) την «καταπολέμηση» της ανεργίας.
Αυτό έκανε και ο Ρέντσι. Με πρόσχημα τη μείωση της ανεργίας (που για τους νέους εργαζόμενους έχει αγγίξει το 43%), ο Ρέντσι επιχειρεί να αναδιαρθρώσει τις εργασιακές σχέσεις με στόχο τη δημιουργία μίας δεξαμενής εργατών που θα εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, με εξευτελιστικά μεροκάματα φυσικά. Γι’ αυτό και τον κατηγορούν ότι επιχειρεί να δημιουργήσει αντίστοιχα εργασιακά συστήματα με αυτά της Γερμανίας, όπως των mini jobs, βάσει των οποίων γύρω στα επτά εκατομμύρια εργαζόμενοι δουλεύουν με 400 ευρώ το μήνα, χωρίς δικαιώματα.
Εμπόδιο στην πλήρη αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων είναι το άρθρο 18 του ιταλικού εργατικού δικαίου, που ισχύει από τη δεκαετία του ’70. Το άρθρο αυτό προστατεύει από απόλυση τους εργάτες που έχουν συμβάσεις αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις με πάνω από 15 εργαζόμενους, επιβάλλοντας την επαναπρόσληψη όσων απολύθηκαν άδικα, αν αυτό αποδειχτεί στα δικαστήρια, και την αποζημίωσή τους που ισοδυναμεί με 12 μισθούς.
Η αναμόρφωση του άρθρου 18, σύμφωνα με το νόμο 92/2012 των Μόντι-Φορνέρο, που ψηφίστηκε στις 27 Ιούνη του 2012 από το ιταλικό κοινοβούλιο, έδωσε τη δυνατότητα στους καπιταλιστές να απολύουν «για οικονομικούς λόγους» και οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να διεκδικήσουν την επαναπρόσληψή τους, ακόμα κι αν τα δικαστήρια κρίνουν ότι η απόλυση δεν είναι δικαιολογημένη, αλλά υπάρχουν οικονομικοί λόγοι που οδηγούν την επιχείρηση σε μείωση προσωπικού. Στην περίπτωση, αυτή σύμφωνα με το αναμορφωμένο άρθρο 18, οι καπιταλιστές υποχρεώνονται να πληρώσουν μόνο την αποζημίωση που κυμαίνεται μεταξύ 12 και 24 μισθών. Ομως αυτό δεν κρίθηκε αρκετό από τους καπιταλιστές που θέλουν να απολύουν ασύστολα και τζάμπα.
Στις προσταγές των καπιταλιστών
Γι’ αυτό και ο Ρέντσι έσπευσε να πάρει μέτρα για να τους ικανοποιήσει περισσότερο, καταργώντας το άρθρο 18 για τους νεοπροσλαμβανόμενους, σύμφωνα με το νέο νόμο (Jobs Act) που ψηφίστηκε από την ιταλική Γερουσία στις 8 Οκτώβρη. Μετά από πολλές αντιδράσεις, ο νόμος τροποποιήθηκε λίγο από την επιτροπή εργατικών θεμάτων της Κάτω Βουλής. Σύμφωνα με την τροποποίηση αυτή που ψηφίστηκε την περασμένη Τρίτη (18/11), οι εργαζόμενοι αυτοί θα προστατεύονται από απόλυση μόνο σε ακραίες περιπτώσεις απόλυσης λόγω διακρίσεων (π.χ. φυλετικών ή άλλων).
Ταυτόχρονα, με πρόσχημα την «απλοποίηση» των εργασιακών σχέσεων, ο νέος νόμος προβλέπει την επέκταση των συμβάσεων έργου χωρίς αιτιολόγηση της αναγκαιότητάς τους από τους καπιταλιστές, σε τρία χρόνια αντί ενός που ίσχυε μέχρι σήμερα. Μέχρι σήμερα, οι καπιταλιστές μπορούσαν να προσλαμβάνουν εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για χρονικό διάστημα τριών ετών, αρκεί να το αιτιολογούσαν βάσει των παραγωγικών τους αναγκών, αν ο εργαζόμενος σε τέτοια σύμβαση δούλευε πάνω από ένα χρόνο στην εταιρία. Τώρα, δε θα χρειάζεται να προβούν σε οποιαδήποτε αιτιολόγηση για τρία χρόνια. Σε αυτό το χρονικό διάστημα θα μπορούν να ανανεώνουν τις συμβάσεις μέχρι πέντε φορές.
Με τις ευλογίες των οικονομολόγων του κεφαλαίου
Οι αντεργατικές μεταρρυθμίσεις ήταν αναμενόμενο να αγκαλιαστούν από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς της κεφαλαιοκρατίας. Πρώτο το ΔΝΤ χαιρέτισε τις μεταρρυθμίσεις που γίνονται στο όνομα των «απλοποιημένων εργατικών συμβάσεων με σταδιακή προστασία» (ανάλογη των χρόνων εργασίας) για την «αποκέντρωση» των μισθολογικών ρυθμίσεων σε επίπεδο επιχείρησης και τη σύνδεση με την παραγωγικότητα (δελτίο τύπου 14/430 https://www.imf.org/external/np/sec/pr/2014/pr14430.htm). Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία συνεχάρη τον Ρέντσι για την υπερψήφιση του νόμου στην ιταλική Γερουσία, λέγοντας ότι ο νέος νόμος «θα βελτιώσει τη λειτουργία της ιταλικής αγοράς εργασίας» και θα ανοίξει το δρόμο για «μια πιο δυναμική ανάπτυξη» η οποία «θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα μειώσει την ανεργία» (https://www.oecd.org/about/secretary-general/gurria-congratulates-italy-on-new-jobs-act-bill.htm). Πώς θα γίνει αυτό; Οταν οι καπιταλιστές θα μπορούν να απολύουν ευκολότερα και να προσλαμβάνουν για περισσότερο χρόνο εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου χωρίς να χρειάζεται να το αιτιολογήσουν, τότε θα προσλάβουν περισσότερους μερικά απασχολούμενους που θα μπορούν να τους απολύουν χωρίς «γραφειοκρατικά κωλύματα». Γι’ αυτό και οι περισσότεροι (τα τρία τέταρτα) από τους 14 οικονομολόγους και αναλυτές που ρώτησε το πρακτορείο Bloomberg (https://www.bloomberg.com/news/2014-10-16/renzi-plan-to-shake-up-labor-market-seen-helping-italy-recovery.html) δήλωσαν ότι ο νέος νόμος «θα δώσει οξυγόνο στην οικονομία που δεν έχει αναπτυχθεί τα τελευταία τρία χρόνια».
Το λόγο τώρα έχει η εργατική τάξη. Θα μείνει μόνο στις απεργίες που οργανώνει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ή θα αποφασίσει να τραβήξει το σκοινί και να διεξαγάγει αγώνα αξιώσεων για την ανάσχεση της αντεργατικής λαίλαπας; Αν περιμένει από την 24ωρη απεργία που συμφώνησαν οι δύο μεγαλύτερες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες της χώρας (CGIL και UIL) για τις 12 Δεκέμβρη (τόσο κοντά!), με την τρίτη ομοσπονδία (CISL) να αρνείται να συμμετάσχει σ’ αυτή και να κηρύσσει απεργία στο δημόσιο για την 1η Δεκέμβρη, δε θα φανεί φως στο τούνελ.








