Δύο μόλις βδομάδες πριν από το δημοψήφισμα για την επικύρωση του συντάγματος, που ανοίγει το δρόμο για το διαμελισμό του Ιράκ σε τρία κρατίδια και τη δημιουργία ενός χαλαρού ομοσπονδιακού κράτους, το κλίμα που διαμορφώνεται δεν ευνοεί καθόλου τα σχέδια των Αμερικάνων.
Και δεν είναι μόνο οι καθημερινές πολύνεκρες επιθέσεις εναντίον αμερικάνικων και ιρακινών στρατιωτικών στόχων. Τα τελευταία γεγονότα στη Βασόρα ανησυχούν σφόδρα το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, που φοβούνται ότι η Βασόρα, η πρωτεύουσα του νότιου Ιράκ, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το 70% του ιρακινού πετρελαίου, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ακόμη θερμό μέτωπο. Γιατί η έκρηξη της λαϊκής οργής ύστερα από το θάνατο δύο ιρακινών αστυνομικών από τους δύο βρετανούς πράκτορες, οι οποίοι στη συνέχεια συνελήφθηκαν και απελευθερώθηκαν με επίθεση του βρετανικού στρατού στη φυλακή που κρατούνταν, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Υπήρχε προηγούμενο αλλά και συνέχεια. Είχαν προηγηθεί απανωτές επιθέσεις κυρίως με εκρηκτικούς μηχανισμούς τοποθετημένους στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα από τα τέλη του Ιουλίου να έχουν χάσει τη ζωή τους έξι βρετανοί και έξι αμερικάνοι στρατιώτες στην επαρχία της Βασόρα. Πολύ πιο σοβαρά είναι όσα ακολούθησαν μετά το περιστατικό με τους δύο βρετανούς πράκτορες στη Βασόρα. Από τότε οι βρετανικές θέσεις στη Βασόρα έχουν δεχτεί τουλάχιστον έντεκα επιθέσεις με όλμους και ρουκέτες, ενώ το πρωί της περασμένης Κυριακής ξέσπασαν σφοδρές πολύωρες συγκρούσεις ανάμεσα σε μαχητές του Στρατού του Μαχντί, που πρόσκειται στον Μογκτάντα αλ Σαντρ, και δυνάμεις του αμερικάνικου στρατού, που μπήκαν στη Σαντρ Σίτι για να συλλάβουν μέλη του Στρατού του Μαχντί που θεωρούσαν ύποπτα για επιθέσεις εναντίον τους. Σύμφωνα με τους Αμερικάνους, ο απολογισμός των συγκρούσεων είναι 8 νεκροί και 5 τραυματίες μαχητές, ενώ σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του γραφείου του Σαντρ στη Βαγδάτη, οι νεκροί είναι 4 και οι τραυματίες 10 και είναι όλοι πολίτες. Τελικά οι αμερικάνοι στρατιώτες αποχώρησαν από τη Σαντρ Σίτι, η οποία ελέγχεται από το Στρατό του Μαχντί, χωρίς να καταφέρουν να συλλάβουν τους ύποπτους.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, κάτω προφανώς από την πίεση της λαϊκής οργής, ο κυβερνήτης της Βασόρα διέκοψε τη συνεργασία με τις βρετανικές αρχές μέχρι να αναγνωρίσουν οι τελευταίες το λάθος και την ευθύνη τους για τα γεγονότα, ενώ ένας εισαγγελέας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης των δύο βρετανών πρακτόρων.
Τα γεγονότα αυτά δείχνουν ότι στο χορό της ένοπλης αντίστασης κατά των δυνάμεων κατοχής μπαίνουν ξανά σιίτες μαχητές, κυρίως από το Στρατό του Μαχντί, ο οποίος γι’ αυτό το λόγο έχει μπει ξανά το τελευταίο διάστημα στο στόχαστρο των βρετανικών και των αμερικάνικων αρχών κατοχής. Η βρετανική στρατιωτική διοίκηση τον κατηγορεί ευθέως ότι υποκίνησε και συντόνισε τα τελευταία γεγονότα με τους βρετανούς πράκτορες στη Βασόρα και για τις επιθέσεις του τελευταίου διμήνου εναντίον του βρετανικού στρατού. Θεωρεί ότι άντρες του έχουν διαβρώσει και έχουν πάρει ουσιαστικά τον έλεγχο της αστυνομίας στην επαρχία της Βασόρα. Γι’ αυτό και ο βρετανός υπουργός Άμυνας δήλωσε ότι σχεδιάζει να διαλύσει την αστυνομία (25.000 άντρες) του νότιου Ιράκ και να την αντικαταστήσει με μια νέα στρατιωτικού τύπου δύναμη ικανή να διασφαλίσει «το νόμο και την τάξη».
Παράλληλα, οι βρετανικές αρχές στρέφουν τα βέλη τους και εναντίον του ιρανικού καθεστώτος, αποδίδοντάς του ευθύνες για την αποσταθεροποίηση στο νότιο Ιράκ και κατηγορώντας τους «επαναστατικούς φρουρούς» του Ιράν ότι διεισδύουν, εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν τους μαχητές του Στρατού του Μαχντί». Παρόλο που είναι γνωστό ότι ο Μογκτάντα αλ Σαντρ δεν έχει ιδιαίτερους δεσμούς με το ιρανικό καθεστώς, ότι ούτε ο πατέρας του, που δολοφονήθηκε από το σανταμικό καθεστώς, ούτε ο ίδιος δεν εγκατέλειψε ποτέ το Ιράκ ζητώντας καταφύγιο στη Τεχεράνη, ότι αντιτίθεται στην ανάμειξη του ιρανικού καθεστώτος στο Ιράκ και ότι η αντιαμερικάνικη αντικατοχική στάση του υπαγορεύεται βασικά από τον αραβικό εθνικισμό, γι’ αυτό και βρίσκει πεδίο συνεννόησης, συνεργασίας και συχνά άτυπης συμμαχίας με τις δυνάμεις της ιρακινής αντίστασης. Με την πίεση που ασκούν στο ιρανικό καθεστώς αποσκοπούν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες και την επιρροή του στο νότιο Ιράκ από τη μια και από την άλλη να το χρησιμοποιήσουν για να πιέσουν τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των Σιιτών Σιστάνι και τις δυνάμεις που τον ακολουθούν να συνεργαστούν στενότερα με τις βρετανικές δυνάμεις κατοχής και να βάλουν φρένο στο Στρατό του Μαχντί.
Ενα άλλο κρίσιμο ζήτημα, που ανησυχεί σοβαρά τους Αμερικάνους, είναι η διάσπαση στις γραμμές των σιιτικών πολιτικών δυνάμεων στο ζήτημα του δημοψηφίσματος της 15ης Οκτωβρίου. Ο Σαντρ εξαρχής πήρε θέση ενάντια στο σύνταγμα με τη λογική ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ένα σύνταγμα που συντάχθηκε σε συνθήκες ξένης κατοχής κατ’ εντολή των κατακτητών. Ομως το χαστούκι για τις αμερικάνικες και τις βρετανικές αρχές ήρθε από κει που δεν το περίμεναν. Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα τη Βασόρα, στις 24 Σεπτεμβρίου, ο ηγέτης ενός από τα μεγαλύτερα κόμματα της επαρχίας, του Κόμματος Φαντχίλα, ο Αγιατολάχ Μοχάμεντ Γιακούμπι, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καλεί τους οπαδούς του κόμματος να καταψηφίσουν το νέο σύνταγμα, γεγονός που προκάλεσε σοκ στα επιτελεία της ιρακινής κυβέρνησης και των αφεντικών της. Αυτό που ελπίζουν τώρα είναι μήπως ο Μεγάλος Αγιατολάχ Αλί Σιστάνι μπορέσει να πείσει το Μοχάμεντ Γιακούμπι να ανακαλέσει την ανακοίνωσή του. Ωστόσο, και ο ίδιος ο Σιστάνι δεν πρόκειται να πάρει θέση υπέρ του ναι ή του όχι στο σύνταγμα, όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπός του, διαψεύδοντας ότι τάχθηκε υπέρ του ναι, όπως γράφτηκε σε ιρακινές κυβερνητικές εφημερίδες.
Αν σ΄ όλα αυτά προστεθούν οι καθημερινές πολύνεκρες επιθέσεις εναντίον αμερικάνικων και ιρακινών στρατιωτικών στόχων , γίνεται φανερό ότι οι προοπτικές είναι δυσοίωνες για τους στόχους της πολιτικής που έχει επενδύσει ο Λευκός οίκος στο δημοψήφισμα της 15ης Οκτωβρίου, δεδομένου ότι αν καταψηφιστεί με πλειοψηφία δύο τρίτων σε 3 από τις 18 επαρχίες της χώρας, απορρίπτεται.