Η απατηλή εικόνα της «ελεύθερης οικονομίας» που δεν θέτει περιορισμούς στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά αφήνει «ελεύθερες τις δυνάμεις της αγοράς», κατέρρευσε για μια ακόμα φορά με τα μαχαίρια που βγήκαν μεταξύ δύο από τις μεγαλύτερες ιμπεριαλιστικές χώρες του πλανήτη. Μιλάμε για τις ΗΠΑ και την Κίνα, φυσικά, και την απόφαση της αμερικάνικης Γερουσίας να υπερψηφίσει το νομοσχέδιο που επιβάλλει αντισταθμιστικούς δασμούς στα προϊόντα χωρών που επιδοτούν τις εξαγωγές τους μέσω υποτίμησης του εθνικού τους νομίσματος. Μ’ αυτό τον τρόπο οι Αμερικάνοι στοχεύουν να εξαναγκάσουν την Κίνα (την οποία φωτογραφίζει το νομοσχέδιο) να ανατιμήσει το νόμισμά της, σε μια προσπάθεια να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα που έχουν οι ΗΠΑ με την Κίνα (το οποίο από 84 δισ. δολάρια το 2001 εκτινάχθηκε στα 278 δισ. δολάρια το 2010).
Η κινέζικη κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα, κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι «χρησιμοποιούν την υποτιθέμενη νομισματική ανισορροπία σα μια δικαιολογία για να ανατιμήσουν το (σ.σ. κινέζικο) νόμισμα περισσότερο και να πάρουν προστατευτικά μέτρα, πράγμα που αποτελεί σοβαρή παραβίαση των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και παρεμβαίνει σοβαρά στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις (σ.σ. των δύο χωρών)». Τι είναι, όμως, αυτή η «νομισματική ανισορροπία»;
Οι Αμερικάνοι κατηγορούν την Κίνα ότι κρατά τεχνητά υποτιμημένο το νόμισμά της προκειμένου να πουλά πιο φτηνά τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ορισμένοι αναλυτές (όπως αναφέρει το BBC, 4/11/11) εκτιμούν ότι η τεχνητή υποτίμηση του γουάν φτάνει το 20% με 40% σε σχέση με το δολάριο, παρά το γεγονός ότι από τον Ιούνη του 2010 μέχρι σήμερα το γουάν ανατιμήθηκε κατά 7%. Ομως, οι Αμερικάνοι πιέζουν για ακόμα μεγαλύτερη ανατίμησή του, προκειμένου να ακριβύνουν τα κινέζικα προϊόντα που έχουν κατακλύσει (και) την αμερικάνικη αγορά. Η επιβολή δασμών είναι ένας τρόπος πίεσης, που αίρει όμως τους κανόνες του «ελεύθερου εμπορίου». Ομως, αυτό είναι το τελευταίο για το οποίο νοιάζονται οι «στυλοβάτες της ελεύθερης αγοράς», ιδιαίτερα όταν αυτή στενεύει επικίνδυνα, λόγω της μειωμένης καταναλωτικής δυνατότητας των νοικοκυριών.
Και μια ακόμα λεπτομέρεια. Η Κίνα κατέχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό αμερικάνικων κρατικών ομολόγων, γύρω στα 1.1 τρισ. δολάρια σύμφωνα με το αμερικάνικο υπουργείο Εμπορίου, το οποίο όμως επισημαίνει ότι το ποσό αυτό ίσως να είναι υποεκτιμημένο. Οπως και να έχει το πράγμα, μιλάμε για ένα τεράστιο ποσό που αντιστοιχεί με τουλάχιστον το 8% του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ. Μια ανατίμηση του γουάν θα συνεπαγόταν την υποτίμηση του αμερικάνικου χρέους που έχει στα χέρια της η Κίνα (αφού το χρέος είναι σε δολάρια). Ετσι, κάθε δολάριο των αμερικάνικων κρατικών ομολόγων που θα έπαιρναν στα χέρια τους οι κινέζικες τράπεζες θα ανταλλασσόταν με λιγότερα γουάν. Από την άλλη μεριά, δεδομένου ότι πάνω από το 50% των κινέζικων εξαγωγών προέρχεται από ξένες πολυεθνικές που ε-δρεύουν στην Κίνα, το υποτιμημένο γουάν συμφέρει αυτές τις επιχειρήσεις, οι οποίες όμως δεν είναι μόνο αμερικάνικες. Αυτό ήταν που μέχρι σήμερα έκανε διστακτικούς τους διαχειριστές των συμφερόντων της αμερικάνικης κεφαλαιοκρατίας στο να επιβάλλουν δασμούς στα «κινέζικα» εισαγόμενα προϊόντα, όμως η σφοδρότητα της κρίσης στο εσωτερικό της αμερικάνικης υπερδύναμης φαίνεται να αίρει αυτούς τους δισταγμούς.








