Πάλαι ποτέ «στολίδι» των χωρών του «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» (τότε που τα στρατιωτικά πραξικοπήματα βαφτίζονταν «σοσιαλιστικές επαναστάσεις») και του «κινήματος των αδεσμεύτων» (στο οποίο παραμένει ακόμα και σήμερα), η Μιανμάρ (γνωστή με το αποικιοκρατικό όνομα «Βιρμανία» που της δόθηκε από τους Βρετανούς αποικιοκράτες) βρέθηκε ξαφνικά στην κορυφή των ειδήσεων των διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων. Ξεχασμένη για δεκαετίες, η 45χρονη χούντα της Μιανμάρ έκανε κανονικά τη δουλειά της χωρίς κανένα πρόβλημα. Με κάποιες … μικρές παρενθέσεις, φυσικά, μία το 1974, με την κατάπνιξη του μαζικού απεργιακού κινήματος που παρέλυσε τη χώρα, και μία το 1988, όταν σφαγιάστηκαν πάνω από 3.000 άτομα σε φοιτητική εξέγερση που πνίγηκε στο αίμα.
Αυτά όμως δεν εμπόδισαν τη χούντα της Μιανμάρ, εκτός από το να το παίζει «αδέσμευτη», να αποτελέσει κι έναν πρώτης τάξεως οικονομικό εταίρο της Κίνας και της Ινδίας, με την πρώτη να τη χρησιμοποιεί ως αγοραστή των οπλικών συστημάτων της (και τι αγοραστή, αν σκεφτούμε ότι η Μιανμάρ ξοδεύει πάνω από το μισό της προϋπολογισμό σε όπλα) και για να κατασκευάζει πετρελαιαγωγούς και τη δεύτερη να συνάπτει ενεργειακές συμφωνίες εκμετάλλευσης του πλούσιου σε φυσικό αέριο υπεδάφους της (κατέχει την 5η θέση στη Νοτιοανατολική Ασία και την 26η θέση στον κόσμο). Ταυτόχρονα, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και η παραγωγή οπίου (σύμφωνα με τη CIA, η Μιανμάρ βρίσκεται στη δεύτερη θέση της παγκόσμιας παραγωγής οπίου) βοήθησαν τη χούντα να τα κονομήσει χοντρά και να ανεγείρει νέα πρωτεύουσα στη μέση της ζούγκλας, στα τέλη του 2005 (ονόματι Ναϊπιιτάου).
Τώρα που χιλιάδες άνθρωποι (και όχι μόνο μοναχοί) βγήκαν στους δρόμους, με αφορμή τον διπλασιασμό της τιμής των καυσίμων τον περασμένο Αύγουστο, όλοι «θυμήθηκαν» ξαφνικά την έλλειψη δημοκρατίας στη Μιανμάρ και έσπευσαν να πιέσουν το στρατιωτικό καθεστώς να πάρει μέτρα για να αποτρέψει μια γενικευμένη εξέγερση. Μέχρι και ο νούμερο ένα… δημοκράτης του πλανήτη, ο Μπους, έσπευσε να δηλώσει «σοκαρισμένος» και να προσθέσει μερικές ακόμα κυρώσεις στις ήδη υπάρχουσες, ενώ η Κίνα τηρεί ακόμα σιωπηρή «ουδετερότητα».
Για την ώρα, η χούντα κρατά σκληρή στάση, επιβάλλοντας απαγορεύσεις κυκλοφορίας και συναθροίσεων (άνω των πέντε ατόμων) μετά από τη μεγάλη διαδήλωση 100.000 ατόμων στην παλιά πρωτεύουσα Γιανγκόν (πρώην Ραγκούν). Απαγορεύσεις που δεν έπιασαν, γι’ αυτό και οι επόμενες διαδηλώσεις αντιμετωπίστηκαν με σκληρότερη καταστολή, που οδήγησε στον θάνατο τουλάχιστον οχτώ ατόμων. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, φαίνεται ότι το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Η χούντα της Μιανμάρ είναι καταδικασμένη αργά ή γρήγορα να καταρρεύσει, όμως οι συνθήκες που οδήγησαν σ’ αυτή την κοινωνική έκρηξη θα παραμείνουν.