Από τις 17 Δεκεμβρίου η Τυνησία συγκλονίζεται από ένα τεράστιο κύμα διαμαρτυρίας και διαδηλώσεων σε πολλές πόλεις της χώρας, γεγονότα που φαινόταν αδιανόητα πριν από λίγες βδομάδες σε μια χώρα που διαφημίζεται ως «παράδεισος σταθερότητας» από το καθεστώς του προέδρου Zine el Abidine Ben Ali, που κυβερνά με σιδερένια γροθιά εδώ και 23 χρόνια.
Η σπίθα που προκάλεσε την έκρηξη της λαϊκής οργής ήταν η απόπειρα αυτοκτονίας του 26χρονου πτυχιούχου πανεπιστημίου Μοχάμεντ Μπουαζίζι στις 17 Δεκεμβρίου στην πόλη Σίντι Μπουζίντ στην κεντρική Τυνησία. O Moχάμεντ Μπουαζίζι, αφού αναζητούσε με το πτυχίο του μάταια για τέσσερα χρόνια μια δουλειά, αναγκάστηκε να γίνει πλανόδιος πωλητής φρούτων κα λαχανικών με το κάρο του. Οταν η αστυνομία τον συνέλαβε για παράνομο εμπόριο (δεν ήταν η πρώτη φορά) και κατάσχεσε το κάρο του, απελπισμένος λούστηκε με βενζίνη και αυτοπυρπολήθηκε μπροστά στο δημαρχείο της πόλης. Μεταφέρθηκε με εγκαύματα τρίτου βαθμού στο νοσοκομείο και έχασε τη μάχη για τη ζωή στις 4 Ιανουαρίου.
Ο Μ. Μπουαζίζι έγινε σύμβολο όχι μόνο για την άνεργη και περιθωριοποιημένη νεολαία αλλά και για τα εκατομμύρια της φτωχολογιάς που στενάζουν κάτω από τον οικονομικό και πολιτικό ζυγό διεφθαρμένων δικτατορικών καθεστώτων στην Τυνησία και γενικότερα στον αραβικό κόσμο.
Η πράξη απόγνωσης του Μοχάμεντ Μπουαζίζι προκάλεσε οργισμένες διαδηλώσεις και σφοδρές συγκρούσεις με την αστυνομία αρχικά στη Σίντι Μπουζίντ. Η αστυνομία έκοψε όλους τους τρόπους επικοινωνίας με την πόλη και τους δρόμους που τη συνδέουν με την υπόλοιπη χώρα, προκειμένου να την απομονώσει και να αποτρέψει την εξάπλωση των κινητοποιήσεων σε άλλες πόλεις. Μάταια όμως, αφού το κύμα διαμαρτυρίας απλώθηκε σε πολλές πόλεις και οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές.
Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων δύο ακόμη άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από σφαίρες της αστυνομίας στις 24 Δεκεμβρίου. Ο 44χρονος Chawki Belhoussine El Hadri και ο έφηβος Mohamed Ammari, ενώ, στις 22 Δεκεμβρίου, εν μέσω μιας διαδήλωσης, ένας άλλος νεαρός, ο Houcine Falhi, αυτοκτόνησε με ηλεκτροπληξία, κραυγάζοντας ότι δεν αντέχει άλλο να είναι άνεργος.
Πίσω από την κοινωνική έκρηξη στην Τυνησία βρίσκονται η φτώχεια, η ανεργία και η πολιτική καταπίεση. Το δικτατορικό καθεστώς του προέδρου Μπεν Αλί, που συνεργάζεται στενά με το Λευκό Οίκο στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», εφαρμόζει, καθ’ υπόδειξη του ΔΝΤ, πολιτική σκληρής λιτότητας. Μείωση των επιδοτήσεων σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και πωλήσεις τεράστιων εκτάσεων δημόσιας ακίνητης περιουσίας, μακροχρόνιες μισθώσεις τουριστικών θερέτρων σε ξένους κ. ά. Η «βαριά βιομηχανία» της χώρας είναι ο τουρισμός, που συγκεντρώνεται στις βόρειες παραλιακές πόλεις, ενώ οι κεντρικές και νότιες περιοχές της χώρες είναι εντελώς παραμελημένες και ο πληθυσμός τους υποφέρει από τη φτώχεια και την ανεργία. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την εκτεταμένη διαφθορά και το νεποτισμό του καθεστώτος Μπεν Αλί.
Από τους 80.000 περίπου νέους που αποφοιτούν από τα πανεπιστήμια κάθε χρόνο, λιγότεροι από το 15% βρίσκουν δουλειά. Στην πόλη Σίντι Μπουζίντ, απ’ όπου ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, το 25% των αντρών και το 44% των γυναικών με πανεπιστημιακά πτυχία είναι άνεργοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κύμα διαμαρτυρίας ενάντια στο καθεστώς Μπεν Αλί που σαρώνει από τις 17 Δεκεμβρίου την Τυνησία δεν πέρασε ούτε στα ψιλά των διεθνών ΜΜΕ, με εξαίρεση κάποια ρεπορτάζ από το «Αλ – Τζαζίρα». Οχι βέβαια γιατί το δικτατορικό καθεστώς Μπεν Αλί φίμωσε τον τοπικό τύπο και απαγόρευσε ακόμη και την αναμετάδοση του «Αλ Τζαζίρα» σε καφενεία και δημόσιους χώρους. Αλλά κυρίως γιατί ο τυνήσιος πρόεδρος ανήκει στα «χαϊδεμένα παιδιά» της Δύσης. Θυμηθείτε τα πρωτοσέλιδα και το θόρυβο που ξεσήκωσε ο δυτικός τύπος σχετικά με τις διαδηλώσεις στο Ιράν που αμφισβητούσαν την εγκυρότητα των προεδρικών εκλογών το 2009 για να συγκρίνετε και να κρίνετε.