«Δεν είναι μία σειρά ενεργειών που σχεδιάζονται για να οδηγήσουν σε οποιαδήποτε σύγκρουση αλλά για να μας οδηγήσουν μακριά από οποιαδήποτε σύγκρουση αυξάνοντας την πίεση για ειρηνική διευθέτηση αυτών των διαφορών». Αυτά τα εκπληκτικά λόγια εκστόμισε ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Ουίλιαμ Χέιγκ, από τα έδρανα του βρετανικού κοινοβουλίου, μία μέρα μετά την απόφαση των υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ για την επιβολή πετρελαϊκού εμπάργκο στο Ιράν. Μια μέρα πριν τις δηλώσεις Χέιγκ, ο υπουργός Πολέμου της Βρετανίας, Φίλιπ Χάμοντ, έλεγε τα ακριβώς αντίθετα, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο ανάπτυξης περισσότερων στρατιωτικών δυνάμεων της Βρετανίας στον Περσικό Κόλπο σε περίπτωση όξυνσης της κρίσης με το Ιράν! Υπάρχει όμως πραγματικά άμεσος κίνδυνος από τα πυρηνικά του Ιράν;
Πόσο επικίνδυνο είναι το Ιράν;
Υπερασπίζοντας την απόφαση επιβολής πετρελαϊκού εμπάργκο, ο Χέιγκ ισχυρίστηκε ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου σε ποσοστό 20% από το Ιράν σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται, όταν πρόκειται για χρήση για ειρηνικούς σκοπούς. Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών ψεύδεται ασύστολα, ποντάροντας στη γενική άγνοια που επικρατεί στην «κοινή γνώμη» πάνω σ’ αυτά τα θέματα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μόνο το εμπλουτισμένο ουράνιο σε ποσοστό άνω του 90% είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για πυρηνικά όπλα, ενώ το ουράνιο με σύσταση μεταξύ 0.72% (αυτό δηλαδή που υπάρχει στη φύση) μέχρι και εμπλουτισμένο έως και 20% σε ισότοπο U-235 (ονομάζεται χαμηλά εμπλουτισμένο – low enriched uranium – LEU), χρησιμοποιείται συνήθως σε πυρηνικούς αντιδραστήρες. Τότε από πού προκύπτει ο κίνδυνος από τον εμπλουτισμό κατά 20% στο ισότοπο U-235;
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο της Ομοσπονδίας Αμερικάνων Επιστημόνων τον Ιούλη του 2010 (https://www.fas.org/pubs/_docs/2010_07_IranGiveUp20Enrich.pdf), επισημαίνεται ότι: «Σε σχετικό μας άρθρο στο Περιοδικό των Ατομικών Επιστημόνων, υποστηρίξαμε ότι για τεχνικούς και στρατηγικούς λόγους η απόφαση του Ιράν για εμπλουτισμό σε ποσοστό 20% θα έπρεπε να θεωρηθεί πρωτίστως ως μία πολιτική στάση. Συμπεράναμε ότι η Τεχεράνη δεν μπορεί ακόμα στα σοβαρά να εμπλουτίσει σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ή να κατασκευάσει εγχώρια πυρηνικό καύσιμο». Μεταξύ των λόγων που οι αμερικάνοι επιστήμονες κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα είναι το γεγονός ότι «η τεχνική αποτίμηση του τωρινού εμπλουτισμού κατά 20% από το Ιράν, δείχνει ότι μάλλον δεν είναι η καλύτερη λύση για την παραγωγή καυσίμου, ούτε όμως και ένα άλμα προς την δυνατότητα παραγωγής όπλων. Αν και ο σχηματισμός ουρανίου 20% θα μείωνε στο μισό τον χρόνο για να αποκτήσει το Ιράν το υλικό της βόμβας, η παρούσα κατάσταση θα απαιτούσε πάνω από 8 χρόνια για να παραχθούν 130 κιλά ουρανίου (εμπλουτισμένου κατά 20%), το οποίο θα έπρεπε να εμπλουτιστεί κι άλλο για να φτάσει στο 90% που απαιτείται για ένα όπλο».
Δηλαδή, το Ιράν χρειάζεται γύρω στη μία δεκαετία για να γίνει ικανό να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα, ενώ σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, «επιπρόσθετα, αν ο εμπλουτισμός σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ήταν στρατηγικά σημαντικός, το Ιράν όχι μόνο θα ήθελε ένα απόθεμα γρηγορότερα, αλλά θα μετέφερε τον εμπλουτισμό κατά 20% σε μία τοποθεσία καλύτερα προστατευόμενη από ένα υπέργειο δοκιμαστικό εργοστάσιο». Καταλήγει δε στο συμπέρασμα: «Σε εκείνη τη φάση (σ.σ. το Φλεβάρη του 2010, δηλαδή, που το Ιράν πήρε την απόφαση να προχωρήσει στον εμπλουτισμό ουρανίου κατά 20%), ο εμπλουτισμός κατά 20% ήταν μάλλον μια ακραία προσπάθεια να επιταχυνθεί ένα καλό αποτέλεσμα στην συμφωνία ανταλλαγής καυσίμων».
Δηλαδή η απόφαση να εμπλουτίσουν κατά 20% το ουράνιο, σύμφωνα με τους αμερικάνους επιστήμονες, δεν εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο για κατασκευή πυρηνικών όπλων, αλλά έγινε ως μέσο πίεσης για να πετύχει τη συμφωνία ανταλλαγής καυσίμων, η οποία και επιτεύχθηκε το Μάη του 2010, με την απόφαση για μεταφορά 1.200 κιλών ουρανίου χαμηλού εμπλουτισμού από το Ιράν στην Τουρκία, με αντάλλαγμα την παραγωγή καυσίμου για τον ερευνητικό πυρηνικό αντιδραστήρα της Τεχεράνης.
Η συμφωνία αυτή όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ και όχι με ευθύνη της Τεχεράνης. Αντίθετα, όπως αναφέρει το παραπάνω άρθρο, το Ιράν δεν προχώρησε σε αύξηση της παραγωγής εμπλουτισμένου ουρανίου, ενώ θα μπορούσε να το κάνει πατώντας πάνω στην αποτυχία της ανταλλαγής καυσίμων.
Μια καταλυτική σύγκριση
Ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών είπε και κάτι ακόμα. Οτι το Ιράν συνεχίζει να αψηφά τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Βέβαια, το ίδιο έχει κάνει το Ισραήλ επανειλημμένα, αλλά κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να του επιβάλει κυρώσεις και μάλιστα τόσο αυστηρές. Ούτε θέλησε κανείς να στριμώξει το Ισραήλ, όταν ο καθηγητής στρατιωτικής ιστορίας του εβραϊκού πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ, Μαρτιν Βαν Κρέβελντ, παραδέχτηκε δημόσια το Μάρτη του 2010, από το έβδομο ισραηλινό ραδιόφωνο: «Εχουμε εκατοντάδες πυρηνικές κεφαλές και πυραύλους που μπορούν να φτάσουν διαφορετικούς στόχους στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, συμπεριλαμβανομένων και πέρα των ορίων της Ρώμης».
Ετσι, το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να μην υπογράφει τη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων, αποτελώντας τη μόνη χώρα στη Μέση Ανατολή που δεν την έχει υπογράψει, ενώ το Ιράν, που την έχει υπογράψει, θεωρείται «επικίνδυνο». Αν μάλιστα συγκρίνει κανείς τις εκθέσεις που έχουν βγει από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (IAEA) για το Ιράν και το Ισραήλ, θα διαπιστώσει ότι μόνο τα πυρηνικά του Ιράν έχουν τεθεί στο μικροσκόπιο της IAEA, η οποία στις 8 του περσινού Νοέμβρη δημοσίευσε την έκθεσή της που αποτέλεσε την αφορμή για την επιβολή πρόσθετων κυρώσεων από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Μια έκθεση γεμάτη εικασίες και «πληροφορίες από άλλα κράτη μέλη», δηλαδή το Ισραήλ. Οι εκθέσεις και τα ψηφίσματα της IAEA για το Ισραήλ είναι… τηλεγραφήματα! Μια ματιά στις πιο πρόσφατες από αυτές (βλ. https://www.iaea.org/About/Policy/GC/GC53/GC53Resolutions/English/gc53res-17_en.pdf και https://www.iaea.org/About/Policy/GC/GC54/GC54Documents/English/gc54-14_en.pdf, που εκδόθηκαν το 2009 και το 2010) αρκεί για να καταλάβει κανείς πόσο ασχολούνται με τα πυρηνικά του Ισραήλ.
Το πρώτο ψήφισμα (της 18/9/2009) καταλαμβάνει μία ολόκληρη σελίδα (!) εκφράζοντας ανησυχία για τις «πυρηνικές δυνατότητες του Ισραήλ», το οποίο καλεί να θέσει όλες τις πυρηνικές του εγκαταστάσεις κάτω από τις εγγυήσεις που έχει δώσει στην IAEA, ψηφίζοντας παράλληλα την συμφωνία μη εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων (NPT). Η δεύτερη έκθεση, από τον Γενικό Διευθυντή της IAEA, με ημερομηνία 3/9/2010, επαναλαμβάνει τις ίδιες ευχές, ενώ από τις 81 σελίδες της έκθεσης αυτής μόνο οι τρεις (3!) αφορούν τα συμπεράσματα της IAEA, ενώ οι υπόλοιπες αφο- ρούν απαντητικές επιστολές των 42 κρατών και της ΕΕ στην επιστολή του Γενικού Διευθυντή της IAEA, με την οποία ζητούσε τη γνώμη των κρατών μελών της πάνω στις πυρηνικές δυνατότητες του Ισραήλ!
Ενώ δηλαδή η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας έχει… ξετινάξει το Ιράν, του οποίου τα πυρηνικά ερευνά με σχολαστικότητα, δεν κάνει τίποτα για το Ισραήλ, παρά μόνο καλύπτεται από την τελευταία συμφωνία που έχει υπογράψει μαζί του. Ξέρετε πότε την υπέγραψε; Στις 4 Απρίλη του 1975! Τόσο πρόσφατα! Η συμφωνία υπογράφτηκε μεταξύ IAEA, Ισραήλ και ΗΠΑ και επεκτάθηκε με το πρωτόκολλο της 28/9/1977. Η συμφωνία αυτή βασίζεται σε μία παλαιότερη (της 12/7/1955) σχετικά με την ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας.
Οπως αναφέρει η έκθεση του Γενικού Διευθυντή της IAEA (3/9/10), «σε σχέση με το Ισραήλ, αντίθετα από κράτη με περιεκτικές συμφωνίες σε ισχύ (σ.σ. μεταξύ των οποίων το Ιράν που στις 18/12/03 υπέγραψε συμπληρωματικό πρωτόκολλο εγγυήσεων για τα πυρηνικά του), οι δραστηριότητες επαλήθευσης της Υπηρεσίας και οι δηλώσεις του κράτους (σ.σ. του Ισραήλ) προς την Υπηρεσία περιορίζονται στα υλικά, τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις που καθορίζονται από τις υποχρεώσεις εγγυήσεών του». Δηλαδή, η IAEA έχει δικαίωμα να ελέγξει, αλλά το Ισραήλ έχει δικαίωμα να δώσει πληροφορίες μόνο για τις εγκαταστάσεις που υπόκεινται στις συμφωνίες που υπογράφτηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, δηλαδή πριν από 35 χρόνια!!! Αλλο όμως το Ισραήλ κι άλλο το Ιράν. Το πρώτο αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, το δεύτερο ανήκει στον «άξονα του κακού».
Αποτελεσματικές κυρώσεις;
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Οι κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στα τέλη του περασμένου χρόνου, με το σταμάτημα των δοσοληψιών με την Κεντρική Τράπεζα του Ιράν, και το πιο πρόσφατο πετρελαϊκό εμπάργκο που αποφασίστηκε από την ΕΕ, θα δημιουργήσουν οικονομικά προβλήματα στο Ιράν, δεδομένου ότι το 80% των εσόδων της χώρας προέρχονται από το πετρέλαιο. Τα προβλήματα θα δημιουργηθούν διότι ένα 20% των πετρελαϊκών εξαγωγών του πηγαίνει στις χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα που αντιμετωπίζει ιδιαίτερο πρόβλημα απ’ αυτό το εμπάργκο, μιας και το Ιράν της έδινε ανοιχτή πίστωση). Ομως, το Ιράν έχει ισχυρές πλάτες. Τόσο την Ρωσία όσο και την Κίνα, που αντιτίθενται σθεναρά στις κυρώσεις, ενώ η Ινδία (σύμφωνα με το ιρανικό πρακτορείο Press TV της 24/1/12, αλλά και τους Τάιμς της Ασίας, 26/1/12) ετοιμάζεται να αγοράσει το ιρανικό πετρέλαιο με χρυσό, κάτι που θέλει να κάνει και το Πεκίνο.
Αυτό σημαίνει ότι η κυριαρχία του δολαρίου στην αγορά πετρελαίου τελειώνει. Από την άλλη μεριά, ο στόχος των κυρώσεων (η πτώση του καθεστώτος Αχμαντινετζάντ και η οικονομική παράδοση του Ιράν στη Δύση) δεν φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί. Μέχρι στιγμής, δεν έχει γίνει καμία δήλωση ενάντια στο καθεστώς από τη μεριά της δυτικόφιλης αντιπολίτευσης εντός του Ιράν ή των αντικαθεστωτικών εκτός του Ιράν με αφορμή τις κυρώσεις. Αντίθετα, ο ιρανικός λαός μάλλον θα συσπειρωθεί γύρω από το καθεστώς και τα αντιαμερικανικά και αντιδυτικά αισθήματα θα φουντώσουν, γιατί είναι η Δύση που εμφανίζεται εμπόδιο στην ανάπτυξη του Ιράν (ενίσχυση της πυρηνικής ενέργειας) και τώρα θέτει εμπόδια και στον πετρελαϊκό τομέα. Οι κυρώσεις (αν τελικά εφαρμοστούν ως έχουν, όταν λήξουν και τα τελευταία συμβόλαια παράδοσης ιρανικού πετρελαίου μέχρι το καλοκαίρι) θα έχουν μόνο ένα νόημα. Της πολεμικής προετοιμασίας ενάντια στο Ιράν, όπως συνέβηκε στο παρελθόν με το Ιράκ, το οποίο στραγγαλίστηκε οικονομικά από το διεθνές πετρελαϊκό εμπάργκο. Είναι όμως σε θέση η Δύση να διεξάγει έναν τέτοιο πόλεμο, χωρίς να κινδυνέψει να πάθει ένα ακόμα πατατράκ, ακόμα μεγαλύτερο απ’ αυτά του Ιράκ και του Αφγανιστάν;