«Είναι στο πλαίσιο της πολιτικής της δικής μου κυβέρνησης να αντιπροσωπεύσω τον αμερικάνικο λαό και την οικονομική του ευεξία σε όλες τις διαπραγματεύσεις, ειδικά του αμερικάνου εργάτη, και να οικοδομήσω δίκαιες και οικονομικά συμφέρουσες εμπορικές συμφωνίες που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. Επιπρόσθετα, για να εξασφαλιστούν αυτά τα αποτελέσματα, είναι στην πρόθεση της κυβέρνησής μου να διαπραγματευτώ απευθείας με ξεχωριστές χώρες, σε διμερή βάση, τις μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες. Το εμπόριο με τα άλλα έθνη είναι -και πάντα θα είναι- υπέρτατης σημασίας για την κυβέρνησή μου και για εμένα ως πρόεδρο των ΗΠΑ». Το απόσπασμα είναι από προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ την περασμένη Δευτέρα, με το οποίο οι ΗΠΑ αποσύρονται από τη συμφωνία Διατλαντικής Συνεργασίας (Trans Pacific Partnership – TPP). Το είχε προαναγγείλει εδώ και καιρό και ήταν αναμενόμενο.
Η συμφωνία καρκινοβατούσε εδώ και καιρό, καθώς το Κογκρέσο αρνούνταν να την επικυρώσει. Το ίδιο ισχύει και για τα κοινοβούλια των υπόλοιπων από τα δώδεκα κράτη, από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού, που την υπέγραψαν (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Χιλή, Μεξικό, Περού, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ, Μαλαισία και Μπρουνέι). Ετσι, η συμφωνία που δεν επικυρώθηκε από κανένα κοινοβούλιο, δέχτηκε τη χαριστική βολή και μάλλον θα πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων.
Η «είδηση», επομένως, δεν είναι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία, αλλά ο τρόπος που αυτή παρουσιάστηκε. Ως γνήσιος δημαγωγός, ο Τραμπ εμφάνισε την απόφασή του σαν ασπίδα προστασίας του αμερικάνου εργάτη και όχι ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των ΗΠΑ να καθορίσουν την οικονομική ατζέντα του εμπορίου με την Ασία όπως ήθελαν, πράγμα για το οποίο τις κατηγορούσε ο Economist σε άρθρο τον περασμένο Νοέμβρη (https://www.economist.com/news/asia/21710287-big-free-trade-deals-demise-leaves-worrying-void-asia-trading-down).
Η κατάρρευση της συμφωνίας TPP δείχνει πόσο δύσκολο είναι να πέσουν τα εθνικά τείχη στο παγκόσμιο εμπόριο. Αυτό συμβαίνει γιατί η κεφαλαιοκρατία κάθε χώρας οχυρώνεται πίσω από αυτά, προκειμένου να εξασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά της. Δεν είναι λοιπόν ο «εκκεντρικός εθνικιστής» Τραμπ που αποφάσισε να τελειώσει την ΤΡΡ, αλλά οι ανάγκες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που δεν καλύπτονταν από τη συγκεκριμένη συμφωνία, που έκανε επτά ολόκληρα χρόνια για να υπογραφεί. Οσο η κρίση βαθαίνει τόσο οι ανταγωνισμοί γίνονται πιο σκληροί και οι συμφωνίες όλο και πιο δύσκολες.
Οσο για το «ελεύθερο εμπόριο», αυτό αποτελεί το πιο σύντομο ανέκδοτο. Γιατί οι δασμοί δίνουν και παίρνουν. Ηταν η κυβέρνηση Ομπάμα που τον περσινό Ιούλη αύξησε τους δασμούς στο χάλυβα από πέντε χώρες (Κίνα, Ινδία, Ιταλία, Νότια Κορέα και Ταϊβάν), ενώ οι δασμοί «αντιντάμπινγ» που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ενωση στον κινέζικο χάλυβα ισοδυναμούσαν με το 81.1% της τιμής του (βλ. https://www.bloomberg.com/news/articles/2016-11-17/global-trade-is-slowing)!