Ελάχιστες μέρες πριν κορυφωθεί η ιταλική πολιτική κρίση (ή μήπως επειδή την προέβλεψαν), 154 γερμανοί οικονομολόγοι δημοσίευσαν κοινή δήλωση στη «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγ», εκφράζοντας τη ριζική πολιτική τους διαφωνία με τις προτάσεις για τοποθέτηση υπουργού Οικονομικών της Ευρωζώνης, ο οποίος θα διαχειρίζεται δικό του προϋπολογισμό, γιατί αν γίνει κάτι τέτοιο η Ευρωζώνη θα μεταμορφωθεί σε ένωση χρέους και ένωση μεταφοράς πόρων μεταξύ των χωρών-μελών της. Απορρίπτουν, επίσης, την ανάμιξη του ESM στην εξυγίανση ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς και τη μετατροπή του σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, διότι έτσι οι χώρες-μέλη θα χάσουν το δικαίωμα βέτο που έχουν σήμερα στις αποφάσεις του ESM (ως γνωστόν, ο ESM έχει ως μέλη του ΔΣ του τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, πρόεδρός του είναι ο πρόεδρος του Eurogroup, ενώ ο Ρέγκλινγκ είναι γενικός διευθυντής).
Το πρώτο που προκαλεί εντύπωση είναι ο μεγάλος αριθμός των οικονομολόγων που υπογράφουν. Ανάμεσά τους είναι «αστέρες», όπως ο Χανς Βέρνερ Ζιν, που επιχειρηματολογούσε υπέρ του Grexit, και ο Ντιρκ Μάγιερ, υποστηρικτές της «Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων». Ολοι αυτοί στήριζαν τη «σκληρή» πολιτική του Σόιμπλε, τραβώντας τα πράγματα όσο γίνεται πιο «δεξιά», για να μπορεί ο Σόιμπλε στο Eurogroup να πετυχαίνει τους επωφελείς για τη Γερμανία «συμβιβασμούς». Δεν είναι τυχαίο που και τώρα, αντί για τις διαδικασίες «εμβάθυνσης της ενοποίησης», που υποτίθεται ότι προωθούν ο Μακρόν και ο Γιούνκερ, με τη συναίνεση και της Μέρκελ, οι γερμανοί οικονομολόγοι προτείνουν να θεσπιστεί μια διαδικασία πτώχευσης κρατών και συντεταγμένης εξόδου τους από το ευρώ. Είναι αυτό που πρότεινε ο Σόιμπλε, πρώτα στον Βενιζέλο και μετά στον Βαρουφάκη.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της στρατηγικής του Grexit, που (υποτίθεται ότι) προωθούσε ο Σόιμπλε; Να εφαμοστεί η μνημονιακή πολιτική με τακτική «αστραπιαίου πολέμου». Από το 2010 μέχρι και σήμερα, που η… αντιμνημνονιακή κυβέρνηση εμφανίζεται ως μνημονιακότερη κάθε προηγούμενης. Επομένως, μπορεί να υποτεθεί βάσιμα ότι το Grexit ήταν ένας εκβιασμός του Σόιμπλε, που έφερε τα ποθούμενα αποτελέσματα. Το ίδιο βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ηχηρή παρέμβαση των γερμανών συντηρητικών οικονομολόγων χρησιμεύει σαν ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της Μέρκελ, που δέχεται μια κάποια πίεση από πλευράς Μακρόν.
Τηρουμένων των αναλογιών, η ιστορία θυμίζει την περίοδο αμέσως μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, όταν από διάφορες κατευθύνσεις ακούγονταν αιτήματα για έκδοση διάφορων τύπων ευρωομολόγων, άλλα από τα οποία θα χρησίμευαν για την αντιμετώπιση της αδυναμίας δανεισμού των υπερχρεωμένων χωρών και άλλα θα χρησίμευαν για να εξασφαλιστούν φτηνά δάνεια για επιχειρήσεις σε όλη την έκταση της Ευρωζώνης. Καλούνταν, δηλαδή, η Γερμανία να διασφαλίσει και για τις άλλες καπιταλιστικές οικονομίες συνθήκες δανεισμού σαν τις δικές της. Και βέβαια, η Γερμανία «στήλωσε τα πόδια», γιατί ο ευρω-φεντεραλισμός είναι περισσότερο μια στρατηγική του κεφαλαίου των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κρατών για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού από τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και όχι μια στρατηγική εξαφάνισης των εθνικών συνόρων και διαμόρφωσης μιας ενιαίας ευρωπαϊκής οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο, παρά την έκρηξη της διεθνοποίησής του, εξακολουθεί να εφορμά από εθνική βάση. Κι όταν έχει διαμορφώσει συνθήκες υπεροχής (όπως συμβαίνει με το γερμανικό κεφάλαιο), δε θα τις μοιραστεί με τους ανταγωνιστές-εταίρους του. Τα ευρωομόλογα δεν εκδόθηκαν ποτέ, οι υπερχρεωμένες χώρες οδηγήθηκαν σε δανεισμό από τους μηχανισμούς που στήθηκαν με ταχύτητα αστραπής (EFSF/ESM), για τις τράπεζες θεσπίστηκε η διαδικασία του bail in (πρόβλεψη ακόμα και για «κούρεμα» καταθέσεων) και ο «κοινός αναπτυξιακός δανεισμός» περιορίστηκε στο «πακέτο Γιούνκερ», που από άποψη όγκου είναι εξαιρετικά περιορισμένο.
Τώρα, λοιπόν, που ξαναγίνεται συζήτηση για τέτοιες φεντεραλιστικές διαδικασίες, πολύ πιο περιορισμένες σε σχέση με τα ευρωομόλογα που ποτέ δεν εκδόθηκαν, το γερμανικό κεφάλαιο ξεσηκώνεται -μέσω των οικονομολόγων του- και προσφέρει στη Μέρκελ τα «επιχειρήματα» για να «ταπώσει» τον Μακρόν. Αυτό που διακηρύσσουν οι γερμανοί οικονομολόγοι είναι πως δεν πρέπει το γερμανικό κεφάλαιο να μοιραστεί τα πλεονεκτήματά του με το κεφάλαιο των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, ούτε η Γερμανία να επωμιστεί τη χρηματοδότηση ενός προϋπολογισμού που θα διαχειρίζεται αποκλειστικά ένας υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης. Σε άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες οι «ευρωσκεπτικιστές» αντιδρούν στη «γερμανική Ευρώπη», ενώ στη Γερμανία ξιφουλκούν υπέρ της, χωρίς να το λένε βέβαια ανοιχτά. Εκείνο που λένε είναι απλό: «κανένας δεν σας εμποδίζει να γίνετε σαν τη Γερμανία». Στο τέλος, η Μέρκελ και οι υπουργοί της θα μετρήσουν τα υπέρ και τα κατά και θα κάνουν κάποιο συμβιβασμό. Αυτός ο συμβιβασμός, όμως, δε θα υπηρετεί το «όραμα» του Μακρόν (δηλαδή του γαλλικού ιμπεριαλισμού), αλλά τη Γερμανία.