Σε πρωτοφανή επίπεδα έφτασαν οι ενδοπαλαιστινιακές συγκρούσεις στη Λωρίδα της Γάζας στις αρχές της βδομάδας που πέρασε, με τρεις νεκρούς (δύο της Φατάχ και έναν της Χαμάς) και 14 τραυματίες, μετά από συγκρούσεις μεταξύ των «Ταξιαρχιών Μαρτύρων του Αλ-Ακσά» (Φατάχ) και των «Ταξιαρχιών Ιζ Εντίν Αλ Κασάμ» (Χαμάς) κοντά στην πόλη Χάν Γιουνίς της Λωρίδας της Γάζας, που ξεκίνησαν τη Δευτέρα και συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια της κηδείας των μαχητών την Τρίτη, μετά από την αποτυχία της συνάντησης της κυβέρνησης με τον πρόεδρο Αμπάς το Σαββατοκύριακο για να επιλυθεί η εσωτερική κρίση.
Χρειάστηκε να παρέμβουν οι εξόριστοι πολιτικοί ηγέτες των δύο οργανώσεων (ο Χαλέντ Μεσάλ της Χαμάς από τη Δαμασκό σε κοινή ανακοίνωση με τον πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής της Φατάχ και επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης Φαρούκ Καντούμι από την Τύνιδα) καθώς και να επιβληθεί απαγόρευση οπλοφορίας στους δρόμους, με κοινή απόφαση της παλαιστινιακής κυβέρνησης και του προέδρου Αμπάς, για να σταματήσουν οι συγκρούσεις που άρχισαν να παίρνουν επικίνδυνο χαρακτήρα. Κανείς όμως δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι οι συγκρούσεις δε θα συνεχιστούν στο προσεχές διάστημα, εφόσον η αιτία τους συνεχίζει να υπάρχει. Και η αιτία δεν είναι απλά ο έλεγχος των δυνάμεων ασφαλείας, αλλά η ίδια η δυνατότητα της κυβέρνησης να ασκήσει εξουσία και να μη περιοριστεί στο διακοσμητικό ρόλο που έχει μέχρι σήμερα.
Ο Αμπάς ελέγχει τις δυνάμεις ασφαλείας, έχει την εξουσία να διαλύσει την κυβέρνηση (όπως έχει απειλήσει πρόσφατα) και είναι αυτός που χειρίζεται τις όποιες συνομιλίες γίνονται και θα γίνουν με το Ισραήλ. Αυτό είναι που πυροδοτεί στην πραγματικότητα την ένταση μεταξύ των μαχητών της Χαμάς και της Φατάχ, με την πρώτη να οργανώνει διαδηλώσεις στη Ραμάλα και τη Λωρίδα της Γάζας κατά του οικονομικού εμπάργκο. Οπως επισήμαναν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ιορδανίας, της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, κατά τη συνάντησή τους με τους εκπροσώπους του Κουαρτέτου (ΗΠΑ, ΟΗΕ, ΕΕ, Ρωσία) την περασμένη Τρίτη, ο κίνδυνος ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου στην Παλαιστίνη είναι ορατός, αν καταρρεύσει η κυβέρνηση. Γι’ αυτό και το Κουαρτέτο, βλέποντας ότι με τον οικονομικό στραγγαλισμό που έχουν επιβάλλει οι Αμερικάνοι, η Ευρωπαϊκή Ενωση και το Ισραήλ η κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη κινδυνεύει να γίνει ανεξέλεγκτη, αποφάσισε να χορηγήσει κάποιας μορφής οικονομική βοήθεια, μέσω «προσωρινού διεθνούς μηχανισμού» (πιθανολογείται η Παγκόσμια Τράπεζα).
Αυτή η οικονομική βοήθεια όμως δεν θα φτάσει ποτέ στα χέρια της κυβέρνησης, την οποία συνεχίζουν να μην αναγνωρίζουν οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι, αλλά μάλλον θα χρησιμοποιηθεί σαν ένα ακόμα μέσο πίεσης στη Χαμάς για να υποταχτεί και να καταδικάσει τη βία. Αλλωστε, ο οικονομικός στραγγαλισμός (με τα οδυνηρά αποτελέσματα που κατέδειξε και η πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Παλαιστίνη, που προέβλεψε αύξηση της φτώχειας από 44% πέρσι σε 67% στα τέλη του χρόνου, της ανεργίας από 23% σε 40% και μείωση του πραγματικού εισοδήματος κατά 30%) είναι και το βασικό εργαλείο των Αμερικάνων και της ΕΕ για να επιβάλουν την πολιτική τους ενάντια στη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της Παλαιστίνης. Αποκαλύπτοντας έτσι την υποκρισία τους για τη «δημοκρατία» και τις «ελεύθερες εκλογές», που όταν δεν τους ικανοποιούν τα αποτελέσματα επιβάλλουν δια της βίας τις επιλογές τους.
Αυτό όμως μπορεί να αποδειχτεί μπούμερανγκ και να δημιουργήσει ξανά ένα νέο κύμα από κινητές βόμβες που κανείς δε θα μπορεί να σταματήσει. Πράγμα που επεσήμανε ακόμα κι ο ισραηλινός πρώην υπουργός Μπεν-Αμί (που διετέλεσε υπουργός Ασφαλείας και υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Εχούντ Μπάρακ, αναλαμβάνοντας διαπραγματευτικό ρόλο τον Ιούνη του 2000, στη συνάντηση του Καμπ Ντέιβιντ, λίγο πριν το ξέσπασμα της νέας Ιντιφάντα) σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Ιντερπρές, στο οποίο δήλωσε: «Είχαμε την άποψη ότι απορρίπτοντας μια εξτρεμιστική επιλογή αυτό θα οδηγούσε σε μια μετριοπαθή επιλογή. Ομως μπορεί να οδηγήσει σε μια ακόμα πιο εξτρεμιστική επιλογή».