Οταν πριν από μερικές δεκαετίες (τότε που μεσουρανούσε ο υποτιθέμενος «σοσιαλισμός» στην ΕΣΣΔ) κάποιοι από εμάς καταγγέλλαμε ότι η ΕΣΣΔ δεν είναι πλέον σοσιαλιστική χώρα, δεχόμασταν πρόστυχες επιθέσεις από τους εγχώριους θιασώτες της «σοβιετικής» υπερδύναμης (διάβαζε Περισσό) που μας χαρακτήριζαν… πράκτορες του ιμπεριαλισμού, χαφιέδες της ασφάλειας και άλλα τέτοια ηχηρά. Η ζωή όμως έδειξε ποιοι ήταν οι «πράκτορες» και ποιοι οι απολογητές ενός συστήματος που επί δεκαετίες λειτουργούσε ως ο χειρότερος προβοκάτορας κατά του κομμουνισμού, με κέντρο την «ΕΣΣΔ» που από σοσιαλιστική είχε μετατραπεί σε σοσιαλιμπεριαλιστική δυσφημίζοντας τα κομμουνιστικά ιδανικά παγκόσμια.
Σοσιαλ-ιμπεριαλισμός ο χειρότερος αντικομμουνισμός
Για τη σοσιαλιμπεριαλιστική μετατροπή της ΕΣΣΔ θα μπορούσαν να γραφτούν βιβλία ολόκληρα. Ξεκινώντας από τις ανά τον κόσμο επεμβάσεις (Τσεχοσλοβακία, Αφγανιστάν κλπ), το ξεζούμισμα των «λαϊκών δημοκρατιών» της ΚΟΜΕΚΟΝ[1] από την «μητέρα Ρωσία» και φτάνοντας μέχρι το εμπόριο όπλων και το κυνηγητό των εξοπλισμών. Γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο να κάνουμε μια πλήρη αναφορά, θα επιχειρήσουμε να επισημάνουμε ορισμένες αλήθειες γιατί οι απολογητές του ψευδεπίγραφου κομμουνισμού (Περισσός), πατώντας πάνω στη σημερινή κατάντια των χωρών του «ανατολικού μπλοκ», προκαλούν, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και υποκείμενα σαν τον… Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, ήταν… κομμουνιστές ηγέτες[2]!
Εμπόριο σε… καπιταλιστικά πρότυπα
Οι πρώτες βολές κατά της πολιτικής της «ΕΣΣΔ» (πέραν αυτών που προήλθαν από τη διένεξη με την Κίνα και την Αλβανία) ήρθαν από τον Τσε Γκεβάρα, παρότι συνέχιζε να την υποστηρίζει. Στην ομιλία του στο Οικονομικό Σεμινάριο της Αφρικοασιατικής Αλληλεγγύης, που οργανώθηκε στο Αλγέρι στις 22-27 Φλεβάρη του 1965, ο Τσε εξαπέλυσε πυρά κατά της πολιτικής αγοράς προϊόντων των υπανάπτυκτων χωρών από τις «σοσιαλιστικές» χώρες σε διεθνείς τιμές, λέγοντας: «Πώς μπορεί να ονομάσει κανείς “αμοιβαίο κέρδος” την πώληση σε τιμές παγκοσμίου αγοράς προϊόντων μη αφαιρούμενων των εξόδων τους, που στοιχίζουν στις υπανάπτυκτες χώρες ανυπολόγιστους μόχθους και βάσανα, και την αγορά μηχανών που κατασκευάζονται στα μεγάλα αυτόματα εργοστάσια που υπάρχουν σήμερα, πάλι σε τιμές παγκόσμιας αγοράς; Αν θεωρήσουμε σαν δεδομένο αυτό τον τύπο των σχέσεων ανάμεσα στις δυο ομάδες των εθνών, πρέπει να συμπεράνουμε πως οι σοσιαλιστικές χώρες, είναι κατά κάποιο τρόπο συνένοχες της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης… Οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν την ηθική υποχρέωση να διαλύσουν την χειροπιαστή συνενοχή τους με τις εκμεταλλεύ-τριες χώρες της Δύσης. Το γεγονός ότι το εμπόριο έχει περιοριστεί για την ώρα δεν σημαίνει τίποτα. Στα 1959 η Κούβα πουλούσε ζάχαρη σε μία χώρα του σοσιαλιστικού μπλοκ διά μέσου άγγλων μεσιτών ή άλλων εθνικοτήτων» [3].
Στα χρόνια που ακολούθησαν δέθηκαν στο άρμα της Σοβιετικής υπερδύναμης μια σειρά χώρες που δεν ήταν κατ’ ανάγκη σοσιαλιστικές, ούτε μπορούσαν να θεωρηθούν τέτοιες ακόμα και με βάση το παραμορφωμένο ιδεολογικό μόρφωμα που πλάσαρε ο «σοβιετικός» ψευτοκομμουνισμός.
Ο «σοσιαλιστικός προσανατολισμός»
Οι χώρες του «σοσιαλιστικού προσανατολισμού» ήταν το ιδεολογικό παραμύθι με το οποίο η «ΕΣΣΔ» επένδυσε την ιμπεριαλιστική της πολιτική να δένει στο άρμα της στρατιωτικές δικτατορίες. Δικτατορίες που δεν μπορούσαν να βαφτιστούν σοσιαλιστικές (παραήταν χοντρό να ισχυριστούν κάτι τέτοιο), γι’ αυτό και επινοήθηκε το παραμύθι ότι βαδίζουν στο δρόμο του… σοσιαλισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων χωρών ήταν το Αφγανιστάν και η Αιθιοπία. Σχετικά με την πορεία των δύο αυτών χωρών, σας συστήνουμε να διαβάσετε δύο βιβλία από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Πιθανόν σήμερα να μη μπορείτε να τα βρείτε εύκολα από το βιβλιοπωλείο του Περισσού, γιατί τον ξεμπροστιάζουν τόσο που θα προτιμούσε ν’… ανοίξει η γη να τα καταπιεί.
Στο πρώτο βιβλίο, που γράφτηκε το 1985 (πέντε χρόνια μετά την εισβολή των «σοβιετικών» και τέσσερα χρόνια πριν την ταπεινωτική τους αποχώρηση) από τον Γ. Δελαστίκ (που τώρα κάνει αλλού… καριέρα), με τίτλο «Αφγανιστάν – Επανάσταση και Αντεπανάσταση», διαβάζουμε τα εξής… σπαρταριστά για το πώς έγινε εκεί η «επανάσταση»: «Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η ηγεσία του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (σ.σ. του Αφγανιστάν) παίρνει μια απόφαση καθοριστικής, όπως αποδείχθηκε σημασίας. Αποφασίζει να προσπαθήσει να μετατρέψει το στρατό σε βασικό όργανο ανατροπής του καθεστώτος, ώστε να ανοίξει το δρόμο στην επανάσταση, με την πραγματοποίηση προοδευτικών αλλαγών σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικο-οικονομικής ζωής προς όφελος των λαϊκών μαζών, με την υποστήριξη και την ενεργή συμμετοχή τους»[4]. Καημένε Μαρξ, καημένε Λένιν, που νομίζατε ότι ο αστικός στρατός πρέπει να συντριβεί. Που να ξέρατε ότι κάποτε θα… μετατρεπόταν σε κινητήρια δύναμη της… επανάστασης: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς την παρέμβαση του στρατού όχι μόνο δεν θα γινόταν η επανάσταση του Απρίλη του 1978, αλλά ούτε και μπορεί να πει κανείς αν θα είχε γίνει μέχρι τώρα. Πιθανότατα όχι…»[4].
Οσο για τις λαϊκές μάζες, αυτές δεν χρειάστηκε να κάνουν και πολλά πράγματα: «Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι δυνάμεις του ΛΔΚΑ (σ.σ.Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος Αφγανιστάν) στο στρατό ήταν που ανάτρεψαν το καθεστώς του Νταούντ, ότι η φεουδαρχία δεν ανατράπηκε από κάποια έφοδο του μαζικού κινήματος των εξεγερμένων μαζών όπως έγινε π.χ. στο Ιράν, με την ανατροπή του Σάχη»[4]. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η… επανάσταση στο Αφγανιστάν δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την… επανάσταση της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία, ότι τα όρια της ξετσιπωσιάς των απολογητών του σοβιετικού σοσιαλ-ιμπεριαλισμού, που τολμούσαν να επικαλεστούν ακόμα και τον Λένιν για να δικαιολογήσουν τα… αδικαιολόγητα[4]!
Τελειώνοντας με την περίπτωση του Αφγανιστάν, καλό θα ήταν να πούμε δυο λόγια για την πορεία του ΛΔΚΑ που με τη βοήθεια του στρατού έφερε την… επανάσταση. Οπως μας πληροφορεί ο κ. Δελαστίκ στο πόνημά του, το ΛΔΚΑ ιδρύθηκε το 1965 και πριν κλείσει ένα χρόνο ζωής διασπάστηκε. Από τη μια μεριά ήταν η ομάδα Χαλκ με τον Ταράκι και τον Αμίν και από την άλλη η ομάδα Παρτσάμ με τον Καρμάλ και άλλους. Και οι δύο ομάδες εμφανίζονταν ως «κομμουνιστικές» (διάβαζε φιλοσοβιετικές). Οι δύο ομάδες επανενώθηκαν το 1977 αλλά «στις 27 Νοέμβρη του 1978 η ΚΕ του ΛΔΚΑ καθαιρούσε από μέλη της ΚΕ και του Επαναστατικού Συμβουλίου τον Μπαμπράκ Καρμάλ, … κ.α. δηλαδή όλη την σημερινή ηγεσία του κόμματος και του κράτους με την κατηγορία της “ενεργούς συμμετοχής σε προδοτικές συνωμοσίες”»[4]! Αν νομίζετε ότι η φαγωμάρα τελείωσε τότε, κάνετε λάθος. «Πριν συμπληρωθεί χρόνος, ο Αμίν δολοφονεί και τον Ταράκι, στις αρχές του Σεπτέμβρη 1979 (σ.σ. δηλαδή μετά την… επανάσταση), παρόλο που ο Ταράκι ήταν ο ηγέτης της ομάδας Χαλκ στην οποία υποτίθεται ότι ανήκε και ο Αμίν»[4]!!! Ο Δελαστίκ αναφέρει ότι ο Αμίν εγκαθιδρύει «καθεστώς τρόμου και αίματος» (!) το οποίο ανατρέπεται στα τέλη του Δεκέμβρη του 1979 από τον Καρμάλ (που είχε κατηγορηθεί ένα χρόνο πριν για… προδοσία) και την ομάδα Παρτσάμ «και ο Αμίν και οι συνένοχοί του καταδικάζονται από επαναστατικό δικαστήριο σε θάνατο και εκτελούνται με συνοπτική διαδικασία»[4]!!! Την ίδια στιγμή (Δεκέμβρης 1979), όλως τυχαίως, επεμβαίνουν και τα «σοβιετικά» στρατεύματα για να στηρίξουν τη νέα εξουσία!
Εκπληκτική ομοιότητα παρουσιάζει και η περίπτωση της Αιθιοπίας. Μας πληροφορεί ο κουβανός Ραούλ Βαλντές Βιβό, στο βιβλίο του «Αιθιοπία, η άγνωστη επανάσταση», που εκδόθηκε στα ελληνικά το 1980, ξανά από τη «Σύγχρονη Εποχή»: «Μέχρι το Φλεβάρη του 1974 (σ.σ. λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα), οι Αιθίοπες έβλεπαν τον Χαϊλέ Σελάσιε (σ.σ. τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας) σαν κάτι που πλησίαζε σε θεότητα»[5]. Κατά τον συγγραφέα του πονήματος, «η απομυθοποίηση, η αποτοξίνωση, συνέβη με το μόνο δυνατό τρόπο: την ίδια στιγμή για όλους»[5]. Πώς έγινε αυτό; Με την επέμβαση του στρατού, φυσικά, «καθώς δεν υπήρχε μια καταπιεσμένη τάξη που θα μπορούσε να αναλάβει την εξουσία – ούτε υπήρχαν έστω κομμάτια της οργανωμένα σε κόμματα ή σε κινήματα – δημιουργήθηκε ένα κενό. Μόνο ο στρατός μπορούσε να το καλύψει»[5].
Η διαφορά με το Αφγανιστάν είναι ότι εκεί υπήρξαν κάποιες διαμαρτυρίες που, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, έθεταν το δίλημμα στον στρατό «να πατάξει τη διαμαρτυρία – που όλο και περισσότερο έπαιρνε την μορφή της εξέγερσης – ή να πάρει μέρος σ’ αυτήν. Το Γενικό Επιτελείο διάλεξε το δεύτερο»[5]! Η επανάσταση βέβαια χρειάζεται και τα… «σοσιαλιστικά» στρατεύματά της. Αντί των «σοβιετικών», στην περίπτωση της Αιθιοπίας επιστρατεύτηκαν οι Κουβανοί, αφού ούτε κόμμα υπήρχε να την… καθοδηγήσει!
Οι περιπτώσεις του Αφγανιστάν και της Αιθιοπίας δεν ήταν οι μοναδικές που οι «σοβιετικοί» σοσιαλ-ιμπεριαλιστές έκαναν «παιχνίδι» με δικτατορικά καθεστώτα. Το Ιράκ (από το οποίο οι «σοβιετικοί» θησαύρισαν πουλώντας όπλα, όταν πολεμούσε με το Ιράν), η Λιβύη, η Συρία και άλλες χώρες δέθηκαν στο «σοβιετικό» άρμα για πάρα πολλά χρόνια.
Στρατιωτικοποίηση της οικονομίας
Η ιμπεριαλιστική πολιτική της «Σοβιετικής» Ενωσης δε θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί αν δεν στρατιωτικοποιούνταν η οικονομία της. Για να το επιτύχουν αυτό, ο Χρουστσόφ και οι επίγονοί του κατηγόρησαν τον Στάλιν ότι άφησε ανοχύρωτη τη Σοβιετική Ενωση απέναντι στην φασιστική λαίλαπα! Πίσω απ’ αυτή την κατηγορία κρυβόταν η απέχθειά τους στη μπολσεβίκικη θέση ότι «είναι αδύνατο, παράλληλα με την ανάπτυξη της ειρηνικής βιομηχανίας, με την ανέγερση μεγαλειώδικων ειρηνικών έργων και τη συστηματική πτώση των τιμών στα είδη πλατειάς κατανάλωσης, να αυξάνουν ταυτόχρονα οι ένοπλες δυνάμεις και να αναπτύσσεται η πολεμική βιομηχανία»[6].
Είναι αλήθεια ότι η Σοβιετική Ενωση έσπασε το μονοπώλιο της κατασκευής ατομικής βόμβας το 1950. Ποιος όμως μπορούσε να την κατακρίνει γι’ αυτό, όταν η ιμπεριαλιστική Δύση γινόταν ολοένα και πιο επιθετική απέναντί της; Ωστόσο, τα κονδύλια που προβλέπονταν για τις πολεμικές δαπάνες μειώνονταν. Σύμφωνα με τον Γ. Μαλενκόφ, στο λόγο του στην πέμπτη σύνοδο του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ σχετικά με τον κρατικό προϋπολογισμό του 1953, τα έξοδα για την άμυνα ήταν 20,8% του προϋπολογισμού έναντι 23,6% που ήταν έναν χρόνο πριν[7]. Ούτε αποκρύψεις ούτε μισόλογα. Ολη η ανθρωπότητα μάθαινε τι δίνει η ΕΣΣΔ για εξοπλισμούς.
Αυτή η πολιτική, που βασιζόταν στην θέση ότι τη νίκη στον πόλεμο δεν τη δίνουν τα… υπερόπλα, αλλά κυρίως η σταθερότητα στα μετόπισθεν, η υπεροχή του κοινωνικού συστήματος, πετάχτηκε στα καλάθια των αχρήστων σαν λαθεμένη. Για να δείτε με τι αντικαταστάθηκε κάντε τον κόπο να διαβάσετε τα παρακάτω λόγια: «Η χώρα εξάλλου πρέπει να είναι σε κάθε στιγμή έτοιμη για προσαρμογή της οικονομίας σε πολεμικό πρόγραμμα σε περίπτωση πολέμου. Για το σκοπό αυτό η οικονομική οργάνωση της χώρας προσαρμόζεται συνήθως μέχρις ένα βαθμό στην κατεύθυνση της στρατιωτικοποίησης της οικονομίας… Η δύναμη του στόλου μας μετά τον εξοπλισμό του με νέα πολεμικά μέσα αυξήθηκε κατά πολύ. Εγινε ικανός να φέρει σε πέρας τις ενεργητικές αποστολές που του ανατίθενται πολύ πέρα από τα όρια των σοβιετικών νερών… Δεδομένου ότι τα υδρογονικά όπλα στη Σοβιετική Ενωση κατασκευάστηκαν νωρίτερα από τις ΗΠΑ και το σπουδαιότερο ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν υπερισχυρά θερμοπυρηνικά βλήματα αρκετών δεκάδων εκατομμυρίων τόνων, που υπάρχουν στην ΕΣΣΔ, θεωρούμε αναμφισβήτητη την υπεροχή μας απέναντι του δυτικού συνασπισμού σε πυρηνικά όπλα»[8].
Οι δεκαετίες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τα λεγόμενα των ρώσων αξιωματικών. Η «Σοβιετική» Ενωση έγινε μια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, βασιζόμενη σε μια τεράστια πολεμική μηχανή που ανταγωνιζόταν στα ίσα το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο της Δύσης. Μόνο που η πολεμική αυτή μηχανή δεν είχε καμιά σχέση με το… σοσιαλισμό.
Η κατάρρευση
Το «σοβιετικό» μόρφωμα ήταν καταδικασμένο να καταρρεύσει. Κι αυτό γιατί ήταν αδύνατο να τιθασεύσει τη βασική αντίθεση που το ταλάνιζε. Την αντίθεση ανάμεσα στην κρατική μορφή της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και το καπιταλιστικό περιεχόμενο αυτής της ιδιοκτησίας. Ο δυτικός καπιταλισμός ήταν κατά πολύ ανώτερος από τον «σοβιετικό» κρατικό καπιταλισμό κι αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Η κρίση του συστήματος αποτυπώθηκε γλαφυρά στα ίδια τα λόγια της πολιτικής εισήγησης της ΚΕ του «ΚΚΣΕ» που παρουσίασε στο 27ο συνέδριο ο Μ. Γκορμπατσόφ, το Μάρτη του 1986. Εκεί γίνεται λόγος για «προβληματικές επιχειρήσεις», «παραγωγική αρρυθμία», «πολύ αργούς ρυθμούς ανάπτυξης», «σπατάλη» κ.λπ. με τον Γκορμπατσόφ να παραδέχεται ανοιχτά πλέον ότι «στη δεκαετία του ’70, στη λαϊκή οικονομία άρχισαν να αυξάνονται οι δυσκολίες, αισθητά έπεσαν οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα, ήταν να μην εκπληρώνονται οι στόχοι για την ανάπτυξη της οικονομίας… Ακολούθησε καθυστέρηση της υλικής βάσης της επιστήμης και της παιδείας, της προστασίας της υγείας, του πολιτισμού και των καθημερινών υπηρεσιών… Δημιουργήθηκε ρήγμα ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και το υπάρχον επίπεδο της παραγωγής, ανάμεσα στη ζήτηση και τον εφοδιασμό με αγαθά»[9].
Η ΚΕ του «ΚΚΣΕ» έριξε φυσικά τις ευθύνες στους… τεμπέληδες εργάτες: «Δε μπορούμε, πλέον, να συμβιβαστούμε με μια κατάσταση που το προσωπικό επιχειρήσεων οι οποίες παράγουν ακατάλληλα προϊόντα, περνάει μια ατάραχη ζωή, παίρνει πλήρη μισθό, απολαμβάνει πριμ και άλλα ωφελήματα. Σε τελική ανάλυση γιατί εμείς θα πρέπει να πληρώνουμε την εργασία αυτών που παρήγαγαν τέτοια προϊόντα που κανείς δεν αγοράζει; Ετσι κι αλλιώς όλα αυτά στρέφονται εναντίον μας, σύντροφοι. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε»[9].
Οσο προχωρούσε ο καιρός, η κρίση γινόταν όλο και πιο έντονη. Το 1987 στοιβάχτηκε στις αποθήκες μια τεράστια ποσότητα αδιάθετης παραγωγής που έφτανε περίπου το 38% της συνολικής παραγωγής του ίδιου έτους[10] και άρχισε να γίνεται λόγος ακόμα πιο έντονα για «προβληματικές» επιχειρήσεις, για κρυμμένη ανεργία (που το καθεστώς την κάλυπτε με την τακτική της επιδότησης των θέσεων εργασίας), για εκατοντάδες χιλιάδες εγκαταλελειμμένα αγροκτήματα. Στη 19η συνδιάσκεψη του «ΚΚΣΕ», το 1988, έφτασαν να παραδεχτούν ανοιχτά ότι «το επισιτιστικό πρόβλημα είναι το πιο επώδυνο σημείο στη ζωή της κοινωνίας, το πιο οξυμμένο πρόβλημα»[11]. Ενα πρόβλημα που είχε λυθεί το 1950 επανεμφανίστηκε το 1988!
Η απάντηση της «σοβιετικής» ηγεσίας, μέσω της περιβόητης «περεστρόικα», ήταν το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα στην ατομική ιδιοκτησία, φτάνοντας στο αποκορύφωμα της διαστροφής, να θεωρούνται οι «μικτές» επιχειρήσεις (δηλαδή οι επιχειρήσεις κοινής εκμετάλλευσης με το ξένο κεφάλαιο) ως απαραίτητο στοιχείο της… «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» κι όχι ως αναγκαστικό και προσωρινό μέτρο που αποτελούσε φόρο υποτέλειας στο διεθνές κεφάλαιο, όπως θεωρού-νταν τη εποχή της ΝΕΠ (Νεα Οικονομική Πολιτική), όταν στις αρχές της σοβιετικής εξουσίας οι μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν να κάνουν παραχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο για να ανορθωθεί η κατεστραμμένη οικονομία. Το να επικαλούνται, όμως, οι ηγέτες του «ΚΚΣΕ» την ανάγκη της δράσης του ξένου κεφαλαίου, μετά από επτά δεκαετίες «σοσιαλισμού», ήταν η μεγαλύτερη προβοκάτσια σε βάρος του σοσιαλισμού.
Μετά απ’ αυτά, ήταν αναμενόμενο ότι η «Σοβιετική» Ενωση δεν μπορού-σε ν’ αντέξει με τη μορφή που εμφανιζόταν όλ’ αυτά τα χρόνια. Ετσι, στις 8 Δεκέμβρη του 1991, η «Σοβιετική» Ενωση διαλύθηκε και επίσημα και στη θέση της δημιουργήθηκε η «Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών». Ο καπιταλισμός επανήλθε και τυπικά πλέον, αντιστοιχίζοντας τη μορφή στο περιεχόμενο. Το πολιτικό σύστημα και η μορφή της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής ευθυγραμμίστηκαν απόλυτα με το καπιταλιστικό περιεχόμενο, που είχε παλινορθωθεί πριν από τρεις δεκαετίες, ασφυκτιούσε όμως μέσα στα πλαίσια του εποικοδομήματος που είχε δημιουργηθεί, που ήταν αναγκασμένο να διατηρεί ορισμένες μορφές που θύμιζαν σοσιαλισμό (και πρώτα απ’ όλα την κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής).
Η ευθυγράμμιση αυτή δεν έγινε ούτε εύκολα ούτε χωρίς κόστος. Η «σοβιετική» υπερδύναμη όχι μόνο έχασε πολλά από τα ερείσματά της στη διεθνή σκακιέρα, αλλά βυθίστηκε σε ακόμα πιο βαθιά κρίση. Γι’ αυτά όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. ΚΟΜΕΚΟΝ: Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας. Το «αντίπαλο δέος» της ΕΟΚ, στο ανατολικό μπλοκ.
2. «Ριζοσπάστης», 14/11/11. Αναφερόμενος στην… ανωτερότητα του σοσιαλισμού, παρουσιάζει δημοσκόπηση που αναφέρει: «Σε ό,τι αφορά τον τελευταίο κομμουνιστή ηγέτη της χώρας, τον Ν. Τσαουσέσκου, το 84% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι κακώς εκτελέστηκε, χωρίς να γίνει μια δίκαιη και δημόσια δίκη, ενώ το 60% εκφράζει λύπη για το θάνατό του. Το ποσοστό αυτό είναι συντριπτικό αν αναλογιστεί κανείς το μελάνι που έχυσε η προπαγάνδα των ιμπεριαλιστών όλα αυτά τα χρόνια για να συκοφαντήσει το σοσιαλισμό και να παρουσιάσει τους κομμουνιστές ηγέτες σαν λαομίσητους δικτάτορες»!
3. Τσε Γκεβάρα, Πολιτικά Κείμενα, τόμος 1, στο κεφάλαιο «Ο λόγος στο Αλγέρι».
4. Γιώργος Δελαστίκ, «Αφγανιστάν – επανάσταση και αντεπανάσταση», Σύγχρονη Εποχή, 1985, σελ. 36, 37, 41 και 101. Ως βαθύς… γνώστης του μαρξισμού ο κ. Δελαστίκ (στέλεχος τότε του Περισσού) έδινε και… λενινιστική χροιά στο… «σοσιαλιστικό» πραξικόπημα, βρίσκοντας το θράσος να επικαλεστεί τον Λένιν ισχυριζόμενος ότι «το καθοριστικό ζήτημα της επανάστασης βρίσκεται στο πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης»! Το ότι ο Λένιν μιλούσε για τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής, ο κ. Δελαστίκ το έκανε επιμελώς… γαργάρα!
5. «Αιθιοπία η άγνωστη επανάσταση», Σύγχρονη Εποχή, 1980, σελ. 84, 90, 96.
6. «Οδηγίες του 19ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ για το 5ο πεντάχρονο σχέδιο ανάπτυξης της ΕΣΣΔ στα 1951-1955, 8/10/1952, Μ.Ζ. Σαμπούροφ, πρόεδρος κρατικής επιτροπής σχεδίου.
7. Γ. Μαλενκόφ, Λόγος στην 5η Σύνοδο του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, σχετικά με τον προϋπολογισμό. Αναδημοσίευση από τη μπροσούρα της Μ-Λ Οργάνωσης ΣΑΚΕ «Οι κομμουνιστές και η ειρήνη», που εκδόθηκε το Μάη του 1987.
8. «Η στρατηγική του πολέμου», Σύγγραμμα ομάδας σοβιετικών αξιωματικών υπό την διεύθυνση του στρατάρχη Β. Σοκολόφσκυ, Μόσχα, 1962. Αναδημοσίευση από τη μπροσούρα «Οι κομμουνιστές και η ειρήνη».
9. Πολιτική εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΣΕ από τον Γκορμπατσόφ στο 27ο Συνέδριο, Ριζοσπάστης, 2/3/1986.
10. «Περεστρόικα – Η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού», εκδόσεις Οχτώβρης, Σεπτέμβρης 1988.
11. Εισήγηση Γκορμπατσόφ στη 19η Συνδιάσκεψη του «Κ»ΚΣΕ. Αναδημοσίευση από τη μπροσούρα «Περεστρόικα – Η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού».