Με αφορμή τη νίκη του Βλαδιμίρ Πούτιν στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές της Ρωσίας, επιχειρήσαμε στο προηγούμενο φύλλο μία σύντομη ιστορική αναδρομή από την εποχή της Οκτωβριανής επανάστασης μέχρι την περίοδο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν η εποχή ανόδου του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και της εγκαθίδρυσης της σοβιετικής εξουσίας, που εδώ και δεκαετίες έχει συγκεντρώσει τα πυρά των απολογητών της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, οι οποίοι επιχειρούν να την ταυτίσουν με την πιο άγρια δικτατορία, με τον φασισμό που αποτελούσε και το μεγαλύτερό της εχθρό.
Ο στόχος προφανής. Να ταυτιστούν με το φασισμό όσοι υποστηρίζουν τις αρχές που ανέδειξε το κομμουνιστικό κίνημα και η Σοβιετική Ενωση εκείνη την περίοδο. Αρχές, όπως η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των καπιταλιστών και των τραπεζών, το μοίρασμα της γης στους αγρότες, η ακύρωση των τοκογλυφικών δανείων στο ξένο κεφάλαιο, η συνένωση των διάσπαρτων αγροτικών νοικοκυριών σε κοινή συνεταιριστική βάση (κολλεκτιβοποίηση), ο χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, η ισότητα ανδρών-γυναικών και η ισονομία των εθνοτήτων, η εξάλειψη των αντιθέσεων σωματικής-πνευματικής εργασίας και πόλης-χωριού, αποτελούν… θανάσιμα αμαρτήματα σύμφωνα με τους λακέδες του κεφαλαίου, γι’ αυτό και πρέπει να ταυτιστούν με τον πιο βάρβαρο «ολοκληρωτισμό», τα «γκουλάγκ», την «ανελευθερία», τη «δικτατορία του κόμματος» και την αδυσώπητη «υποδούλωση του ατόμου στις μάζες».
Η εργατική αλληλεγγύη βαφτίστηκε «υποδούλωση του ατόμου στις μάζες», για να αποθεωθεί ο άκρατος ατομισμός, η ρουφιανιά και η υποταγή στις πιο άπληστες ορέξεις του κεφαλαίου. Ομως, αυτή η «υποδούλωση» ήταν που γέννησε τέτοιον ηρωισμό εκατομμυρίων κομμουνιστών, αυτή η «υποδούλωση» προφύλαξε την εργατική τάξη από τον εκφυλισμό και την εξαθλίωση και ανάγκασε το κεφάλαιο να δημιουργήσει το «κράτος πρόνοιας» στις δυτικές «δημοκρατίες» για να γλυτώσει από τις προλεταριακές επαναστάσεις.
Οποια άποψη κι αν έχει ο καθένας για την ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής, για το αν οικοδομήθηκε σοσιαλισμός ή όχι στη Σοβιετική Ενωση, ένα πράγμα δεν θα πρέπει να ξεχνάει. Οτι αυτές οι αρχές αναδείχτηκαν εκείνη την περίοδο από το κομμουνιστικό κίνημα, γι’ αυτό και απετέλεσε τον νούμερο ένα εχθρό της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Αυτές οι αρχές, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να αναδειχτούν και σήμερα από την εργαζόμενη κοινωνία και την πολιτική της οργάνωση, που πρέπει να οικοδομηθεί, προκειμένου να χαράξει το δικό της δρόμο προς την κοινωνική απελευθέρωση. Εναν δρόμο που δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, όπως δεν ήταν και τότε, αλλά θα δώσει δύναμη και πνοή στην εργατική τάξη για ν’ ανατρέψει τη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα που μόνο με τις πρώτες εποχές της γέννησής της μπορεί να συγκριθεί.
Για να το κάνουμε όμως αυτό, πρέπει να κατανοήσουμε την εξέλιξη της πρώτης προσπάθειας οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, τι πήγε στραβά και τι όχι, και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Κι αυτό δεν μπορεί, φυσικά, να γίνει στον περιορισμένο χώρο ενός αφιερώματος, όπως το παρόν, που στόχο έχει ν’ ανοίξει τα θέματα αυτά προς συζήτηση και προβληματισμό. Αντί να περιμένουμε το… «κίνημα» της πατάτας ή τα «εναλλακτικά εμπόρια» στα πλαίσια του καπιταλισμού, που τόσο εύκολα ενσωματώνονται από το σύστημα και στην καλύτερη περίπτωση δεν προσφέρουν παρά ελάχιστα σε όσους τα ενστερνίζονται, ας ξεκινήσουμε να σκεφτόμαστε τι σύστημα θέλουμε και πώς θα το αποκτήσουμε. Είναι γεγονός, ότι τόσα χρόνια «κομμουνισμού» τύπου Τσαουσέσκου, Βόρειας Κορέας ή Κίνας (με την τελευταία ν’ αποτελεί την ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού, διατηρώντας όμως το… σφυροδρέπανο), έχουν προκαλέσει την απέχθεια εκατομμυρίων εργαζομένων προς αυτό το σύστημα. Ομως, γι’ αυτό δεν φταίει ο κομμουνισμός, αλλά η διαστροφή του. Μια διαστροφή που γεννήθηκε μέσα από τη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης. Στο πώς έγινε αυτό θα επιχειρήσουμε ν’ αναφερθούμε παρακάτω καλώντας όσους ενδιαφέρονται να μελετήσουν πιο εμπεριστατωμένες αναλύσεις[1].
Οπως επισημάναμε στο προηγούμενο φύλλο, οι μπολσεβίκοι είχαν στη διάθεσή τους λιγότερο από δύο δεκαετίες (το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο Παγκόσμιων Πολέμων) για ν’ ανορθώσουν μια κατεστραμμένη οικονομία (από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση), να οργανώσουν σε εθελοντική συνεταιριστική βάση τα διάσπαρτα αγροτικά νοικοκυριά, να εκβιομηχανίσουν τη χώρα για να πετύχουν επάρκεια φτηνών αγαθών κι όλα αυτά κόντρα στις επιβιώσεις του καπιταλισμού στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ιδιαίτερα των πλατιών μαζών των αγροτών μικροϊδιοκτητών και την τεράστια δύναμη της συνήθειας που κουβαλούσαν αυτοί, πράγματα που δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν από τη μια στιγμή στην άλλη, κόντρα στην αντίσταση των πλουσιότερων αγροτών (κουλάκων) που έβλεπαν εχθρικά τους συνεταιρισμούς (κολχόζ) και σε ένα διεθνές κλίμα εχθρότητας του καπιταλιστικού περίγυρου που εκμεταλλευόταν τις όποιες αδυναμίες ή λάθη της νεαρής σοβιετικής δημοκρατίας για να την αφανίσουν.
Χωρίς την επάρκεια αγαθών, χωρίς την ικανοποίηση των ολοένα αυξανόμενων υλικών αναγκών της εργαζόμενης κοινωνίας κάθε λέξη για σοσιαλισμό είναι κενό γράμμα. Ο σοσιαλισμός δεν είναι μοίρασμα της φτώχειας, όπως εντελώς διαστρεβλωμένα τον παρουσιάζουν οι επικριτές του, και οι ηγέτες των μπολσεβίκων το γνώριζαν αυτό και το επεσήμαιναν συνεχώς. Είναι η πρώτη φάση της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας. Οπως τόνιζε ο Μαρξ, «εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως έχει εξελιχθεί πάνω στη δική της βάση, αλλά αντίθετα όπως ακριβώς προβάλλει από την καπιταλιστική κοινωνία, με μία κομμουνιστική κοινωνία, επομένως, που από κάθε άποψη, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά, είναι γεμάτη με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τους κόλπους της βγήκε»[2].
Ομως αυτές οι δύο δεκαετίες, που μπορεί να φαίνονται σημαντικό χρονικό διάστημα για τη ζωή σε ατομικό επίπεδο, σε ιστορικό επίπεδο αποτελούν ελάχιστο χρόνο, ιδιαίτερα αν συνυπολογιστούν τα καθήκοντα που είχαν τεθεί. Παρολαυτά, η σοβιετική εξουσία πέτυχε πολλά πράγματα σε αυτό το διάστημα, ορισμένα από τα οποία επισημάναμε στο προηγούμενο φύλλο. Γι’ αυτό και είχε τέτοια διεθνή ακτινοβολία πυροδοτώντας το επαναστατικό κίνημα ανά τον κόσμο.
Η επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία και η νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν επόμενο να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η παλινόρθωση του καπιταλισμού στη χώρα ήταν απίθανο να γίνει από τα μέσα. Ωστόσο, ήταν ο ίδιος ο Στάλιν που το 1952[3] επεσήμανε ότι σε περίπτωση λαθεμένης πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων μπορεί να υπάρξει σύγκρουση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής (δηλαδή τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους στην πορεία της παραγωγής) και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας (τις σχέσεις της κοινωνίας προς τις δυνάμεις της φύσης, στον αγώνα με τις οποίες αποκτάει τα αναγκαία υλικά αγαθά). Δηλαδή, με απλά λόγια, να δημιουργηθεί μία κατάσταση οπισθοδρόμησης, με τις σχέσεις παραγωγής να δημιουργούν προβλήματα στις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος είχε… προβλέψει την παλινόρθωση του καπιταλισμού, ούτε ήταν δυνατόν να μετατραπεί σε… «κοινωνικό μάντη». Σημαίνει ότι η σοβιετική ηγεσία δεν παραγνώριζε ότι τα προβλήματα μπορεί να έπαιρναν οξύ χαρακτήρα, υποσκάπτοντας την πορεία προς τα μπρος, σε περίπτωση λαθεμένης πολιτικής κατεύθυνσης από τα πάνω. Γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, η κατεύθυνση από τα «πάνω» έπαιζε και θα παίζει σημαίνοντα ρόλο ακόμα και σε μία σοσιαλιστική κοινωνία, μέχρι να μάθουν όλοι να διοικούν αντί να αναθέτουν τη διοίκηση σε άλλους.
Δεν είναι στις προθέσεις αυτού του αφιερώματος να αναλυθούν όλες οι αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ[1]. Θα επισημάνουμε επιγραμματικά μόνον ορισμένα ζητήματα που θα πρέπει να λάβει υπόψη του όποιος αναζητά απαντήσεις σε αυτό το θέμα:
1. Στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν να υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις, ανεξάρτητα αν αυτές δεν είναι σχέσεις ανταγωνιστικές (δηλαδή δεν οδηγούν αναπόφευκτα σε σύγκρουση). Οι ταξικές αυτές αντιθέσεις υπήρξαν στη Σοβιετική Ενωση ανάμεσα στους εργάτες, τους αγρότες και τη σοσιαλιστική διανόηση. Ιδιαίτερα οι αντιθέσεις της τελευταίας με τις δύο πρώτες, που βασίζονταν στην αντίθεση διανοητικής – σωματικής εργασίας, δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν… με διατάγματα, αλλά μόνο μέσα από την πλατιά άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου του λαού στη βάση της ολόπλευρης ικανοποίησης των υλικών αναγκών του. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, πόσο εύκολο ήταν να συμβεί αυτό στη Σοβιετική Ενωση μετά από έναν αιματηρό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μπορεί η Σοβιετική Ενωση να βγήκε νικήτρια, ο πόλεμος όμως καθυστέρησε σημαντικά την υλική ανάπτυξη της κοινωνίας.
2. Στη σοσιαλιστική κοινωνία που οικοδομήθηκε δε θα μπορούσε να εξαφανιστεί ο γραφειοκρατισμός, γιατί γεννιούνταν στο έδαφος της ίδιας της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αφού εξακολουθούσαν να υφίστανται κράτος και τάξεις[4] κι αφού η ανάπτυξή της δεν είχε κατορθώσει να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που να επιτρέπει τέτοια αφθονία προϊόντων ώστε πάνω στη βάση της να αναπτυχθεί πλέρια το πολιτιστικό επίπεδο των πλατιών λαϊκών μαζών, να μειωθεί επαρκώς ο χρόνος εργασίας και ν’ ανέβει το επίπεδό τους σε τέτοιο σημείο που να καταπιάνονται με τη διοίκηση των κρατικών υποθέσεων και να μην την αναθέτουν στην ηγεσία.
3. Στη σοσιαλιστική κοινωνία εξακολουθούσε να υφίσταται η εμπορευματική κυκλοφορία (και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά) που όμως είναι ασυμβίβαστη με την προοπτική του περάσματος από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό[5]. Η εμπορευματική κυκλοφορία, βέβαια, δεν αναπτυσσόταν άναρχα όπως στον καπιταλισμό, αλλά σχεδιασμένα, όμως εξακολουθούσε να υφίσταται κι αν υποχωρούσε ο κεντρικός σχεδιασμός χάριν της… «αυτοτέλειας» των παραγωγών (όπως έγινε αργότερα), ο κίνδυνος σοβαρής οπισθοδρόμησης θα ήταν απόλυτα υπαρκτός.
Οι ανατροπές που συντελέστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, με την άνοδο του Νικήτα Χρουστσόφ στην εξουσία, έφεραν τα πάνω κάτω στη σοβιετική κοινωνία. Η επίθεση των δυνάμεων που εξέφραζε ο Χρουστσόφ ξεκίνησε με την αγροτιά. Ηδη, από το Σεπτέμβρη του 1953 η ΚΕ του ΚΚΣΕ αποφάσισε εντελώς τυχοδιωκτικά ν’ αυξήσει μαζικά την καλλιεργήσιμη επιφάνεια ξεχερσώνοντας νέα εδάφη. Τα έξοδα των ξεχερσωμάτων φορτώθηκαν στην πλειοψηφία τους στα κολχόζ (τους συνεταιρισμούς της αγροτιάς, δηλαδή), ενώ το κράτος μείωσε δραματικά τις επενδύσεις του στην αγροτική οικονομία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στα χρόνια 1946-51 επενδύθηκαν 180 δισ. ρούβλια, ποσό που προβλεπόταν να υπερδιπλασιαστεί (380 δισ.) την πενταετία 1951-55. Ξέρετε πόσα επενδύθηκαν στο σύνολο της οικονομίας το 1956-60; Μόλις 100 δισ. ρούβλια[6]!
Το 1956 αποφασίζουν μάλιστα να φορτώσουν στα κολχόζ τα έξοδα για την κατασκευή κτιρίων, λεσχών, παιδικών σταθμών κ.λπ. κάνοντας νέα αφαίμαξη στα οικονομικά τους και το Μάρτη του 1958 αποφασίζουν να πουλήσουν τα τρακτέρ και τις μηχανές στα κολχόζ υποστηρίζοντας ότι «τώρα που η πλειοψηφία των κολχόζ είναι σε θέση να προμηθευτεί και να χρησιμοποιήσει σωστά και πιο παραγωγικά τα τρακτέρ, τα κομπάιν και τις άλλες γεωργικές μηχανές, επιβάλλεται να αρχίσει η πούληση των μηχανών αυτών στα κολχόζ»[7]!
Τι σήμαινε αυτό; Ο,τι ακριβώς προειδοποιούσε ο Στάλιν το 1952: «Μπορούν, άραγε, να σηκώσουν αυτά τα έξοδα τα κολχόζ μας κι αν ακόμα ήταν εκατομμυριούχα; Οχι, δεν μπορούν, γιατί δε βρίσκονται σε θέση να αναλάβουν έξοδα δισεκατομμυρίων, που μπορούν να ξεπληρωθούν μονάχα ύστερα από 6-8 χρόνια. Τα έξοδα αυτά μπορεί να τ’ αναλάβει μονάχα το κράτος, γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι σε θέση να σηκώσει πάνω του τις ζημιές από την εκτόπιση των παλιών μηχανών και την αντικατάσταση τους από νέες, γιατί αυτό και μόνο αυτό είναι σε θέση να αντέξει αυτές τις ζημιές επί 6 ως 8 χρόνια, με σκοπό να βγάλει τα έξοδα του στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος. Τι σημαίνει ύστερα από όλα αυτά το να ζητάμε να πουληθούν οι μηχανοτρακτερικοί σταθμοί στα κολχόζ, σαν ιδιοκτησία τους; Αυτό σημαίνει, να οδηγήσουμε τα κολχόζ σε μεγάλες ζημιές και να τα καταστρέψουμε, να υπονομεύσουμε την εκμηχάνιση της αγροτικής οικονομίας, να κατεβάσουμε τους ρυθμούς της κολχόζνικης παραγωγής»[3].
Στο ίδιο έργο, αναφέρονταν ακόμα πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πολιτικής: «Το αποτέλεσμα θα ήταν, πρώτα-πρώτα, ότι τα κολχόζ θα γίνονταν ιδιοκτήτες των βασικών εργαλείων παραγωγής, θα καταλήγανε, δηλαδή, να βρίσκονται σε μια ιδιότυπη κατάσταση, στην οποία δε βρίσκεται καμιά επιχείρηση στη χώρα μας, γιατί, όπως είναι γνωστό, ακόμα κι οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις δεν είναι σ’ εμάς ιδιοκτήτες των εργαλείων παραγωγής… Μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα συντελούσε στην ανύψωση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας μέχρι το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας, ότι θα επιτάχυνε το πέρασμα της κοινωνίας μας από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό; Δε θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε μονάχα να απομακρύνει την κολχόζνικη ιδιοκτησία από την κοινωνική ιδιοκτησία κι ότι θα οδηγούσε όχι στο πλησίασμα προς τον κομμουνισμό, αλλά αντίθετα στην απομάκρυνση απ’ αυτόν;»[3].
Η ζωή έδειξε πόσο δίκιο είχε ο Στάλιν σε αυτές τις επισημάνσεις. Τα οικονομικά αποτελέσματα μιλούν από μόνα τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1952 η παραγωγή σταριού ήταν 131 εκατ. τόνους, ενώ στα χρόνια 1956-60 κατά μέσον όρο 121.5 και το 1961-65 έφτασε τα 130.2 κι ας υποσχόταν η κλίκα Χρουστσόφ ότι το 1960 η παραγωγή σταριού θα έφτανε τους 180 εκ. τόνους! Αντί γι’ αυτό, το 1965 δεν είχαν πιάσει ούτε την παραγωγή του 1952[6]!
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε η κλίκα Χρουστσόφ και στη βιομηχανία. Μείωσαν τις επενδύσεις στις ακριτικές δημοκρατίες για να εξοικονομήσουν λεφτά για το κυνηγητό των εξοπλισμών και αναγόρευσαν το υλικό κίνητρο σε βασικό μοχλό για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, αποβλέποντας στο άνοιγμα της ψαλίδας των μισθών ανάμεσα σε διευθυντικά στελέχη και τους εργαζόμενους. Η σοσιαλιστική άμιλλα, η κομμουνιστική ηθική, η κριτική και αυτοκριτική θεωρούνταν… ξεπερασμένες! Τα κεφάλαια αρχίζουν να πηγαίνουν στην πολεμική και την ελαφριά βιομηχανία που δίνουν εύκολο και γρήγορο κέρδος. Την ίδια στιγμή, ο Χρουστσόφ διακήρυσσε ότι η ΕΣΣΔ βαδίζει προς την πλέρια οικοδόμηση του… κομμουνισμού! Τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής στοίχισαν στον Χρουστσόφ τη θέση του και το 23ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το Μάρτη του 1965, παραδέχτηκε ότι «δεν μπορέσαμε να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα του εφτάχρονου σχεδίου σε μερικούς σπουδαίους δείκτες» και ότι «τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εκδηλώνονται ορισμένα αρνητικά φαινόμενα, όπως είναι η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της παραγωγής και της παραγωγικότητας της εργασίας»[8].
Η αποδοχή της οικονομικής αποτυχίας από την άποψη των δεικτών ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας, που χρεώθηκε στον Χρουστσόφ από τον Μπρέζνιεφ, δεν έγινε για να διορθωθεί ο ολισθηρός δρόμος προς τον καπιταλισμό, που είχε πάρει η Σοβιετική Ενωση, αλλά για να συνεχιστεί και να εδραιωθεί αυτή η πορεία, υπό την κλίκα Μπρέζνιεφ αυτή τη φορά, μετατρέποντας την Σοβιετική Ενωση σε μια χώρα όχι μόνο κρατικο-καπιταλιστική αλλά σοσιαλ-ιμπεριαλιστική. Γι ‘αυτό όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. Τέτοιες αναλύσεις έγιναν από το περιοδικό Μαρξιστική Λενινιστική Επιθεώρηση (ΜΑΛΕΠ) της μ-λ οργάνωσης ΣΑΚΕ, στις αρχές του 1990, από τον Γεράσιμο Λιόντο, στη σειρά άρθρων με τίτλο «Σοσιαλιστική οικοδόμηση και καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ». Επίσης, στη μπροσούρα της ίδια οργάνωσης με τίτλο «Περεστρόικα – Η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού» (εκδόσεις «Οχτώβρης» Σεπτ. 1988). Το υλικό αυτό υπάρχει στα γραφεία της «Κόντρας» για όποιον ενδιαφέρεται.
2. Καρλ Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα – Παρατηρήσεις στο πρόγραμμα του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος».
3. Ι.Β. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», 1952.
4. Μπορεί τώρα όλοι να κατηγορούν τον Στάλιν για γραφειοκράτη, όμως ήταν ο ίδιος που επεσήμανε ότι «η πάλη ενάντια στα στοιχεία της γραφειοκρατίας είναι απαραίτητη και ότι θα αντιμετωπίζουμε το καθήκον διαρκώς, όσο θα υπάρχει στη χώρα μας κρατική εξουσία, όσο θα υπάρχουν τάξεις» (Απαντα, τόμος 10, σελ. 358).
5. Η ανεξέλεγκτη δράση του νόμου της αξίας και της εμπορευματικής κυκλοφορίας είχε στιγματιστεί από τον Στάλιν, ο οποίος επεσήμανε: «Κριτικάροντας την “οικονομική κομμούνα” του Ντίρινγκ, που λειτουργεί μέσα σε συνθήκες εμπορευματικής κυκλοφορίας, ο Eνγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ του απέδειξε πειστικά ότι η παρουσία της εμπορευματικής κυκλοφορίας πρέπει να οδηγήσει αναπόφευκτα τις λεγόμενες “οικονομικές κομμούνες” του Ντίρινγκ στην αναγέννηση του καπιταλισμού. Οι σ. Σανίνα και Βένζερ είναι φανερό ότι δε συμφωνούν μ’ αυτό. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Εμείς, όμως, οι μαρξιστές ξεκινάμε από τη γνωστή μαρξιστική θέση, ότι το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό και η κομμουνιστική αρχή της διάθεσης των προϊόντων σύμφωνα με τις ανάγκες αποκλείουν κάθε εμπορευματική ανταλλαγή, επομένως και τη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα και μαζί μ’ αυτό τη μετατροπή τους σε αξία» (Ι.Β.Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», 1952).
6. Για περισσότερα στοιχεία βλέπε «Περεστρόικα – Η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού» (εκδόσεις «Οχτώβρης», Σεπτ. 1988).
7. Απόσπασμα από την Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ το Μάρτη του 1953 – Νέος Κόσμος 3/1958.
8. «23ο συνέδριο του ΚΚΣΕ», σελ. 51.