Ξημερώματα Πέμπτης 20 Μάρτη 2003. Με τη λήξη του τελεσίγραφου με το οποίο καλούνταν να παραιτηθεί ο πρόεδρος του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν, ο Τζορτζ Μπους δίνει τη διαταγή για την έναρξη της επίθεσης κατά του Ιράκ. Λίγες ώρες πριν, είχε προηγηθεί επιστολή στο Κογκρέσο με την οποία αιτιολογούνταν η αναγκαιότητα της επίθεσης και προετοιμαζόταν η αμερικάνικη κοινωνία για τις «θυσίες» που έπρεπε να γίνουν.
Μετά από μήνες παζαρεμάτων με τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γερμανία-Γαλλία-Ρωσία), που για τους δικούς τους λόγους δεν ήθελαν τον πόλεμο, ο Αξονας ΗΠΑ-Βρετανίας-Ιταλίας-Ισπανίας αποφασίζει να παρακάμψει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και να επιτεθεί στο Ιράκ. Ενας πόλεμος-αστραπή, που διήρκησε μόλις 21 μέρες, κατέληξε στην πτώση της Βαγδάτης. Ομως, η αμερικανοβρετανική κατοχή δεν έφερε την ειρήνη. Πολύ γρήγορα αναπτύχθηκε ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης με επίκεντρο τις σουνιτικές περιοχές, που εξαπλώθηκε σχεδόν σ’ όλη τη χώρα.
Αυτό το κίνημα, παρά τις προσπάθειες να σταματήσει ή να διαιρεθεί, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στο Ιράκ. Τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, η αμερικανοβρετανική κατοχή στη χώρα δε μπορεί να παινευτεί ότι έχει πετύχει τους στόχους της. Αρκεί και μόνο να αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι η πετρελαϊκή παραγωγή της χώρας βρίσκεται σε χαμηλότερα απ’ τα προπολεμικά επίπεδα, ενώ η πολυπόθητη σταθερότητα υπό αμερικάνικη ηγεμονία στη Μέση Ανατολή αποτελεί ακόμα ζητούμενο.
Γι’ αυτό και η αμερικανοβρετανική κατοχή ωθεί τα πράγματα προς ένα αιματηρό εμφύλιο. Ομως, ο Ιρακινός λαός δεν «τσιμπάει». Οι επιθέσεις που έχουν εμφυλιοπολεμικό χαρακτήρα δεν αναιρούν την αντίσταση. Αυτή συνεχίζεται παράλληλα μ’ αυτές τις επιθέσεις ,που είτε είναι προβοκάτσιες των δυνάμεων κατοχής είτε γίνονται από ανεξέλεγκτους πυρήνες μαχητών, που για άγνωστους λόγους ακολουθούν τον επικίνδυνο δρόμο να ταυτίζουν τις δυνάμεις κατοχής με τον σιιτικό πληθυσμό. Σε καμία περίπτωση όμως την ευθύνη αυτών των επιθέσεων δεν έχει αναλάβει κάποια απ’ τις γνωστές σουνιτικές ομάδες (όπως η Αλ-Κάιντα, η Ανσάρ Αλ Σούνα κτλ), οι οποίες εκδίδουν καθημερινά ανακοινωθέντα (που μπορεί ο οποιοσδήποτε να διαβάσει απ’ το διαδικτυακό τόπο https://www. jihadunspun.net/home.php) με επιθέσεις ενάντια στους κατακτητές και την ιρακινή αστυνομία.
Οπως και να έχει το πράγμα, πάντως, οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί κατακτητές δεν θα νιώθουν ποτέ ασφαλείς στο Ιράκ. Ας κάνουμε, όμως, μια σύντομη αναδρομή σ’ αυτό το κίνημα που χαρακτηρίστηκε από πολλούς σαν ένα «νέο Βιετνάμ».
Ο πόλεμος αστραπή
Αν και η στρατιωτική υπεροπλία των δυνάμεων του Αξονα ήταν συντριπτική (με πάνω από 250.000 στρατιώτες στην περιοχή), χώρια την αεροπορία, το πυροβολικό και τα τεθωρακισμένα, και οι πρώτες ανταποκρίσεις των αμερικάνικων πρακτορείων έκαναν λόγο για 2.000 Ιρακινούς στρατιώτες που παραδίδονταν προοιωνίζοντας έναν «περίπατο» για τις επιτιθέμενες δυνάμεις, γρήγορα τα πράγματα άλλαξαν. Οι Αμερικάνοι συνάντησαν σφοδρή αντίσταση σε όλες τις πόλεις του Νοτίου Ιράκ. Την έκτη μέρα του πολέμου, ο στρατιωτικός διοικητής των αμερικάνικων δυνάμεων, στρατηγός Τόμι Φρανκς αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι, παρά την «γρήγορη» πρόοδο στις επιχειρήσεις των συμμαχικών δυνάμεων, τα αμερικανοβρετανικά στρατεύματα έχουν αντιμετωπίσει σθεναρή αντίσταση απ’ τις ιρακινές δυνάμεις σε ορισμένες περιοχές (BBC, 25/3/03).
Η προέλαση των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων απ’ το Νότο έγινε γρήγορα μόνο στην… έρημο. Θυμηθείτε πόσες φορές ανακοινώθηκε απ’ τους Αμερικάνους ότι… έπεσε στα χέρια τους το λιμάνι του Ουμ Κασρ (το μοναδικό λιμάνι του Ιράκ στον Περσικό Κόλπο) για να διαψευστούν αμέσως μετά. Το ίδιο συμβαίνει και στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ, τη Βασόρα, την οποία αποτυγχάνουν να ελέγξουν, γι’ αυτό και αναγκάζονται να την παρακάμψουν για να συνεχίσουν την προέλασή τους προς τη Βαγδάτη. Η Βασόρα, αν και βομβαρδίζεται συνέχεια, μένοντας χωρίς νερό και ρεύμα στο μεγαλύτερο τμήμα της, συνεχίζει να αντιστέκεται μέχρι το τέλος του εικοσαήμερου πολέμου, αν και βρισκόταν αντιμέτωπη με τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή. Σύμφωνα με το BBC (26/3/03) “οι βρετανικές δυνάμεις συνεχίζουν να αναφέρουν εκπληκτική αντίσταση στη Βασόρα, όπου ήλπιζαν ότι θα τους καλωσόριζαν”. Η υποτιθέμενη “λαϊκή εξέγερση”, που ανακάλυψαν τα «σαϊνια» της βρετανικής κατασκοπείας, αποδεικνύεται κακόγουστη φάρσα.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και πιο βόρεια, στη Νασιρίγια, που κι αυτή δήλωσαν ψεύτικα, ότι μπόρεσαν να ελέγξουν οι Αμερικάνοι την τρίτη μέρα του πολέμου. Τα καμένα αμερικανοβρετανικά τεθωρακισμένα που φάνηκαν στις οθόνες των τηλεοράσεων αλλά και οι ανταποκρίσεις ακόμα και των δυτικών δημοσιογράφων, που έκαναν λόγο για σφοδρές μάχες και ισχυρή αντίσταση, ανέτρεψαν κι αυτό το χολιγουντιανό παραμύθι του στρατιωτικού περίπατου των “απελευθερωτών” στο νότιο Ιράκ. Κι αυτό το παραμύθι ανατρέπεται κάθε μέρα, σε κάθε επίθεση των “σταυροφόρων”. Στην ιερή πόλη των Σιιτών, τη Νατζάφ, οι μάχες ήταν τόσο σφοδρές που σύμφωνα με τους Αμερικάνους, είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 650 ιρακινών στρατιωτών.
Ετσι, οι ελπίδες για υποστήριξη των αμερικανοβρετανικών στρατευμάτων απ’ το σιιτικό νότο αποδείχτηκαν φρούδες. Ο γρήγορος πόλεμος, κατά τα πρότυπα της “καταιγίδας της ερήμου”, πάει κατά διαόλου, γεγονός που αναγκάζει το BBC να ομολογεί αμήχανα: “Οταν οι βρετανικές και αμερικάνικες δυνάμεις ξεκίνησαν αυτή την εκστρατεία σχεδόν δυο βδομάδες πριν, η ελπίδα ήταν για γρήγορη νίκη, που θα υποβοηθούνταν από τους ευγνώμονες πολίτες του νότιου Ιράκ, που θα εξεγείρονταν ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, με όλο τον αντίκτυπο που θα είχε κάτι τέτοιο στο ηθικό της Βαγδάτης. Η πραγματικότητα όμως αποδείχτηκε πολύ διαφορετική. 13 μέρες σ’ αυτό τον πόλεμο οι συμμαχικές δυνάμεις ελέγχουν αρκετή απ’ την έρημο και τις ανοιχτές περιοχές αλλά ούτε μια σημαντική πόλη, παρά τις σφοδρές συγκρούσεις. Ακόμα και το χωριό Σαφουάν, στα ιρακινοκουβετιανά σύνορα, δεν είναι τελείως φιλικό για τη Συμμαχία, ενώ στη μικρή πόλη Αλ Ζουμπάρ οι Βρετανοί μόλις αρχίζουν να κερδίζουν τον έλεγχο μετά από αρκετές μέρες συγκρούσεων με την ιρακινή αντίσταση” (BBC, 1/4/03).
Οσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότεροι Αμερικάνοι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι υποτίμησαν τον ιρακινό στρατό και τους “Φενταγίν του Σαντάμ”. Ομως δεν ήταν οι «Φενταγίν του Σαντάμ» που έκαναν την αντίσταση, αλλά ο ίδιος ο ιρακινός λαός.
Η πτώση της Βαγδάτης
Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα με την πτώση της Βαγδάτης, της οποίας η αντίσταση αποδείχθηκε μια φούσκα. Το μεγαλύτερο τμήμα της περιβόητης Προεδρικής Φρουράς δεν εμφανίστηκε πουθενά εκτός απ’ τις μάχες στο αεροδρόμιο (που σύμφωνα με τα ειδησεογραφικά πρακτορεία ήταν ιδιαίτερα σφοδρές) κι από την αντεπίθεση από μερικές εκατοντάδες ιρακινούς στρατιώτες και Φενταγίν τα ξημερώματα της Τρίτης 8/4/03 κοντά σε γέφυρα του ποταμού Τίγρη. Ο Σαντάμ εξαφανίστηκε και μαζί του όλα τα στελέχη της κυβέρνησης, που μέχρι πρότινος ορκίζονταν ότι ο εχθρός θα σπάσει τα μούτρα του στις πύλες της Βαγδάτης. Σημειώθηκε έτσι ένα ιστορικό παράδοξο. Η πρωτεύουσα να πέφτει εν ριπή οφθαλμού, ενώ το λιμανάκι του Ουμ Κασρ να χρειάζεται μια βδομάδα για να καταληφθεί απ’ τους “συμμάχους”, η Βασόρα (που υποτίθεται ότι περίμενε τους “συμμάχους” σαν “απελευθερωτές”) να χρειάζεται δυόμιση βδομάδες για να καταληφθεί απ’ τους Βρετανούς, ενώ όλες οι πόλεις μέχρι την Βαγδάτη (Νατζάφ, Νασιρίγια, Καρμπάλα, Χαντίγια κτλ) να αναπτύσσουν σφοδρή αντίσταση και να χρειάζονται πολλές μέρες για να καταληφθούν, η δε Μοσούλη και το Κιρκούκ στο βορρά να πέφτουν μετά τη Βαγδάτη στα χέρια των κατακτητών!
Ομως, οι Αμερικάνοι μπήκαν σε μία έρημη Βαγδάτη. Δεν είδαν τους χιλιάδες λαού που περίμεναν να τους ραίνουν με λουλούδια. Ακόμα και το χολιγουντιανό πανηγύρι που στήθηκε κατά την επέλαση των κατακτητών στη Βαγδάτη δεν έπεισε κανένα, πέρα απ’ τα παπαγαλάκια των Αμερικάνων, που δήλωναν ευθαρσώς ότι «οι λαοί πηγαίνουν με τους νικητές». Από τα 6 εκατομμύρια των κατοίκων της Βαγδάτης μόνο καμιά διακοσαριά άτομα βρέθηκαν να «πανηγυρίσουν» ρίχνοντας τα αγάλματα του Σαντάμ και χαριεντιζόμενοι με τους Αμερικάνους στρατιώτες.
Οι πρώτες διαδηλώσεις
Ο σιιτικός πληθυσμός, που καταπιεζόταν την εποχή του Σαντάμ, δεν είδε ποτέ τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους ως απελευθερωτές. Αυτό φάνηκε όχι μόνο απ’ την αντίστασή του κατά τον «πόλεμο αστραπή», αλλά και αργότερα, μετά την «απελευθέρωση». Απόδειξη ότι χρειάστηκε άλλο ένα εικοσαήμερο απ’ την πτώση της Βαγδάτης για να κηρύξει ο Μπους το «τέλος των εχθροπραξιών» στο Ιράκ, την Πρωτομαγιά του 2003.
Η βαρβαρότητα των κατακτητών (λεηλασία του Μουσείου της Βαγδάτης, δολοφονικές επιθέσεις και βομβαρδισμοί κτλ) εξαγρίωσε τον Ιρακινό λαό. Την επομένη της πτώσης της Βαγδάτης, 20.000 διαδηλωτές. σύμφωνα με τα αραβικά πρακτορεία (αλλά και αμερικάνικα ΜΜΕ, όπως η USA TODAY), κατεβαίνουν στους δρόμους της γειτονικής Νασιρίγια,φωνάζοντας “Ναι στην ελευθερία – Ναι στο Ισλάμ – Οχι στην Αμερική – Οχι στο Σαντάμ”. Ηταν η πρώτη μεγάλη διαδήλωση κατά των κατακτητών, που είχε και συνέχεια στη Μοσούλη και στη Νατζάφ. Στην πρώτη, οι αμερικάνικες δυνάμεις αναγκάστηκαν να ρίξουν πυρ στο ψαχνό ενάντια σε εξαγριωμένους νεολαίους, που πετούσαν πέτρες στον φιλοαμερικάνο κυβερνήτη της πόλης, κατά τη διάρκεια ανοιχτής ομιλίας του, τραυματίζοντας δεκάδες και σκοτώνοντας 17 άτομα. Στη δεύτερη, πάνω από 3.000 διαδηλωτές κατεβαίνουν στους δρόμους της πόλης μετά το κάλεσμα του επικεφαλής των σιιτών κληρικών του Ιράκ Μοχάμεντ Μαχντί Αλ-Χαλίσι για Τζιχάντ ενάντια στους εισβολείς.
Ο ανταρτοπόλεμος
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, η αντίσταση φαίνεται να κοπάζει επιτρέποντας στους Αμερικάνους να υποστηρίζουν ότι οι «υποστηριχτές του Σαντάμ κατατροπώθηκαν». Σ’ αυτό βοήθησε και η στάση της πλειοψηφίας των παπάδων – εκτός από μικρές εξαιρέσεις όπως του Χαλίζι – που δεν θέλησαν να οξύνουν τα πνεύματα. Αυτό το διάστημα, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Για την ακρίβεια, δεν κράτησε ούτε ένα μήνα μετά την πρωτομαγιάτικη δήλωση του Μπους για «το τέλος του πολέμου».
Ηδη, απ’ τα τέλη του Μάη αρχίζουν οι πρώτες καταρρίψεις αμερικάνικων ελικοπτέρων. Στη Φαλούτζα και στη Χιτ δύο αμερικάνικα ελικόπτερα καταρρίπτονται από αντάρτες, στις 27 και 28 Μάη αντίστοιχα. Τον Ιούνη αρχίζουν οι πρώτες συντονισμένες επιθέσεις των ανταρτών, αλλά και οι πρώτες μαζικές συλλήψεις και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των αμερικάνικων δυνάμεων κατοχής, που απ’ τις 6 Μάη έχουν διορίσει τον Πολ Μπρέμερ (πρώην αρχηγό του αντιτρομοκρατικού τμήματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ) ως κατοχικό διοικητή της χώρας. Τον Ιούλη, σχηματίζεται το διορισμένο απ’ τους Αμερικάνους «κυβερνητικό συμβούλιο του Ιράκ», οι επιθέσεις εντείνονται ακόμα περισσότερο. Αυτές οι επιθέσεις έκαναν σκόνη την εκτίμηση των Αμερικανών για γρήγορη επάνοδο στη «σταθερότητα», που δια στόματος του αμερικάνου αναπληρωτή υπουργού Πολέμου, Πολ Γούλφοβιτς, πριν ακόμα πέσει η Βαγδάτη, υποστήριζαν ότι το καθεστώς της κατοχικής διοίκησης θα διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες. Σε λιγότερο από έξι μήνες μετά τη δήλωσή του (στις 26/10/03), ο Γούλφοβιτς σώζεται ως εκ θαύματος από επίθεση των ανταρτών στο ξενοδοχείο Αλ Ρασίντ της Βαγδάτης (ένα απ’ τα πλέον φυλασσόμενα κτίρια σ’ όλη τη Μέση Ανατολή), ενώ ο τότε υπουργός Πολέμου των ΗΠΑ Κόλιν Πάουελ σε συνέντευξή του στο NBC παραδέχεται το απροσδόκητο της διάρκειας και της έντασης των αντιαμερικάνικων επιθέσεων στη χώρα.
Ο ανταρτοπόλεμος είναι πλέον γεγονός που κανείς δε μπορεί να το αμφισβητήσει. Οι «εναπομείναντες υποστηριχτές του Σαντάμ» – όπως χαρακτηρίζουν οι Αμερικάνοι τους μαχητές της αντίστασης – αποδεικνύονται πάρα πολλοί και πολύ καλά οργανωμένοι για να μπορέσουν να κατασταλούν απ’ τις κατακτητικές δυνάμεις. Η σύλληψη του Σαντάμ στις 16 Δεκέμβρη του 2003 δεν σταματά την αντίσταση. Ο ιρακινός λαός δεν θεωρεί ηγέτη του τον Σαντάμ, στα χρόνια της «βασιλείας» του οποίου δεινοπάθησε. Η αντίστασή του στον κατακτητή προέρχεται πολύ λιγότερο απ΄ τους Μπααθιστές και περισσότερο απ’ τις πολλές και διαφορετικές ομάδες Ιρακινών στην πλειοψηφία τους μαχητών που έχουν την κάλυψη του ιρακινού πληθυσμού.
Μπροστά σ’ αυτό το αντάρτικο οι Αμερικάνοι στρατιώτες ομολογούν αμήχανα: “Πυροβολούν με τα ΑΚ-47 απ’ τα σπίτια τους, βγαίνουν απ’ την μπροστινή πόρτα και σφίγγουν τα χέρια των αμερικανών στρατιωτών μόλις οι πυροβολισμοί τελειώσουν. Είναι αδύνατον να τους ξεχωρίσεις. Δε στοχεύουν και πολύ καλά και δεν έχουν πολλά όπλα αλλά είναι πολυμήχανοι και έξυπνοι. Και τα πηγαίνουν όλο και καλύτερα” (Πίτερ Τζόνσον, 20χρονος υποδεκανέας πεζοναύτης στο ΑλΤζαζίρα, 30/4/04). “Το πρόβλημα είναι ότι γνωρίζουν τα πάντα για μας. Μας ακούνε που ερχόμαστε, ξέρουν ποια οχήματα οδηγούμε και υπολογίζουν πόσοι είμαστε σε κάθε όχημα. Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτούς. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι. Αυτοί ξέρουν να μας αιφνιδιάζουν και είναι πολυμήχανοι με τα όπλα τους και το πώς να ξεφύγουν” (Τζόζεφ Φρανς, 19χρονος δεκανέας από την Ιντιάνα, στο ίδιο).
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Αμερικάνοι ήρθαν αντιμέτωποι όχι μόνο με τις σουνιτικές ομάδες της ιρακινής αντίστασης, αλλά και με τους σιίτες μαχητές του στρατού του Αλ Μεχντί (που πρόσκειται στον ριζοσπάστη σιίτη κληρικό Μοκτάντα Αλ Σαντρ). Δύο φορές (το Μάη και το Σεπτέμβρη του 2004) ο στρατός του Σαντρ αντιπαρατέθηκε ένοπλα στις δυνάμεις κατοχής στις ιερές πόλεις των σιιτών, την Καρμπάλα και τη Νατζάφ, αλλά και στη συνοικία «Σαντρ Σίτυ» της Βαγδάτης.
Οι φρικαλεότητες των Αμερικάνων στη Φαλούτζα το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου και η ισοπέδωσή της ένα μήνα μετά την πολιορκία της θα μείνουν στην Ιστορία σαν οι χειρότερες σφαγές στην ιστορία της ανθρωπότητας, πλάι στις ναζιστικές θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα αμερικάνικα εγκλήματα στο Βιετνάμ, τις Σιωνιστικές φρικαλεότητες στη Σάμπρα και τη Σατίλα και τη σφαγής της Τζενίν στην Παλαιστίνη. Σύμβολο της φρίκης των κατακτητών θα μείνει, επίσης, το σύγχρνο Νταχάου, το κολαστήριο του Αμπού Γκράιμπ, όπου οι δεσμοφύλακες απαθανατίζονταν μπροστά στα σακατεμένα κορμιά των δεσμωτών. Αυτά τα εγκλήματα δεν είναι δυνατό να ξεχαστούν απ’ τον Ιρακινό λαό. Τη στιγμή μάλιστα που αυτός ο λαός συνεχίζει να είναι καταδικασμένος στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Οσες προσπάθειες κι αν κάνουν οι κατακτητές να ωθήσουν τα πράγματα προς εμφύλιο, δεν είναι δυνατόν να το πετύχουν. Γιατί ο Ιρακινός λαός δεν θέλει «σταθερή κυβέρνηση», υπό καθεστώς κατοχής, αλλά ψωμί, δουλειά και μια αξιοπρεπή ζωή, που δεν είναι δυνατόν να του παράσχουν οι κατακτητές και οι Κουΐσλινγκ εντεταλμένοι τους.