Μπορεί η αρχική προσπάθεια να ενοχοποιηθούν οι Ταλιμπάν για τις πολύνεκρες επιθέσεις αυτοκτονίας, με τουλάχιστον 80 νεκρούς, σε δύο σιιτικά τζαμιά στην Καμπούλ και στη Μαζάρ-ι-Σαρίφ στις 6 Δεκεμβρίου, την ημέρα της Ασούρα, από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές σιιτικές γιορτές, να μην καρποφόρησε, όχι μόνο γιατί καταδίκασαν αμέσως τις επιθέσεις αυτές, αλλά και γιατί δεν συνάδουν με την τακτική τους ούτε υπάρχει προηγούμενο ενδοθρησκευτικών συγκρούσεων στο Αφγανιστάν. Ομως η ουσία δεν αλλάζει, παρόλο που η ευθύνη τελικά αποδόθηκε στην πακιστανική οργάνωση Lashkar-e-Jhangvi. Ο στόχος ήταν σαφής. Η όξυνση των θρησκευτικών αντιθέσεων, η πρόκληση εμφύλιων συγκ- ρούσεων, μίσους και διχασμού, κατά το πρότυπο του Ιράκ, με δεδομένες τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, όπου οι Αμερικάνοι κατάφεραν να στρέψουν τους Σουνίτες εναντίον των Σιιτών και να υπονομεύσουν την ιρακινή αντίσταση εναντίον των δυνάμεων κατοχής.
Λόγω της σοβαρότητας του περιστατικού αυτού, η ηγεσία των Ταλιμπάν συγκάλεσε στις 11 Δεκεμβρίου συμβούλιο για να συζητήσει αυτό το ζήτημα, που κατέληξε στα εξής:
– Εκφράζει τα συλλυπητήρια στους συγγενείς των θυμάτων και καταδικάζει για άλλη μια φορά τις ενέργειες αυτές.
– Θεωρεί αυτά τα περιστατικά σχέδια και πράξεις των εισβολέων και των εχθρών του Αφγανιστάν και καλεί όλους τους Αφγανούς να ενώσουν τα χέρια τους και να συνεργαστούν για να εμποδίσουν τέτοια περιστατικά σύμφωνα με τα εθνικά και τα θρηκευτικά τους καθήκοντα, γιατί τέτοιες ενέργειες του εχθρού είναι εναντίον όλων των πολιτών και της χώρας.
– Ζητά από τους λόγιους και τους ηγέτες των Αφγανών σιιτών να επαγρυπνούν σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα και να ενημερώσουν το λαό ότι αυτό το περιστατικό δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί θέμα εχθρότητας μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Τους καλεί να κλείσουν τα αυτιά τους στους εσωτερικούς πράκτορες που θέλουν να το παρουσιάζουν σαν εσωτερική και θρησκευτική σύγκρουση για να υπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και να ικανοποιήσουν τα αφεντικά τους.
– Δίνει οδηγίες σ΄ όλους τους μουτζαχεντίν, παράλληλα με τα άλλα τους καθήκοντα, να δώσουν την απαιτούμενη προσοχή για να αποτρέψουν τέτοιες πράξεις.
Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς συνομωσιολογία τα περί «εισβολέων και εχθρών του Αφγανιστάν», όμως κάποιες αναφορές σε σχετικό άρθρο της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» (8/12/11) και όχι μόνο συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής.
Το άρθρο αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ομως δεν θεωρούν όλοι ότι τέτοιες φρικτές πράξεις είναι κακό πράγμα. Μερικοί μέσα στην αμερικάνικη πολεμική μηχανή υποστηρίζουν εδώ και καιρό ότι η εμφάνιση μιας απεχθέστερης εξέγερσης θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμη για τους πολεμικούς σκοπούς του ΝΑΤΟ. Τόσο χρήσιμη, στην πραγματικότητα, ώστε θα έπρεπε ξένες δυνάμεις να επιχειρήσουν να ενθαρρύνουν τέτοια συμπεριφορά.
Ενας απ’ αυτούς είναι ο Peter Lavoy, πρώην πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών των ΗΠΑ (National Intelligence Council), το σώμα που εξετάζει τα δεδομένα του μηχανισμού συγκέντρωσης πληροφοριών της αμερικάνικης κυβέρνησης και καταλήγει σε αναλύσεις, για τις οποίες σπάνια γίνεται δημόσια συζήτηση.
Σύμφωνα με ντοκουμέντα που έδωσε στη δημοσιότητα το WikiLeaks, σε μια κλειστή συνάντηση με πρεσβευτές στα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες το Δεκέμβριο του 2008, ο Lavoy, παρουσιάζοντας μια στρατηγική για να κερδηθεί ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, η οποία δεν δόθηκε ποτέ στη δημοσιότητα, μεταξύ άλλων, είπε: “Η διεθνής κοινότητα πρέπει να αυξήσει την πίεση στους Ταλιμπάν το 2009 για να τους αναγκάσει να εκδηλώσουν τις βίαιες και ιδεολογικά ριζοσπαστικές τάσεις τους. Αυτό θα αποξενώσει τον πληθυσμό και θα μας δώσει μια ευκαιρία να χωρίσουμε τους Ταλιμπάν από τον πληθυσμό”….
Στο παρασκήνιο, ισχυρές φωνές συνεχίζουν να υποστηρίζουν μια σκληρότερη στρατηγική που θα κάνει τη ζωή των απλών Αφγανών πιο άθλια. Ο Michael Semple ειδικός στο ζήτημα των Ταλιμπάν, επισημαίνει ότι αυτή είναι μια άποψη που ακούγεται συχνά στις συζητήσεις με νατοϊκούς αξιωματούχους: “Εχω ακούσει σοβαρά σκεπτόμενους αξιωματούχους να υποστηρίζουν την ιδέα ότι εξωθώντας τους μαχητές Ταλιμπάν σε πράξεις ακραίας βίας ενάντια στον πληθυσμό, θα μπορούσε να είναι ένα σημάδι προόδου της στρατηγικής μας, πριν από την τελική νίκη όταν ο λαός στραφεί εναντίον τους”».