Στις 26 Ιούλη, ο Μπάιντεν υποδέχτηκε τον πρωθυπουργό του Ιράκ στις ΗΠΑ, αναγγέλλοντας την παύση του πολεμικού ρόλου των αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ μέχρι το τέλος το 2021. Στο κοινό ανακοινωθέν που εξεδόθη μετά τη συνάντηση, αναγραφόταν ότι οι βάσεις που χρησιμοποιούνται από το αμερικανικό προσωπικό ήταν ιρακινές βάσεις, που υπόκεινται στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο του Ιράκ, και ότι όλες οι διεθνείς αποστολές στρατιωτών στο έδαφος του Ιράκ ως στόχο έχουν την πολεμική αναμέτρηση με τον ISIS. Πίσω από τις λεπτομέρειες δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά η παραμονή των 2.500 αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ, βαφτίζοντας διαφορετικά το ρόλο τους: συγκεκριμένα, συμβουλευτικό και εκπαιδευτικό των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας.
Ο στόχος αυτής της αναγγελίας ήταν διττός: αφενός να καλύψει τον πρωθυπουργό και τμήμα του πολιτικού προσωπικού των σιιτών, που στηρίζουν την παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στη χώρα, παρότι στα λόγια ζητούν χρονοδιάγραμμα απόσυρσης, και αφετέρου να στείλει μήνυμα στις ένοπλες σιιτικές πολιτοφυλακές, που επηρεάζονται και εξοπλίζονται από το Ιράν και στο παρελθόν στήριζαν κι αυτές την παρουσία των αμερικάνικων δυνάμεων στη χώρα, ότι ο στόχος της αποστολής τους ήταν και είναι μόνο η αναμέτρηση με τον ISIS. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επικεφαλής των συγκεκριμένων πολιτοφυλακών δεν πανηγυρίζουν για απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, αντιθέτως αποκαλούν την αναγγελία Μπάιντεν καθαρή εξαπάτηση.
Οι δυνάμεις αυτές απαριθμούν σήμερα περίπου 100.000 στρατιώτες πλήρως εξοπλισμένους από το Ιράν και συνιστούν μια ισχυρότατη δύναμη πυρός, που οι αμερικάνοι στρατιώτες στο Ιράκ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν σε περίπτωσης πλήρους εμπλοκής. Την ίδια στιγμή, έχουν και σημαντική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και επηρεάζουν τα τεκταινόμενα στη χώρα, επηρεάζοντας απευθείας τις αποφάσεις της κρατικής διοίκησης.
Το 2011, η κυβέρνηση Ομπάμα αποφάσισε να απομακρύνει το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Ιράκ, που στην ακμή τους έφταναν τους 160.000 στρατιώτες. Η απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων ευνόησε τη στρατιωτική επέλαση των ακραίων ισλαμιστών του ISIS, που κατάφεραν να στρατολογήσουν σημαντικό κομμάτι των σουνιτών πληβείων που υφίσταντο για χρόνια την οικονομική εξαθλίωση και ταπείνωση της ιρακινής κυβέρνησης του Αλ Μαλίκι, παρότι νωρίτερα είχαν αντιμετωπίσει με τα όπλα τον πρόδρομο του ISIS, το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ.
Ο πρωθυπουργός του Ιράκ Αλ Μαλίκι, που κυβέρνησε από το 2006 μέχρι το 2014 με την πλήρη συνενοχή και στήριξη του Ιράν, που έκανε το παν για να τερματιστεί το αντάρτικο των ιρακινών σιιτών εναντίον των αμερικάνων εισβολέων, είχε θέσει με αυταρχικά μέσα στο περιθώριο τη σουνιτική κοινότητα. Θυμίζουμε ότι το Ισλαμικό Κράτος, η Αλ Κάϊντα του Ιράκ, είχε περιορίσει σημαντικά τις δραστηριότητές του το 2008, χάρη στις λεγόμενες «ομάδες αφύπνισης», σουνιτικές πολιτοφυλακές που εξόπλισαν οι Αμερικανοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους ισλαμιστές αντάρτες της Αλ-Κάϊντα του Ιράκ.
Οι άνθρωποι αυτοί νωρίτερα πολεμούσαν τους αμερικανούς εισβολείς. Η ακραία σεκταριστική περιχαράκωση των ισλαμιστών της Aλ- Κάϊντα, που εκφύλιζε τη σουνιτική αντίσταση σε εμφύλιο σεκταριστικό πόλεμο με τους σιίτες, σκοτώνοντας άμαχο πληθυσμό με βόμβες σε αγορές, απομάκρυνε μεγάλο κομμάτι των σουνιτών από τη στρατιωτική αναμέτρηση με τους Αμερικανούς. Οταν οι «ομάδες αφύπνισης» κατάφεραν να καταβάλουν στρατιωτικά το Ισλαμικό Κράτος, οι Αμερικανοί σταμάτησαν τη χρηματοδότηση των σουνιτικών κοινοτήτων και η κυβέρνηση Αλ Μαλίκι δεν την αντικατέστησε ποτέ. Ετσι, το το 2012 και το 2013 άρχισε κύμα διαμαρτυριών στις σουνιτικές κοινότητες που η κυβέρνηση Αλ Μαλίκι αντιμετώπισε με καταστολή και δεκάδες νεκρούς.
Πάνω σε αυτό το έδαφος της καταπίεσης και ταπείνωσης ξεκίνησε η συγκρότηση του νέου Ισλαμικού Κράτους, με την ηγεσία του να αποτελείται πλέον από πρώην στρατιωτικούς του Σαντάμ Χουσεΐν και ισλαμιστικά στελέχη που είχαν συμμετάσχει στο αρχικό αντάρτικο εναντίον των αμερικανών εισβολέων. Αυτή τη φορά, όμως, ο στρατός αυτός ήταν ξεκάθαρα σεκταριστικός και αντιδραστικός, χωρίς κανένα αντιιμπεριαλιστικό μανδύα ή ίχνος εθνικοαπελευθερωτικό, με μοναδικό στόχο την κατάληψη της εξουσίας και την εκκαθάριση κάθε μη μουσουλμανικού σουνιτικού θύλακα στην περιοχή ελέγχου του.
Κατά την επέλαση του ISIS το 2014, o ιρακινός στρατός που διηύθυνε η κυβέρνηση Αλ Μαλίκι κατέρρεε. Το Ιράν βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε προκειμένου να εξοπλίσει τις φιλικές προς αυτό δυνάμεις στο Ιράκ και να ενισχύσει περαιτέρω την παρουσία του στο Ιράκ. Οι Αμερικανοί δέχτηκαν την κατάσταση ως τετελεσμένο γεγονός μέχρι να αντιμετωπιστεί το ISIS. Το μέλλον, όμως, θα ήταν δυσοίωνο για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή μετά τον εξοπλισμό των φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών.
Στο πλαίσιο της υποβόσκουσας αναμέτρησης με τις φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές, η αμερικανική στρατιωτική διοίκηση, κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, δολοφόνησε τον Ιανουάριο του 2020 στο διεθνές αεροδρόμιο της Βαγδάτης τον ιρανό στρατηγό Κάσεμ Σουλεϊμάνι και τον Αμπού Μαχντί αλ Μουχάντις, επικεφαλής φιλοϊρανικής στρατιωτικής φράξιας. Ο Σουλεϊμάνι ήταν κατεξοχήν υπεύθυνος για το συντονισμό και τη στήριξη των σιιτικών φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών. Εκτοτε, άρχισε ένα πόλεμος φθοράς, με εκατοντάδες επιθέσεις σε βάρος των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Ιράκ, προκειμένου ο αμερικανικός στρατός να αποσυρθεί.
Στη συνάντηση, ο Μπάιντεν φρόντισε να στείλει ένα καθαρό μήνυμα στο Ιράν. Κρατούσε ένα σημείωμα που φρόντισε να απαθανατίσει ο φωτογραφικός φακός. Σε αυτό αναγραφόταν: «Οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να απαντήσουν σε επιθέσεις» και «Το Ιράν εξετάζει τον περιορισμό των επιθέσεων».
Πέρα από τη σύγκρουση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με τους διεφθαρμένους σιίτες αστούς πολιτικάντηδες, που με τις πολιτοφυλακές τους διαγκωνίζονται για να ελέγξουν τα καλύτερα «φιλέτα» της κρατικής διοίκησης και εξουσίας, πέρα από την ιρανική ανάμειξη στο Ιράκ που στόχο έχει την ικανοποίηση των συμφερόντων του ιρανικού καθεστώτος των μουλάδων, από τον Οκτώβρη του 2019 το ιρακινό προλεταριάτο έχει βάλει το δικό του στίγμα στις εξελίξεις. Οι πορείες των πληβείων που συγκλόνισαν τις σιιτικές συνοικίες και πόλεις του Ιράκ, καταγγέλλοντας τη διαφθορά της νέας κυβερνώσας ελίτ, δέχτηκαν ανηλεή καταστολή από τους δήθεν «αντιστασιακούς» φιλοϊρανούς, με πάνω από 500 νεκρούς και δεκάδες χιλιάδες τραυματίες.
Το κίνημα αυτό, παρότι δεν έχει έναν ανεξάρτητο προλεταριακό χαρακτήρα, με ένα σαφές πρόγραμμα υπέρ των ιρακινών πληβείων, είναι ό,τι ελπιδοφόρο υπάρχει αυτή τη στιγμή για την εξέλιξη της ταξικής πάλης σε μια από τις σημαντικότερες αραβικές χώρες. Γι’ αυτό και δέχτηκε την επίθεση όλων των σιιτικών κυβερνητικών φραξιών, ακόμη και τα πυρά (κυριολεκτικά πυρά) της πολιτοφυλακής του άλλοτε παρουσιαζόμενου ως «σκληροπυρηνικού» σιίτη ηγέτη Μοκτάντα αλ Σαντρ, που πλέον προσπαθεί να σφυρηλατήσει το δικό του σύστημα εξουσίας στο νέο Ιράκ, παρουσιαζόμενος ως «ανεξάρτητος» (ούτε με το Ιράν ούτε με τις ΗΠΑ), κατακτώντας σταδιακά τις διευθυντικές θέσεις της ιρακινής διοίκησης. Το κίνημα διαμαρτυρίας δεν έχει υποχωρήσει, αλλά προσφέρει συγκρούσεις με την κυβέρνηση σε διάφορες πόλεις. Στην ευνοϊκή περίσταση που οι φορείς του δεν διακατέχονται από σεκταρισμό έναντι των σουνιτών πληβείων, τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα στο μέλλον.