«Χαιρετίζουμε την συνεχιζόμενη συζήτηση στην Ευρώπη για το πώς θα δημιουργήσει ανάπτυξη, διατηρώντας σταθερή τη δέσμευση για εφαρμογή δημοσιονομικής σταθεροποίησης σε διαρθρωτική βάση. Συμφωνούμε στη σημασία μιας δυνατής και συνεκτικής Ευρωζώνης για παγκόσμια σταθερότητα και ανάκαμψη και επαναβεβαιώνουμε το ενδιαφέρον μας για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, με σεβασμό στις δεσμεύσεις της. Εχουμε όλοι συμφέρον από την επιτυχία των συγκεκριμένων μέτρων, για να δυναμώσει η ανθεκτικότητα της Ευρωζώνης και η ανάπτυξη στην Ευρώπη. Στηρίζουμε την απόφαση των ηγετών της ζώνης του ευρώ να διευθετήσουν τις καταπονήσεις στην Ευρωζώνη με έναν αξιόπιστο και έγκαιρο τρόπο, με έναν τρόπο που καλλιεργεί εμπιστοσύνη, σταθερότητα και ανάπτυξη».
Πίσω από τα κωδικοποιημένα λόγια της ανακοίνωσης που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση των οχτώ πλουσιότερων χωρών του πλανήτη (G8), που έγινε το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Καμπ Ντέιβιντ, δεν κρύβεται μόνο η κενότητα των βαρύγδουπων εκκλήσεων για «ανάπτυξη» και οι γελοιότητες περί «αξιοπιστίας» της πολιτικής της λιτότητας, που βυθίζει στην εξαθλίωση εκατομμύρια εργαζόμενους στην ΕΕ. Αποκαλύπτεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο η κοινή στάση των ηγετών των πιο ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη στην πολιτική που επιβάλλεται σε βάρος της εργασίας και υπέρ του κεφαλαίου, στο όνομα της «καταπολέμησης του χρέους». Τι άλλο εκτός από άγριο πετσόκομμα των λεγόμενων κοινωνικών δαπανών (των δαπανών δηλαδή που αναγκάστηκε να… σπαταλήσει το κράτος για να διατηρήσει την «κοινωνική συνοχή») σημαίνει η «δημοσιονομική πειθαρχία»; Τι άλλο εκτός από την πλήρη ανατροπή όλων όσων γνωρίζαμε μέχρι σήμερα στον τομέα των εργασιακών σχέσεων και της ασφάλισης σημαίνουν οι «διαρθρωτικές αλλαγές»;
Το γελοίο της υπόθεσης είναι ότι την ίδια στιγμή που οι ηγέτες του G8 χαιρετίζουν τα μέτρα που παίρνονται και εύχονται να εφαρμοστούν απαρέγκλιτα για να υπάρξει «εμπιστοσύνη, σταθερότητα και ανάπτυξη», έρχεται ο ΟΟΣΑ με την τελευταία έκθεσή του[1] ν’ αναιρέσει, άθελά του, όλες αυτές τις γελοιότητες. Να δείξει, δηλαδή, ότι παρά τα μέτρα λιτότητας που έχουν παρθεί, η κρίση συνεχίζει το καταστροφικό της έργο. Γι’ αυτό ο ΟΟΣΑ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ιδιαίτερα για την Ευρωζώνη, της οποίας το ΑΕΠ προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 0.1% το 2012, έναντι ανάπτυξης 0.2% που προβλεπόταν στην ίδια έκθεση πριν από ένα ακριβώς χρόνο. Σημειώστε ότι στις αρχές της κρίσης (το 2009), ο ΟΟΣΑ προέβλεπε ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη για τα χρόνια 2012-2017 γύρω στο 1.4% κατά μέσο όρο[2]!
Κρίση χρέους ή κρίση υπερπαραγωγής;
Ενα ερώτημα που τίθεται συνεχώς από τότε που ξέσπασε η παρούσα κρίση είναι πού οφείλεται αυτή. Αρχικά ήταν τα golden boys και η αχαλίνωτη κερδοσκοπία τους, που υποτίθεται ότι δε θα περνούσε τον Ατλαντικό, αλλά τον πέρασε τάχιστα. Μετά, μας είπαν ότι η κρίση ήταν «πιστωτική» και δεν άγγιζε την «πραγματική οικονομία». Στο τέλος, καταλόγισαν στην απληστία «όλων μας» την αιτία που τα κράτη οδηγήθηκαν στην υπερχρέωση.
Η αλήθεια όμως είναι, ότι η κρίση που είχε ξεσπάσει με αφορμή την κατάρρευση των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ πριν από τέσσερα χρόνια, δεν ήταν παρά μια κρίση υπερπαραγωγής όπως όλες οι κρίσεις που επαναλαμβάνονται περιοδικά στον καπιταλισμό. Με τη μόνη διαφορά ότι κάθε κρίση είναι χειρότερη από την προηγούμενη και η περιβόητη ανάκαμψη πιο ασθενής.
Τα στοιχεία που παρουσίασε ο ΟΟΣΑ συνηγορούν σ’ αυτό. Ρίξτε μια ματιά στο Γράφημα 1, που δείχνει την εξέλιξη των ατομικών καταναλωτικών δαπανών στις ΗΠΑ και τις χώρες της Ευρωζώνης, για τρεις διαφορετικές περιόδους οικονομικών κρίσεων. Οι καταναλωτικές δαπάνες το τρίμηνο που σημείωσαν το χαμηλότερο επίπεδο, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων κρίσεων, έχουν δείκτη 100. Το μηδέν στον οριζόντιο άξονα αντιστοιχεί στο τρίμηνο με τις χαμηλότερες καταναλωτικές δαπάνες. Τι βλέπουμε απ’ αυτό το γράφημα; Οτι στις ΗΠΑ οι καταναλωτικές δαπάνες, 18 μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 1980, ισούνταν με το 117% του ελάχιστου επιπέδου που σημειώθηκε όταν ξέσπασε η κρίση (σημείο μηδέν στον οριζόντιο άξονα). Στην κρίση του 1991, οι καταναλωτικές δαπάνες μόλις έφταναν το 115% του ελάχιστου, 18 μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ στην κρίση του 2009 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 111%. Δηλαδή, έπειτα από κάθε κρίση, οι καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονται με όλο και πιο αργούς ρυθμούς.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα στην Ευρωζώνη. Εδώ, στην κρίση του 1982 οι καταναλωτικές δαπάνες, 18 μήνες μετά το αρχικό της ξέσπασμα, είχαν φτάσει στο 111% του κατώτατου, ενώ στην τελευταία κρίση (του 2009) οι καταναλωτικές δαπάνες, 18 μήνες μετά, βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο μ’ εκείνο που βρέθηκαν όταν ξέσπασε η κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η έξοδος από την κρίση γίνεται δυσκολότερη, λόγω των περιορισμένων καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, που μετά από κάθε κρίση γίνονται όλο και πιο περιορισμένες. Η κατανάλωση, όμως, και οι αγορές, ακόμα και στον καιρό της «ανάπτυξης», βασίζονταν σε πήλινα πόδια. Κι αυτό γιατί βασίζονταν στο δανεισμό. Διαφόρων ειδών δάνεια (από στεγαστικά μέχρι… εορτοδάνεια) κατέκλυσαν τις αγορές κι αυτό το διαπιστώσαμε, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, στην καθημερινότητά μας.
Αυτό που εμπειρικά γνωρίζει ο καθένας αποτυπώθηκε και γραφικά στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, στο Γράφημα 2 που επίσης αναδημοσιεύουμε. Στο γράφημα αυτό αποτυπώνεται το ακαθάριστο χρέος των νοικοκυριών ως ποσοστό του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματός τους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (από το 1995 μέχρι σήμερα). Μόνο στην Ιαπωνία το χρέος μειώθηκε σχετικά. Στις ΗΠΑ το χρέος, από 92% περίπου του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το 1995, εκτινάχτηκε στο 140% το 2007, για να πέσει στο 120% το 2011. Στον δε πυρήνα της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) το χρέος, από κάτω του 75% το 1995, ξεπέρασε το 95% το 2011!
Το πιστωτικό σύστημα
«Σε ένα σύστημα παραγωγής, στο οποίο όλη η συνοχή του προτσές (σ.σ. διαδικασίας) αναπαραγωγής στηρίζεται στην Πίστη, είναι οφθαλμοφανές ότι πρέπει να ξεσπάσει μια κρίση, να σημειωθεί ένας ορμητικός συνωστισμός στις θυρίδες των τραπεζών για την απόκτηση μέσων πληρωμής, όταν σταματήσουν ξαφνικά οι πιστώσεις και όταν έχει πια πέραση μόνο η πληρωμή σε μετρητά. Γι’ αυτό, από πρώτη ματιά όλη η κρίση παρουσιάζεται σαν πιστωτική κρίση και χρηματική κρίση. Και πράγματι, πρόκειται μόνο για την μετατρεψιμότητα των συναλλαγματικών σε χρήμα. Αυτές όμως οι συναλλαγματικές αντιπροσωπεύουν στο μεγαλύτερό τους μέρος πραγματικές αγορές και πωλήσεις, η επέκταση των οποίων σε σημείο που να ξεπερνά κατά πολύ την κοινωνική ανάγκη, βρίσκεται τελικά στη βάση όλης της κρίσης»[3].
Μ’ αυτόν τον τρόπο εξηγούσε ο Μαρξ το ρόλο του πιστωτικού συστήματος στην όξυνση της κρίσης. Οι αγορές και οι πωλήσεις με δανεισμό οδηγούν στην επέκταση της παραγωγής γιατί υπάρχει ζήτηση με δανεικά. Οταν όμως τα νοικοκυριά δεν αντέχουν άλλα δάνεια και αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, τότε επέρχεται κορεσμός και κλονίζεται όλη η παραγωγή. Οχι γιατί καταναλώθηκαν πολλά, αλλά γιατί με τα δεδομένα επίπεδα των μισθών δεν είναι δυνατή η κατανάλωση τόσων εμπορευμάτων. Είναι, λοιπόν, οι αντιθέσεις του ίδιου του καπιταλισμού που δημιουργούν τις κρίσεις. Από τη μα, σου μειώνουν το μισθό για να γίνουν πιο «ανταγωνιστικοί» και σε οδηγούν στο δανεισμό για να καταναλώσεις και από την άλλη σου λένε ότι φταις κι εσύ για την κρίση γιατί είσαι… άπληστος! Η απληστία του κεφαλαίου που αναζητά το ανώτατο κέρδος όχι μόνο δεν καταγγέλλεται αλλά αγιοποιείται, στο όνομα της «ανάπτυξης». Γι’ αυτά, όμως, θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Στο επόμενο: Η κατάσταση του πιστωτικού συστήματος σήμερα. Αποτελούν λύση τα ευρωομόλογα και τα «ομόλογα έργου» (project bonds); Ποιες οι προϋποθέσεις για την περιβόητη «ανάπτυξη»;
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. Παγκόσμια Οικονομική Εκθεση ΟΟΣΑ (Νο.91) για το 2012, Παρίσι 22/5/2012 (https://www.oecd.org/dataoecd/62/21/50381188.pdf)
2. Παγκόσμια Οικονομική Εκθεση ΟΟΣΑ (Νο.86), 19/11/2009.
3. Κ.Μάρξ «Το Κεφάλαιο», Τόμος Τρίτος, Κεφάλαιο 30, σελ. 617.