Στις 27 Αυγούστου ολοκληρώθηκαν τελικά οι μαραθώνιες διαπραγματεύσεις για το νέο σύνταγμα, το οποίο κατατέθηκε για έγκριση στη βουλή, χωρίς να γεφυρωθούν οι διαφορές ανάμεσα στους 15 Άραβες Σουνίτες μέλη της επιτροπής σύνταξης του συντάγματος και τους εκπροσώπους των Κούρδων και των Σιιτών. Οι πρώτοι αρνήθηκαν να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από το σχέδιο του νέου συντάγματος και κάλεσαν τον ιρακινό λαό να το καταψηφίσει μαζικά στο δημοψήφισμα της 15ης Οκτωβρίου.
Το πιο επίμαχο ζήτημα, που αποτελεί και την ουσία του νέου συντάγματος, είναι ότι ανοίγει το δρόμο για να μετατραπεί το Ιράκ σε χαλαρή ομοσπονδία, με μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση και περιφερειακές κυβερνήσεις με ενισχυμένες εξουσίες. Συγκεκριμένα, δίνει το δικαίωμα, μέσω δημοψηφίσματος και με απλή πλειοψηφία, σε μια επαρχία να ενωθεί με άλλες και να σχηματιστεί έτσι μια περιφέρεια με σημαντική αυτονομία από την κεντρική κυβέρνηση. Οι περιφέρειες αυτές θα διοικούνται από κυβερνήσεις, οι οποίες θα μπορούν, αν το επιλέξουν, να ασκούν μεγαλύτερες νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες από την κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 108, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι:
♦ Η εξωτερική πολιτική
♦ Η εθνική άμυνα
♦ Η δημοσιονομική πολιτική, το εμπόριο και οι δασμοί
♦ Η διαχείριση των υδάτινων πόρων και
♦ Η πραγματοποίηση της γενικής απογραφής του πληθυσμού
«Ολα όσα δεν περιλαμβάνονται στις αποκλειστικές αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι στη δικαιοδοσία των περιφερειών. Για εξουσίες που μοιράζονται ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις περιφέρειες, σε περίπτωση διαφωνίας δίνεται προτεραιότητα στο νόμο της περιφέρειας» (άρθρο 111).
Στην πράξη το νέο σύνταγμα οδηγεί στον τεμαχισμό του Ιράκ σε τρία κρατίδια: Το κουρδικό στο βόρειο και το σιιτικό στο νότιο Ιράκ, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα κοιτάσματα και η παραγωγή πετρελαίου, και το σουνιτικό στο κεντρικό Ιράκ, αποκομμένο από τον πετρελαϊκό πλούτο και συνεπώς αποδυναμωμένο οικονομικά και πολιτικά. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ακόμη και οι λίγοι Αραβες Σουνίτες πολιτικοί που συνεργάζονται με τις δυνάμεις κατοχής είναι αναγκασμένοι να καταγγείλουν αυτό το τερατούργημα, που έχει στόχο το διαμελισμό του Ιράκ σε αδύναμα και ευάλωτα κρατίδια για να λυμαίνονται ανεμπόδιστα τον ενεργειακό πλούτο της χώρας οι αμερικάνικοι πετρελαϊκοί κολοσσοί. Η πολιτική βίας και τρομοκρατίας και ενίοτε γενοκτονίας του καθεστώτος της Σαντάμ Χουσεϊν σε βάρος του κούρδικου πληθυσμού στο βορά και του σιιτικού στο νότο χρησιμοποιούνται τόσο από τους Αμερικάνους για να συγκαλύψουν τους πραγματικούς στόχους τους όσο και από τους συνεργάτες τους στο Ιράκ για να αποκρύψουν ότι πίσω από το διαμελισμό του Ιράκ βρίσκονται τα στενά ταξικά τους συμφέροντα, η προσπάθεια να γλείψουν περισσότερα κοκαλάκια από το φαγοπότι των ιμπεριαλιστών.
Φυσικά, μετά τις τελευταίες εξελίξεις δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν όπως θέλουν οι αμερικάνοι κατακτητές και οι ιρακινοί συνεργάτες τους. Η πιθανότητα να μην εγκριθεί τελικά με το δημοψήφισμα της 15ης Δεκεμβρίου το νέο σύνταγμα είναι μεγάλη, αφού αν καταψηφιστεί σε τρεις από τις δεκαοχτώ επαρχίες της χώρας με τα δύο τρίτα των ψήφων απορρίπτεται. Στις δύο η καταψήφισή του θεωρείται βέβαιη. Ερωτηματικά υπάρχουν μόνο για την επαρχία της Βαγδάτης, όπου θεωρείται κρίσιμη η ψήφος των Σιιτών, στην πλειοψηφία οπαδών του ριζοσπάστη κληρικού Μουκτάντα αλ – Σαντρ.
Στο ζήτημα του νέου συντάγματος υπάρχουν ρωγμές και στις γραμμές των Σιιτών. Το σιιτικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου είναι ο Σαντρ, που συσπειρώνει το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της νεολαίας και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, με τον αραβικό εθνικισμό ως ένα από τα βασικά ιδεολογικά του στοιχεία, τάσσεται κατά της ομοσπονδοποίησης του Ιράκ και βλέπει πίσω από τη δημιουργία σιιτικού κρατιδίου στο νότο την προσπάθεια του ιρανικού καθεστώτος να διευρύνει την επιρροή του στην περιοχή. Ο ίδιος ο Σαντρ έχει δηλώσει ότι απορρίπτει οποιοδήποτε σύνταγμα που συντάσσεται σε συνθήκες κατοχής, ενώ κατά τη διάρκεια των μαραθώνιων διαπραγματεύσεων της επιτροπής για το νέο σύνταγμα εξέφρασε την αντίθεσή του στην ομοσπονδιακή δομή του Ιράκ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αντιθέσεις στις γραμμές των Σιιτών πήραν τη μορφή ένοπλης αντιπαράθεσης πρόσφατα στην ιερή πόλη Νατζάφ και στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε έξι τουλάχιστον πόλεις, όταν άντρες του Στρατού Μεχντί του κινήματος Σαντρ επιχείρησαν να ανακαταλάβουν τα γραφεία, τα οποία είχαν εγκαταλείψει στο τέλος των πολυήμερων μαχών με τον αμερικάνικο στρατό, και προσπάθησαν να τους εμποδίσουν ένοπλοι της Ταξιαρχίας Μπαντρ, που συνεργάζονται με τις δυνάμεις κατοχής και συνδέονται με το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση, τη μεγαλύτερη σιιτική πολιτική δύναμη.
Η στάση του Σαντρ απέναντι στο νέο ιρακινό σύνταγμα διευκολύνει τη δημιουργία μιας ευρύτερης συμμαχίας, την οποία προωθούν Αραβες Σουνίτες πολιτικοί με όσες δυνάμεις αντιτίθενται στο νέο σύνταγμα και θέλουν να συσπειρωθούν με στόχο την απόρριψή του στο δημοψήφισμα της 15ης Οκτωβρίου.
Είναι προφανές ότι ο διαμελισμός του Ιράκ εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των Αμερικάνων στην περιοχή, παρόλο που προσπαθούν να καλυφθούν πίσω από τις αποσχιστικές θέσεις που υπηρετούν τα στενά ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης των Κούρδων στο βορά και των Σιιτών του νότου. Ομως για να το πετύχουν χρειάζονται τη συναίνεση και την υπογραφή έστω και μιας μικρής μερίδας Αράβων Σουνιτών πολιτικών, την οποία δεν μπορούν να εξασφαλίσουν αν οι εταίροι στο διαμελισμό δεν κάνουν κάποιες υποχωρήσεις στο φλέγον ζήτημα της ομοσπονδοποίησης. Γι’ αυτό ο Λευκός Οίκος πιέζει να γίνουν έστω και την ύστατη στιγμή αυτές οι υποχωρήσεις για να αποτρέψει τα χειρότερα που είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν. Ο ίδιος ο Μπους αναγκάστηκε να τηλεφωνήσει στον Αμπντούλ αλ – Χακίμ, ηγέτη του Ανώτατου Συμβουλίου για την Ισλαμική Επανάσταση και να του ζητήσει να γίνει κάποιος συμβιβασμός προτού κατατεθεί το σχέδιο του νέου συντάγματος στη βουλή. Εκκληση για αλλαγές έστω και τώρα έκανε και ο αμερικάνος πρεσβευτής στο Ιράκ την περασμένη Τρίτη, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής.
Οπως δείχνουν τα πράγματα, το ζήτημα του νέου ιρακινού συντάγματος εξελίσσεται σε μεγάλο αγκάθι για τους Αμερικάνους και σε σοβαρό παράγοντα πολιτικής κρίσης, όποια κι αν είναι έκβαση του δημοψηφίσματος. Σε περίπτωση που απορριφθεί με το δημοψήφισμα, οι Αραβες Σουνίτες θα ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση και η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν στις 15 Δεκεμβρίου δεν θα έχει διαφορετική τύχη από τη σημερινή. Σε περίπτωση που επικυρωθεί με το δημοψήφισμα, θα βαθύνουν οι διαχωριστικές γραμμές και θα ενταθούν οι αντιδράσεις του σουνιτικού πληθυσμού.
Και το σημαντικότερο. Τον πρώτο λόγο στις εξελίξεις θα τον έχει και πάλι η ιρακινή αντίσταση, η οποία μέχρι τώρα έχει αποδειχθεί ότι όχι μόνο δεν επηρεάζεται από τα πολιτικά και εκλογικά παιχνίδια που στήνουν οι Αμερικάνοι, αλλά καταφέρνει να τα υπονομεύει και να τα κάνει αναποτελεσματικά. Θυμηθείτε τις θριαμβολογίες που ακολούθησαν τις εκλογές του περασμένου Γενάρη και δείτε πως έχει καταντήσει η κυβέρνηση που προέκυψε απ’ αυτές. Αδύναμη, ανίκανη, ανυπόληπτη και ουσιαστικά ανύπαρκτη, με τους αμερικάνους κατακτητές να συνεχίζουν να κάνουν το κουμάντο και την αντίσταση να πρωταγωνιστεί και να βάζει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις.
Στο μεταξύ, το κόστος του πολέμου στο Ιράκ ανεβαίνει συνεχώς, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να είναι ανά μήνα μεγαλύτερο από το κόστος του πολέμου στο Βιετνάμ στη δεκαετία του ’60 και του ’70. Σύμφωνα με την έκθεση δύο αμερικάνικων φιλελεύθερων αντιπολεμικών ινστιτούτων, του «Institute for Policy Studies» και του «Foreign Policy in Focus», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 31 Αυγούστου, με τίτλο «Ο βάλτος του Ιράκ», το μηνιαίο κόστος του πολέμου στο Ιράκ είναι 5,6 δισ. δολάρια, που σημαίνει 186 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Το αντίστοιχο κόστος του οκτάχρονου πολέμου στο Βιετνάμ ήταν κατά μέσο όρο με σημερινές τιμές 5,1 δισ. δολάρια το μήνα.
Παράλληλα, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αυξάνεται η αντίθεση της κοινής γνώμης (ξεπερνά το 58%) στον πόλεμο του Ιράκ, πληθαίνουν οι φωνές ακόμη και στις γραμμές των Ρεπουμπλικάνων που συγκρίνουν το Ιράκ με το Βιετνάμ και ζητούν σχέδιο εξόδου από τον ιρακινό βάλτο. Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι ο γερουσιαστής της Νεμπράσκα Τσακ Χέιγκελ, με δύο παράσημα και άλλες στρατιωτικές τιμές για τις υπηρεσίες του στο Βιετνάμ, που δήλωσε ότι «Οι ΗΠΑ είναι εγκλωβισμένες σε ένα βάλτο όχι διαφορετικό απ’ αυτόν που ήμασταν στο Βιετνάμ».
Υπάρχει λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος που δεν θα χρεώσει στις δυνάμεις κατοχής και τους συνεργάτες τους την τραγωδία των σιιτών στη γέφυρα του Τίγρη στη Βαγδάτη; Ποιος έχει δημιουργήσει αυτή την κατάσταση στη χώρα; Ποιος έκλεινε τη γέφυρα και δεν έβρισκε διέξοδο το πανικοβλημένο πλήθος;