Τι τύχη μπορεί να έχει ένας υποψήφιος πρόεδρος που ζητά συγνώμη επειδή διόρισε τη σύζυγό του ως συνεργάτιδα, αλλά ταυτόχρονα αρνείται να επιστρέψει τα λεφτά που αυτή πήρε, γιατί ήταν -λέει- ο μισθός της; Τότε για ποιο λόγο ζήτησε συγγνώμη; Και γιατί κάνει γαργάρα τις κατηγορίες ότι η απασχόληση της συζύγου του ήταν εικονική; Ο Φρανσουά Φιγιόν απογοήτευσε τη γαλλική Δεξιά με την άμυνα που προσπάθησε να ορθώσει απέναντι στην καταιγίδα του Penelope Gate, με το οποίο διασκεδάζει όλη η Ευρώπη. «Ναι προσέλαβα την σύζυγό μου ως συνεργάτιδα για 15 χρόνια, με μισθό 3.677 ευρώ καθαρά το μήνα. Hταν συνεργασία εμπιστοσύνης με την οικογένειά μου, που σήμερα προκαλεί δυσπιστία. Λυπάμαι βαθύτατα και ζητώ συγνώμη από τους Γάλλους», δήλωσε, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της καταγγελίας, που δεν αφορούσε τις απολαβές της Πενελόπ Φιγιόν, αλλά το ότι οι υπηρεσίες που υποτίθεται ότι προσέφερε ήταν «μαϊμού».
Ο Φιγιόν, που αρνήθηκε να απαντήσει σε ερώτηση σχετικά με την ποινική διαδικασία που έχουν ξεκινήσει οι γαλλικές εισαγγελικές αρχές, δηλώνοντας πως δε θα παρασυρθεί «σε ένα μιντιακό δικαστήριο», ανάλωσε μεγάλο μέρος της συνέντευξης που έδωσε στην αναλυτική παρουσίαση των τραπεζικών του λογαριασμών, μη κατανοώντας ότι έτσι ήταν σαν να απολογούνταν σε ένα ποινικό δικαστήριο, προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν είναι λαμόγιο!
Απαντώντας στο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή, θα πούμε ότι δεν ξέρουμε τι τύχη θα έχει ο Φιγιόν. Δεν ξέρουμε πώς «μετράει» στη συντηρητική και θρησκόληπτη γαλλική επαρχία η εικόνα του καλού χριστιανού και καλού οικογενειάρχη, πάνω στην οποία προσπάθησε να χτίσει τη δημόσια απολογία του ο Φιγιόν. Δεν ξέρουμε αν η μη παραίτησή του από την υποψηφιότητα, όπως ζητούσαν οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι, είναι απλώς ένα πολιτικά άσφαιρο πείσμα ή αν είναι αποτέλεσμα ενός πολιτικού σχεδίου που στηρίζεται σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις. Το «άβυσσος η ψυχή του ψηφοφόρου» ισχύει για την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία παντού και διαχρονικά.