Ο σχολιασμός του μικρού και του μεγάλου τελικού του Confederations cup αποτελεί το πρώτο θέμα του σημερινού σημειώματος. Με δυο συγκλονιστικά παιχνίδια ολοκληρώθηκε το τουρνουά, στα οποία οι τρεις ομάδες (η Αργεντινή στον τελικό εμφανίστηκε πολύ κατώτερη του αναμενόμενου) πρόσφεραν γκολ και πλούσιο θέαμα.
Στον μικρό τελικό η Γερμανία κατάφερε να κερδίσει το Μεξικό με 4-3 στην παράταση, παρουσιάζοντας, παρά τις ελλείψεις βασικών μονάδων της και τους πειραματισμούς που έκανε ο προπονητής της (κυρίως στον αμυντικό τομέα), καλό πρόσωπο και αφήνοντας πολλές υποσχέσεις για κάτι καλό του χρόνου στο Μουντιάλ. Ο αγώνας είχε εκτός από τα εφτά γκολ και πολλές όμορφες φάσεις και όλοι οι ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν προσπάθησαν μέχρι το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή να προσφέρουν θέαμα. Το Μεξικό από την πλευρά του παρουσίασε μια αξιοσημείωτη αγωνιστική τακτική, παρόμοια με αυτή της Εθνικής μας στο EURO 2004, όμως, παρά το γεγονός ότι ποιοτικά οι παίχτες του δεν μπορούν να συγκριθούν με Γερμανούς, Αργεντινούς και Βραζιλιάνους και δεν έχουν τα απαραίτητα σωματικά προσόντα, προσπάθησαν και κατάφεραν με το πάθος το οποίο έδειξαν να κερδίσουν τη συμπάθεια των φιλάθλων.
Ο μικρός τελικός λειτούργησε σαν ένα πολύ καλό ορεκτικό για τον μεγάλο τελικό. Ενα ντέρμπι ανάμεσα σε Βραζιλία και Αργεντινή αποτελεί πάντοτε ποδοσφαιρικό γεγονός και όταν πριν από αυτό έχει προηγηθεί ένας πολύ όμορφος αγώνας, οι προσδοκίες και το ενδιαφέρον ανεβαίνουν κατακόρυφα. Ο τελικός του Confederations cup εξελίχθηκε τελικά σε μονόλογο της Βραζιλίας η οποία απέδειξε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή έχει πληρότητα σε όλες τις γραμμές της και πληθώρα πρωτοκλασάτων παιχτών και είναι η κορυφαία ομάδα στον πλανήτη. Αν και εξαιτίας της πολύ κακής αγωνιστικής παρουσίας της Αργεντινής ο τελικός δεν είχε σασπένς, όσοι τον παρακολουθήσαμε πρέπει να έχουμε μείνει απόλυτα ικανοποιημένοι από τις συγκινήσεις που μας πρόσφεραν οι ποδοσφαιριστές της Βραζιλίας με τα μαγικά που έκαναν μέσα στο γήπεδο και θα πρέπει να θεωρηθεί έκπληξη πρώτου μεγέθους η μη κατάκτηση του Μουντιάλ του χρόνου το καλοκαίρι από τη Σελεσάο (για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων η στήλη ήταν είναι και θα είναι οπαδός του αγγλικού ποδοσφαίρου).
Η δυσμενής οικονομική κατάσταση της χώρας και τα άδεια κρατικά ταμεία (απόρροια της καταστροφικής πολιτικής της επάρατης δεξιάς, η οποία σε ενάμιση χρόνο έχει καταφέρει να καταστρέφει προσπάθειες χρόνων) είναι μια πραγματικότητα γνωστή σε όλους. Τα πράγματα όμως πρέπει να είναι πολύ πιο σοβαρά από όσο φανταζόμαστε και αυτό αποδεικνύεται από την αγωνιώδη προσπάθεια της κυβέρνησης να βρει με οποιοδήποτε τρόπο και από οποιαδήποτε πηγή φράγκα.
Μερικές βδομάδες μετά την πρώτη προσπάθεια της κυβέρνησης να βάλει τις ελληνικές ομάδες στο Στοίχημα, η οποία απέτυχε μετά τη γενική κατακραυγή (ακόμη και από ανθρώπους του ποδοσφαίρου), η κυβέρνηση επανέρχεται και επί της ουσίας θα πρέπει να θεωρούμε σαν δεδομένο ότι πολύ σύντομα θα μπορούμε να στοιχηματίζουμε υπέρ ή κατά των ελληνικών ομάδων. Είναι μάλιστα τόσο μεγάλη η βιασύνη της κυβέρνησης να βάλει το ελληνικό πρωτάθλημα στο Στοίχημα, που δεν φρόντισε να ασχοληθεί καν το θέμα της συμμετοχής του Ολυμπιακού, λόγω του ασυμβίβαστου που θεωρητικά υπάρχει, αφού ο πρόεδρος και ιδιοκτήτης της ομάδας του Πειραιά είναι ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης της Intralot, της εταιρείας δηλαδή που διοργανώνει το Στοίχημα στη χώρα μας. Μάλιστα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Θ. Ρουσόπουλος αυτοσχεδίαζε απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, αφού δεν υπάρχει συγκεκριμένη κυβερνητική τακτική για το θέμα.
Γεννιέται συνεπώς το ερώτημα: για ποιο λόγο βιάζεται τόσο πολύ η κυβέρνηση; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η είσοδος των ελληνικών ομάδων στο Στοίχημα θα έχει σαν αποτέλεσμα μια πολύ μεγάλη αύξηση του τζίρου της Intralot και κατά συνέπεια και του ΟΠΑΠ, με αποτέλεσμα η τιμή της μετοχής του Οργανισμού να ανέβει κατακόρυφα και συνεπώς τα φράγκα που ελπίζει η κυβέρνηση ότι θα μπουν στο κρατικό ταμείο από τη μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ να είναι περισσότερα από αυτά που υπολόγιζε αρχικά. Μάλιστα, με τη φόρα που έχει πάρει η κυβέρνηση δεν δίστασε να αναγγείλει την είσοδο στο Στοίχημα ακόμη και του στίβου, προκαλώντας την αντίδραση τόσο του ΣΕΓΑΣ όσο και του συνόλου των πρωταθλητών. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις της Νίκης Μπακογιάννη (πρόεδρος Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών): «Μου θυμίζει κάτι από ιππόδρομο. Οι αθλητές δεν είναι άλογα. Τώρα πια είναι και πραγματικότητα και, δυστυχώς, ξεπουλιέται ο αθλητισμός και εμπορευματοποιείται με νόμιμη σφραγίδα».
Από την έμμεση αναφορά στο Ιππόδρομο ας περάσουμε και στην άμεση. Την περασμένη Κυριακή ο Ιππόδρομος γνώρισε μεγάλες δόξες και κατακλύστηκε από τους φιλίππους, αφού θα διεξαγόταν το Ντέρμπι, μια από τις κορυφαίες ιπποδρομίες της χρονιάς. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Δούκας (υφυπουργός Οικονομικών), ο οποίος μετά την απονομή του Κυπέλλου στον νικητή του Ντέρμπι, έκανε και δηλώσεις, στις οποίες ανάμεσα στα άλλα όμορφα, αποκάλεσε όλους εμάς που αγαπάμε το άθλημα «ιπποδρομιάκηδες». Δεν ξέρω αν θα πρέπει να αισθανθούμε εμείς οι φίλιπποι προσβεβλημένοι από τις δηλώσεις του υφυπουργού ή θα πρέπει να αισθανόμαστε και ικανοποιημένοι που δεν μας αποκάλεσε «αλογομούρηδες». Το μόνο σίγουρο τελικά για την κυβέρνηση του Κωστάκη είναι ότι δεν θα μας αφήσει να πλήξουμε, αφού οι άνθρωποι προσφέρουν άφθονο γέλιο.
Για γέλια είναι και οι δηλώσεις του πρώην προπονητή μπάσκετ και νυν βουλευτή Γιάννη Ιωαννίδη. Ο εθνοπατέρας ξεκίνησε να μιλάει σε εκδήλωση του Συνδέσμου Ελλήνων Προπονητών και συνέχισε σε ραδιοφωνική εκπομπή του «Metropolis». Αρχικά αποκάλεσε τον Γιώργο Σιγάλα «τεράστια προσωπικότητα», έβγαλε άχρηστο τον πρώην προπονητή του Αρη («η ομάδα ξόδεψε μια περιούσια για να παίξει καλά, αλλά ο Μπάρτον ζούσε στον κόσμο του»), προσπάθησε να απαξιώσει την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος το 2000 από τον Παναθηναϊκό μιλώντας για τη διασπασμένη Ευρωλίγκα (ξεχνώντας προφανώς ότι η διάσπαση του ευρωπαϊκού μπάσκετ έγινε ένα χρόνο αργότερα) και έφτασε στην τελική του πρόταση για το καλό του ελληνικού μπάσκετ, η οποία είναι η θέσπιση ανώτατου ορίου (σάλαρι-καπ) στους προϋπολογισμούς των ομάδων.
Δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε αυτά που είπε, αναγνωρίζοντας βέβαια το γεγονός ότι όταν ένας προπονητής έχει κατακτήσει τόσα πολλά ευρωπαϊκά τρόπαια, όπως τα μηδέν του Ιωαννίδη, έχει το ελεύθερο να κάνει κριτική με οποιοδήποτε ύφος θέλει. Σε απλά ελληνικά η πρότασή του είναι ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει άλλος καπιταλιστής να χώνει φράγκα στο μπάσκετ, εκτός από τους Γιαννακόπουλους, θα πρέπει να μπει ανώτατο όριο στους προϋπολογισμούς των ομάδων, δηλαδή να μην μπορούν οι Γιαννακόπουλοι να ξοδεύουν όσα φράγκα θέλουν, προκειμένου οι άλλες ομάδες να φτάσουν σε ανταγωνιστικό επίπεδο και να διεκδικήσουν το πρωτάθλημα. Ποιοτική υποβάθμιση του ελληνικού μπάσκετ είναι η πρόταση του πρώην πανίσχυρου άνδρα του αθλήματος και μάλιστα αυτό το υποστηρίζει με την ιδιότητα του βουλευτή.
Είναι σίγουρο ότι η μιζέρια την οποία βιώνει σήμερα το μπάσκετ στη χώρα μας τον στεναχωρεί, όμως και αυτός έχει πολύ μεγάλες ευθύνες για τη σημερινή κατάντια του αθλήματος, αφού χρόνια ολόκληρα σαν προπονητής του Αρη και του Ολυμπιακού πρωταγωνίστησε στο να γίνει το μπάσκετ επαγγελματικό και μάλιστα οι ομάδες του θεωρούνταν από τις πιο ακριβές και με πληθώρα πρωτοκλασάτων αθλητών στο έμψυχο δυναμικό τους. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι με την θέσπιση του σάλαρι καπ θα μειωθεί η αγωνιστική απόσταση του Παναθηναϊκού από τις άλλες ελληνικές ομάδες, πώς διασφαλίζεται ότι θα σταματήσει ο σημερινός κατήφορος και θα αρχίσει η ανάκαμψή του;
Για να μιλήσουμε για πορεία ανάκαμψης του αθλήματος αρχικά θα πρέπει να ασχοληθούν με το άθλημα καπιταλιστές που θα «επενδύσουν» σε αυτό και θα προσπαθήσουν να φτιάξουν καλές ομάδες που θα ξαναφέρουν τους φιλάθλους στα γήπεδα. Η πρόταση που κάνει ο Ιωαννίδης έχει σαν δεδομένο ότι δεν θα ασχοληθούν με το άθλημα σοβαροί καπιταλιστές που θα έχουν οικονομική άνεση, συνεπώς δεν θα έχουμε «επενδύσεις» και το πρωτάθλημα θα γίνει ανταγωνιστικό μέσα από την υποβάθμισή του. Τώρα, πώς είναι δυνατόν να κερδίσει φίλους και να αποκτήσει δυναμική ένα άθλημα που θα υποβαθμίζεται ποιοτικά, μόνο ο Ιωαννίδης μπορεί να μας το αναλύσει.
Κος Πάπιας