Την προηγούμενη βδομάδα είχαμε αναφερθεί στις αβάντες που κάνει η κυβέρνηση στους καπιταλιστές που θα εξαγοράσουν το 33% του μετοχικού πακέτου της ΟΠΑΠ ΑΕ. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στο προδικαστικό ερώτημα του ΣτΕ για το κρατικό μονοπώλιο, επιβεβαίωσε όσους ισχυρίζονταν ότι το μπαλάκι θα πάει στην ελληνική δικαιοσύνη, η οποία θα πρέπει να αποφανθεί και να τεκμηριώσει ότι είναι σύννομο το μονοπώλιο. Διαφορετικά, θα πρέπει να κρίνει ότι η απόφαση για παράταση του μονοπωλιακού στάτους της ΟΠΑΠ ΑΕ είναι κόντρα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και θα ανοίξει το δρόμο στις εταιρίες Stanleybet International Ltd, William Hill, Organization Ltd, William Hill Plc και Sportingbet Plc, οι οποίες έκαναν προσφυγή ζητώντας άδεια λειτουργίας. Επί της ουσίας, το «δίλλημα» που τίθεται στο τραπέζι είναι: σαφή και αυστηρά όρια για την προστασία των καταναλωτών και την αποφυγή εγκλημάτων που έχουν σχέση με το τζόγο ή καθιέρωση συστήματος αδειοδότησης και άνοιγμα της αγοράς. Επανερχόμαστε στο θέμα, αφενός γιατί έχει μεγάλη οικονομική σημασία και αποτελεί ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας και αφετέρου γιατί μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υ-πάρχουν δυο-τρία σημεία τα οποία αξίζει να σχολιαστούν.
Το πρώτο σχόλιο που θα κάνουμε είναι ότι η απόφαση σχολιάστηκε σχεδόν με τον ίδιο τρόπο απ’ όλα τα κανάλια. Απ’ όλα τα κανάλια τονιζόταν ότι η απόφαση «κλονίζει» το μονοπώλιο της ΟΠΑΠ ΑΕ και ανοίγει το δρόμο για να μπουν και άλλες εταιρίες στοιχηματισμού στην ελληνική αγορά, κάτι που απέχει από την πραγματικότητα. Η εντύπωση που σχημάτιζε κάποιος που άκουγε τον τρόπο παρουσίασης της είδησης ήταν ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη πηγή από την οποία πήραν τις πληροφορίες τα κανάλια και τις αναμετέδωσαν. Οπως θα δούμε, τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η «πηγή της πληροφόρησης» μάλλον δεν είναι από τη κυβέρνηση, αφού αποδυναμώνει την προσπάθειά της να στηρίξει την απόφασή της για παράταση του μονοπωλίου και κατά συνέπεια να δώσει αβάντα στον καπιταλιστή που θα κάνει την εξαγορά του 33% του μετοχικού κεφαλαίου. Ομως, δε θα στοιχηματίζαμε σ’ αυτό όλα τα λεφτά μας. Οπως θα δούμε στη συνέχεια, οι πιέσεις από τις υπηρεσίες της ΕΕ προς την κυβέρνηση για ν’ αλλάξει την απόφασή της θα αυξηθούν το επόμενο διάστημα και μπορεί να έχει αρχίσει ήδη η προσπάθεια αναδίπλωσης.
Το δεύτερο σχόλιο που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι τονίστηκε ιδιαίτερα το κομμάτι της απόφασης που αφορά το πρώτο συστατικό του «διλλήματος», δηλαδή την προστασία του καταναλωτή και την αποφυγή παράνομων πράξεων που σχετίζονται με το τζόγο, με τέτοιο τρόπο ώστε κάποιος που δεν γνωρίζει το θέμα να νομίζει ότι με την «απελευθέρωση» του τζόγου θα θεσπιστούν σαφείς και αυστηρές διαδικασίες υπέρ των καταναλωτών. Αυτό που προσπαθούν να μας πείσουν είναι ότι, αν ανοίξει η αγορά και έρθουν και ξένες εταιρίες, θα μπο- ρούν οι παίχτες να επιλέξουν την εταιρία της επιλογής τους και να ποντάρουν τα λεφτά τους με τον τρόπο και τις αποδόσεις που θα επιλέξουν και όχι με αυτά που τους επιβάλει σήμερα η ΟΠΑΠ ΑΕ.
Το τρίτο σχόλιο, που αφορά και την ουσία, έχει να κάνει με τη δυσκολία που θα έχει πλέον η ελληνική κυβέρνηση να στηρίξει την επιλογή για το μονοπωλιακό καθεστώς του τζόγου. Γράψαμε στο προηγούμενο φύλλο ότι εφόσον το ΣτΕ επικυρώσει την απόφαση της κυβέρνησης (με τα σημερινά δεδομένα η απόφαση δε θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη), ο καπιταλιστής που θα πάρει το πλειοψηφικό πακέτο της ΟΠΑΠ ΑΕ θα έχει στην κατοχή του ένα ιδιωτικό μονοπώλιο τζόγου, το μοναδικό στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το γεγονός αυτό είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει παρενέργειες στην αγορά του στοιχηματικού τζόγου, παρά το ότι η ελληνική αγορά είναι σχετικά μικρή. Είναι λογικό, λοιπόν, να ασκούνται πιέσεις προς την κυβέρνηση για αλλαγή πλεύσης, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το θέμα προληπτικά και όχι «κατασταλτικά». Είχαμε αναφερθεί στη δυσκολία που έχει η ΟΠΑΠ ΑΕ να πείσει ότι η πολιτική που ακολουθεί είναι σύμφωνη με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Η πολιτική που ακολουθεί στην προβολή και τη διαφήμιση των προϊόντων της απέχει πολύ από την προσπάθεια μείωσης του τζόγου. Οι διαφημίσεις της ΟΠΑΠ ΑΕ έχουν κατακλύσει τα ΜΜΕ και τις αθλητικές εγκαταστάσεις και ταυτόχρονα διαφημίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις φανέλες των περισσότερων ομάδων της Σούπερ Λίγκας. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό για μια καπιταλιστική επιχείρηση που προσπαθεί ν’ αυξήσει τον κύκλο εργασιών της και τα κέρδη της, όμως είναι αντίθετο στις προϋποθέσεις για να κρατήσει το μονοπωλιακό καθεστώς που υπάρχει σήμερα.
Ενα ακόμη στοιχείο που θα δυσκολέψει το ΣτΕ για να βγάλει σύννομη την κυβερνητική απόφαση είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης για την εξυγίανση του ποδοσφαίρου, που αποτελεί το βασικό άθλημα που ενδιαφέρει το σύστημα, από τα λαμόγια που το παίζουν παράγοντες και ιδιοκτήτες. Το επόμενο χρονικό διάστημα αναμένονται εξελίξεις στο θέμα και θα δούμε αν η ελληνική κυβέρνηση θα παραμείνει σταθερή στην προσπάθειά της να αβαντάρει τον καπιταλιστή που θα έχει στην ιδιοκτησία του την ΟΠΑΠ ΑΕ ή θ’ αναγκαστεί, κάτω από τις πιέσεις που δέχεται, ν’ ανοίξει την αγορά. Αλλωστε, δεν έχει στη διάθεσή της απεριόριστο χρόνο, αφού μέχρι το τέλος Μάρτη θα πρέπει να προχωρήσει στην επόμενη φάση της πώλησης της ΟΠΑΠ ΑΕ και θα υπάρχει εκτός απροόπτου και απόφαση για το θέμα από τα αρμόδια όργανα της ΕΕ.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ: Οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και τις καταλήψεις συνεχίζονται, κόντρα στη φασιστική κατασταλτική πολιτική της συγκυβέρνησης. Στον αγώνα των ερασιτεχνικών ομάδων Αυτόνομη ΠΟ – Αρης Κάτω Αχαγιάς για το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της Αχαΐας, οι ποδοσφαιριστές των δυο ομάδων μπήκαν στο γήπεδο κρατώντας από ένα πανό με συνθήματα αλληλεγγύης. Στη λινάτσα της ΑΠΟ έγραψαν: «Κράτος και παρακράτος, κάτω τα ξερά σας από τις καταλήψεις και τους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους. Ούτε βήμα πίσω» . Στη λινάτσα του Αρη: «Συνειδητά εστίες ανομίας, ενάντια σε έναν κόσμο μόνιμης αδικίας». Μια ακόμη απάντηση σε όσους συνεχίζουν να σνομπάρουν την προσπάθεια των νεολαίων που ασχολούνται με τον αθλητισμό να μετατρέψουν τους αγωνιστικούς χώρους και τις εξέδρες των γηπέδων σε χώρους πολιτικής παρέμβασης.