Σε έκθεση της ΟΥΕΦΑ για τα οικονομικά και την business διάσταση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου γίνεται αναφορά και στις αθλητικές υποδομές. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας της ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, την τελευταία δεκαετία (2008-2017) έχουν υλοποιηθεί από τις 55 εθνικές ομοσπονδίες μέλη της ΟΥΕΦΑ 221 projects ποδοσφαιρικών γηπέδων με χωρητικότητα πάνω από 5.000 θεατές. Με βάση την ανάλυση των στοιχείων, οι εμπειρογνώμονες της ΟΥΕΦΑ κάνουν λόγο για κατασκευαστική «έκρηξη», αφού 103 projects αφορούν νέες κατασκευές (ποσοστό 65%), ενώ ακολουθούν οι ανακαινίσεις με ποσοστό 25% (40 projects) και οι ανακατασκευές με 10% (16 projects).
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η Τουρκία, στην οποία κατασκευάστηκαν 24 νέα γήπεδα συνολικής χωρητικότητας 760.000 θεατών, ακολουθούν η Ρωσία με 14 νέα γήπεδα (700.000 θέσεις) και η Πολωνία με 13 γήπεδα (600.000 θέσεις) και την εξάδα κλείνουν η Γερμανία με 8, η Ουγγαρία με 7 και η Αγγλία με 6 γήπεδα. Η κατασκευή των γηπέδων αφορά κυρίως γηπεδικές εγκαταστάσεις συλλόγων (η Τουρκία και η Γερμανία έχουν τα πρωτεία σε αυτή την κατηγορία), ενώ μόλις το 19% των κατασκευών συνδέεται με την ανάληψη κάποιας διεθνούς διοργάνωσης (Μουντιάλ Ρωσίας, Euro 2012 Πολωνίας) και τη δημιουργία υποδομών για τις εθνικές ομάδες της χώρας. Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της σχετικής λίστας, χωρίς κανένα νέο γήπεδο (η ανέγερση της Αγιασοφιάς του Μελισσανίδη ξεκίνησε μετά την ολοκλήρωση της έρευνας της ΟΥΕΦΑ) και με ελάχιστες ανακαινίσεις γηπέδων.
Οι αξιωματούχοι της ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας θεωρούν την ανέγερση νέων γηπέδων ως ένδειξη ποιοτικής απασχόλησης με το ποδόσφαιρο και δείγμα ότι οι ομάδες που ξεκινούν να υλοποιήσουν ένα ποδοσφαιρικό project έχουν τη λογική της μακροχρόνιας δραστηριοποίησης με το ποδόσφαιρο και γι' αυτό «επενδύουν» σημαντικά ποσά στις γηπεδικές τους εγκαταστάσεις, οι οποίες αποτελούν το σημείο αναφοράς της ομάδας.
Στην άποψη αυτή υπάρχει ισχυρός αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο ο βασικός λόγος που ωθεί τους ιδιοκτήτες των ομάδων να προχωρήσουν σε κατασκευή ή ανακατασκευή γηπέδου είναι το μεγάλο ποσοστό κέρδους που έχουν τα συγκεκριμένα κατασκευαστικά projects και η δυνατότητα να κάνουν «αρπαχτή». Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης προβάλλουν ως βασικό επιχείρημα για να την ενισχύσουν το καθεστώς ιδιοκτησίας των γηπεδικών εγκαταστάσεων. Στις κορυφαίες κατηγορίες των καλύτερων πρωταθλημάτων της Ευρώπης, μόλις το 13% των πιο σημαντικών ποδοσφαιρικών ομάδων αποτελούν τους άμεσους ιδιοκτήτες των γηπέδων στα οποία αγωνίζονται και μόλις το 19% περιλαμβάνουν το γήπεδό τους στους ετήσιους ισολογισμούς τους.
Ενισχυτικά της συγκεκριμένης άποψης είναι και τα στοιχεία για τις ομάδες που ανήκουν στις 20 κορυφαίες εθνικές ποδοσφαιρικές Λίγκες. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι μόνο σε 5 Λίγκες το ποσοστό των συλλόγων που έχουν ιδιόκτητο γήπεδο ξεπερνά το 50%. Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκεται η ισπανική Primera Division, με 16 από τις 20 ομάδες, και ακολουθούν η Premier League, με 15 από τις 20, και η Bundesliga με 9 από τις 18, η Βόρεια Ιρλανδία, με 7 από τις 12 και η Σκωτία με 9 από τις 12 ομάδες (τα στοιχεία της ΟΥΕΦΑ επιβεβαιώνουν τη «διαφορετικότητα» στον τρόπο αντιμετώπισης του ποδοσφαιρικού «γίγνεσθαι» στο νησί).
Αν εξαιρέσουμε ορισμένα πρωταθλήματα, η εικόνα συνολικά στην Ευρώπη δεν είναι καλή, παρά την «κατασκευαστική έκρηξη» της τελευταίας δεκαετίας. Στις εκτός top 20 Λίγκες, σε σύνολο 400 ομάδων μόλις 36 έχουν ιδιόκτητο γήπεδο, ενώ υπάρχουν 17 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα οι ομάδες των οποίων δεν έχουν δικό τους γήπεδο. Ανάμεσα σε αυτά τα πρωταθλήματα είναι και το ελληνικό (περιλαμβάνεται στο top 20 με βάση την κατάταξη της εθνικής ομάδας στη βαθμολογία της ΟΥΕΦΑ), αφού καμία από τις ομάδες της Super League δεν έχει ιδιόκτητο γήπεδο (τα στοιχεία της ΟΥΕΦΑ είναι για τη χρονική περίοδο 2008-2017 και δεν συμπεριλαμβάνεται στις ομάδες της Super League o Απόλλωνας Σμύρνης, που έχει ιδιόκτητο γήπεδο). Τα γήπεδα τα οποία δηλώνουν ως έδρα οι ελληνικές ομάδες ανήκουν στο κράτος ή σε δήμους και μόλις 7 γήπεδα ανήκουν σε εταιρίες που έχουν σχέση με την ομάδα (συνήθως είναι εταιρίες των οποίων μεγαλομέτοχος είναι ο πρόεδρος-ιδιοκτήτης της ομάδας), χωρίς όμως να υπολογίζονται στον ισολογισμό του συλλόγου.
Από τα στοιχεία της έκθεσης και παρά την τάση για κατασκευή ή βελτίωση των γηπέδων των ομάδων, αποδεικνύεται ότι στην Ευρώπη που κυριαρχεί στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο (τα πρωτοκλασάτα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα συγκεντρώνουν την ελίτ των ποδοσφαιριστών και βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης με τους τζίρους και τα κέρδη), η κατάσταση δεν είναι ικανοποιητική. Το χαμηλό ποσοστό ιδιοκτησίας δείχνει ότι οι ομάδες δεν έχουν διάθεση για σοβαρές «επενδύσεις» και βασίζονται κυρίως στο κράτος για να βρουν στέγη. Η κριτική προς τη διοίκηση της ΟΥΕΦΑ είναι ότι δεν έχει σχέδιο για την αναβάθμιση και τη βελτίωση των εγκαταστάσεων των ομάδων και των γηπέδων τους.
Η ευρωπαϊκή Ομοσπονδία προβάλλει το επιχείρημα ότι έχει θεσπίσει όρους για τις ελάχιστες προδιαγραφές που πρέπει να διαθέτει το γήπεδο μιας ομάδας για να μπορέσει να συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και ιδιαίτερα στο Champions League. Ομως, με το σύστημα πρόκρισης που έχει θεσπίσει, επί της ουσίας έχει δημιουργήσει ένα κλειστό club από τις πρωτοκλασάτες ομάδες των κορυφαίων πρωταθλημάτων, ενώ στην περίπτωση που κάποια ομάδα κάνει την έκπληξη και βρεθεί στους ομίλους της κορυφαίας διοργάνωσης, συνήθως αναγκάζεται να αλλάξει τη φυσική της έδρα και να αγωνιστεί σε κάποιο δημόσιο γήπεδο που πληροί τις προδιαγραφές της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας.
Εν κατακλείδι, από τα στοιχεία της έκθεσης προκύπτει ότι στα κορυφαία ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα οι πρωτοκλασάτες ομάδες «επενδύουν» στην ανέγερση ή την ανακατασκευή των γηπέδων τους για να τα κάνουν πιο λειτουργικά για τους πελάτες-θεατές και για να εξασφαλίσουν κέρδη από τις εμπορικές χρήσεις τους (Αγγλία, Ισπανία, Γερμανία). Στις λιγότερο αναπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, που κυριαρχεί η λογική της «αρπαχτής» (Τουρκία), τα γηπεδικά projects εξασφαλίζουν εύκολα κέρδη για τους ιδιοκτήτες των ομάδων και συνήθως αποτελούν ιδιοκτησία τους και όχι ιδιοκτησία της ομάδας.
Αν και φαινομενικά υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις δυο παραπάνω τακτικές, επί της ουσίας πρόκειται για τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι καπιταλιστική μπίζνα, επομένως και στην «πτυχή» γηπεδικές εγκαταστάσεις ο βασικός παράγοντας που καθορίζει τις αποφάσεις και τις επιλογές των διοικήσεων των ομάδων είναι τα φράγκα.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ. Ασυνήθιστη επιλογή για τα ελληνικά δεδομένα αποτελεί η απόφαση της ΠΑΕ ΟΦΗ να απολύσει τον προπονητή της Νίκο Παπαδόπουλο, εξαιτίας της γροθιάς που έριξε στο γενικό αρχηγό του Παναιτωλικού Χρήστο Κουτσοσπύρο, κατά τη διάρκεια διαμάχης τους στα αποδυτήρια του Γεντί Κουλέ, λίγο πριν από την έναρξη του δεύτερου ημιχρόνου. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του ΟΦΗ, Μιχάλης Μπούσης, έχει αποφασίσει να επιβάλει τη δική του φιλοσοφία και να αποβάλει από την ομάδα όποιον δεν την εφαρμόζει. Ο ιδιοκτήτης της κρητικής ομάδας είχε ζητήσει από τους συνεργάτες του στην ΠΑΕ να κάνουν όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου οι αποστολές των φιλοξενούμενων να έχουν την καλύτερη δυνατή φιλοξενία. Τη «γραμμή» Μπούση έσπασε ο Παπαδόπουλος και παρά τη συγγνώμη που ζήτησε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, δεν κατάφερε να αποφύγει τις επιπτώσεις. Με την απόφασή του ο Μπούσης δείχνει ότι διαθέτει μαγκιά και συνέπεια λόγων και έργων, που σπανίζει στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα όταν η απόλυση αφορά έναν προπονητή που μετά τον Γκέραρντ αποτελεί «τοτέμ» για τον ποδοσφαιρικό ΟΦΗ και συμπίπτει χρονικά με μια πολύ μεγάλη νίκη (οι Κρητικοί κέρδισαν 3-0 και έκαναν ένα σημαντικό βήμα για την παραμονή τους στη Super League).
Την ατάκα τη βρίσκεις σε παραπλήσιες εκδοχές στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συνδέει με σαρκαστικό τρόπο την αθλητική και την πολιτική επικαιρότητα με την «παιδική χαρά» του Μαξίμου.