Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου κατάφερε να ξεπεράσει το εμπόδιο της Ρουμανίας και το καλοκαίρι θα συμμετέχει στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας. Παρά το γεγονός ότι στη φάση των ομίλων δεν έπαιξε θεαματικό ποδόσφαιρο και πορεύτηκε με τη λογική «νίκη με μισό – μηδέν», στους αγώνες μπαράζ έδειξε ένα διαφορετικό πρόσωπο και ήταν μια άλλη ομάδα. Μια ομάδα που διεκδίκησε και κέρδισε την πρόκριση και όχι ομάδα που προσπαθούσε να την «κλέψει».
Σχολιάζοντας την πορεία της Εθνικής, θα πρέπει να εστιάσουμε σε τρία σημεία. Καταρχήν, πρέπει να τονίσουμε ότι η Εθνική έχει στον πάγκο της προπονητή. Ο Σάντος δεν είναι από τους κορυφαίους στην Ευρώπη, είναι όμως προπονητής, σε αντίθεση με τον κύριο κυρ-Κώστα και τον κύριο κυρ-Χρήστο, που συνήθως κάθονταν στον πάγκο της Εθνικής με μοναδικά κριτήρια επιλογής αν είναι κολλητοί με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας και αν η κομματική τους προτίμηση συμπίπτει με το κόμμα που βρισκόταν στην εξουσία. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η φετινή Ρουμανία είναι μια από τις χειρότερες ποιοτικά ομάδες της γειτονικής χώρας και ότι οι σημερινές της βεντέτες τύπου Μαρικά, Χόμπαν, Στάνκου, Τανάσε με πολύ μεγάλη δυσκολία θα ήταν αναπληρωματικοί στην ομάδα των Χάτζι, Λάκατους, Ποπέσκου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ελληνική ομάδα ήταν απόλυτα κυρίαρχη και στα δυο παιχνίδια και η υπόθεση πρόκριση στο Μουντιάλ δεν κινδύνεψε ούτε μια στιγμή κατά τη διάρκεια των δυο αγώνων.
Ο Σάντος, επέλεξε ένα συγκεκριμένο αριθμό ποδοσφαιριστών και κατάφερε να «χτίσει» μια ομάδα με σαφή αγωνιστικό προσανατολισμό και παίχτες που ακολουθούν κατά γράμμα τις οδηγίες και την ποδοσφαιρική φιλοσοφία του προπονητή τους. Γνωρίζοντας ότι δεν έχει στην ομάδα παίχτες μεγάλης ποδοσφαιρικής αξίας, που να μπορούν να κάνουν τη διαφορά και να πάρουν την ομάδα στις πλάτες τους, ο πορτογάλος προπονητής έχει επιλέξει να φτιάξει μια ομάδα που θα παίζει «συντηρητικά», φροντίζοντας καταρχήν να μη δεχτεί γκολ και να αξιοποιήσει τις λιγοστές ευκαιρίες που θα κάνει στον αγώνα για να φτάσει στη νίκη. Τα αποτελέσματα μέχρι σήμερα τον δικαιώνουν, αφού δυστυχώς οι ομάδες κρίνονται από τα αποτελέσματα που φέρνουν και όχι από την προσπάθεια ή το θέαμα που προσφέρουν.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να σχολιαστεί να και να πιστωθεί στον Σάντος είναι ότι οι επιλογές του στο έμψυχο δυναμικό της Εθνικής δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Τη σημερινή ομάδα απαρτίζουν παίχτες που παίζουν στο εξωτερικό και οι καλύτεροι παίχτες του ελληνικού πρωταθλήματος. Αν κάποιος αποφασίσει να κάνει μια έρευνα στα αθλητικά στέκια και τα καφενεία και να ρωτήσει τους απλούς φιλάθλους, είναι σίγουρο ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία και ανεξάρτητα από την οπαδική τους προτίμηση θα του απαντήσουν ότι οι επιλογές του Σάντος για το ρόστερ της Εθνικής είναι αξιοκρατικές. Ισως για κάποιους η αξιοκρατική επιλογή να είναι αυτονόητη, όμως μέχρι να αναλάβει ο Σάντος η επιλογή των ποδοσφαιριστών της Εθνικής γινόταν με βάση τις ισορροπίες ανάμεσα στις ομάδες στις οποίες αγωνίζονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αγωνίζονται στην ομάδα οι καλύτεροι και οι πιο φορμαρισμένοι, αλλά οι φίρμες των μεγάλων ομάδων, με συνέπεια αφενός να είναι μειωμένη η δυναμική της ομάδας και αφετέρου να μην υπάρχει καλό κλίμα, αφού συνήθως στην εθνική ομάδα μεταφέρονταν οι κόντρες μεταξύ των συλλόγων.
Αφού όλοι σήμερα παραδέχονται ότι στην Εθνική υπάρχει πολύ καλό κλίμα και οι διεθνείς είναι μια παρέα που προσπαθεί για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, θα πρέπει να αναγνωριστεί η μεγάλη συμβολή του Σάντος. Οσοι έχουν ασχοληθεί έστω και για λίγο με τα διοικητικά κάποιας ομάδας καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει καλή χημεία μεταξύ των παιχτών και ηρεμία στα αποδυτήρια, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, χωρίς αυτή μας η επισήμανση να μειώνει τη συμβολή του Σάντος, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο ομοσπονδιακός προπονητής είναι τυχερός, γιατί τον βοήθησαν στις επιλογές του η οικονομική κρίση και η απαξίωση του ελληνικού πρωταθλήματος. Αν κάποιος αξιολογήσει το έμψυχο δυναμικό των ομάδων του πρωταθλήματος, θα δυσκολευτεί πολύ να βρει παίχτες, εκτός από ορισμένους που αγωνίζονται στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ, που να μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στους αγωνιστικούς χώρους και να διεκδικήσουν μια θέση στην εθνική ομάδα. Ταυτόχρονα, η διοικητική ανυπαρξία στον Παναθηναϊκό και η μικρή κατηγορία στην οποία αγωνίζεται η ΑΕΚ δεν επιτρέπουν στους παράγοντες αυτών των ομάδων να απαιτούν «ισορροπία» στον αριθμό των ποδοσφαιριστών τους που θα κληθούν στην Εθνική. Απαλλαγμένος λοιπόν από τα όποια βαρίδια του παρελθόντος, ο ομοσπονδιακός προπονητής κάνει την δουλειά του όπως αυτός νομίζει, έχει καταφέρει να δημιουργήσει πολύ καλό κλίμα στα αποδυτήρια και καταφέρνει να έχει και επιτυχή αποτελέσματα.
Το τρίτο σημείο που αξίζει να σχολιαστεί έχει σχέση με ένα από τα παράδοξα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει συνήθως, η πορεία της εθνικής ομάδας την τελευταία δεκαετία και με σημείο αναφοράς την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2004, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πορεία του ελληνικού πρωταθλήματος. Η Εθνική έχει καταφέρει να έχει μια αξιοσημείωτη πορεία, ενώ το ελληνικό πρωτάθλημα απαξιώνεται συνεχώς. Τη στιγμή που οι παίχτες της Εθνικής πανηγύριζαν την πρόκριση για το Μουντιάλ της Βραζιλίας, η κατάσταση στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι απαράδεκτη. Το πρωτάθλημα θυμίζει τριτοκοσμικές χώρες, δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη ο αριθμός των ομάδων που θα υποβιβαστούν, τα περισσότερα γήπεδα δεν πληρούν τις προδιαγραφές της ΟΥΕΦΑ, η ομάδα που θα κατακτήσει τον τίτλο είναι γνωστή πριν αρχίσει το πρωτάθλημα, το θέαμα ανύπαρκτο και το ενδιαφέρον των φιλάθλων μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Αντί λοιπόν να αξιοποιηθεί το πρωτάθλημα για να δημιουργηθεί μια δυνατή εθνική ομάδα, άπαντες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην καλή πορεία της Εθνικής για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Στην πράξη αυτό δεν μπορεί να γίνει, αφού δεν μπορεί η δουλειά του Σάντος ή του όποιου άλλου ομοσπονδιακού προπονητή να «βγάλει» ταλέντα, να δημιουργήσει ομάδες που να προσφέρουν θέαμα και να φτιάξει σύγχρονα γήπεδα. Για όλα τα παραπάνω χρειάζεται σχεδιασμός και να πέσει στην πιάτσα ζεστό χρήμα, όμως στο ελληνικό ποδόσφαιρο λείπουν και τα δύο, οι καπιταλιστές που «επενδύουν» σ’ αυτό έχουν τη λογική του γρήγορου κέρδους και της αρπαχτής, γι’ αυτό και τόσο η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 2004 όσο και οι μετέπειτα επιτυχίες της Εθνικής δεν απετέλεσαν κίνητρο για να βελτιωθεί η εικόνα του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Θα κλείσουμε σχολιάζοντας τον τρόπο που παρουσίασαν την πρόκριση της Εθνικής οι «ανιδιοτελείς εργάτες» του ποδοσφαίρου της χώρας μας και ο δημοσιογραφικός εσμός. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα κλίμα ευφορίας και να πείσουν τον ελληνικό λαό και τη νεολαία ότι έχουν ένα λόγο να χαμογελάνε και να ξεχάσουν τη βαρβαρότητα που ζουν καθημερινά εξαιτίας της καπιταλιστικής κρίσης. Οι αναλύσεις γι’ αυτά που «μπορούν να καταφέρουν οι Ελληνες όταν είναι ενωμένοι», τα συγχαρητήρια από το σύνολο της αστικής πολιτικής ηγεσίας και οι εξαγγελίες για αλλαγές στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο δείχνουν ξεκάθαρα ότι απλά και μόνο είναι για λόγους προπαγάνδας. Οι πιθανότητες να υλοποιηθούν είναι μηδενικές και για μια ακόμη φορά θα δούμε την ίδια κακόγουστη παράσταση.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ: Προς διάλυση οδηγείται ο Ηρακλής, αφού η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, κατόπιν αιτήματος του υπουργείου Οικονομικών, έστειλε στις 8-11-2013 έγγραφο προς το Πρωτοδικείο, με το οποίο εισηγείται να δοθεί εντολή ασκήσεως αίτησης δικαστικής λύσης του σωματείου «ΓΣ Ηρακλής», γιατί μετά από φορολογικό έλεγχο αποδείχτηκε ότι την περίοδο 1/1/2001 μέχρι 31/12/2005 εξέδιδε συστηματικά εικονικά παραστατικά προς επιτηδευματίες, προκειμένου να επιτύχουν φορολογικές ελαφρύνσεις. Η διάλυση του Ηρακλή είναι στην τελική ευθεία και γίνεται ξεκάθαρο ότι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ανυπαρξία διοίκησης, να διαλύσουν την ομάδα και να αξιοποιήσουν στη συνέχεια την πολύ μεγάλη περιουσία που διαθέτει το σωματείο. Πλέον, μόνο οι οπαδοί μπορούν να σώσουν την ομάδα τους και αναμένονται τις επόμενες μέρες οι πρωτοβουλίες που θα πάρουν.