Στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε συνοπτικά στο θέμα της αθώωσης των 25 κατηγορούμενων για την υπόθεση ντόπινγκ των αθλητών και αθλητριών της εθνικής ομάδας Αρσης Βαρών, λίγους μήνες πριν τους ολυμπιακούς αγώνες του Πεκίνου το 2008. Το θέμα πέρασε στα ψιλά της αθλητικής επικαιρότητας, αφού κανένας από τους αθωωμένους δεν τόλμησε να φωνάξει και να πανηγυρίσει για την απόφαση του δικαστηρίου. Ο πρώην προπονητής της εθνικής ομάδας Αρσης Βαρών Χρήστος Ιακώβου, σε ρόλο εκπροσώπου των κατηγορούμενων, προσπάθησε να πείσει με δηλώσεις του, ότι έφυγε από τους κατηγορούμενους ο λεκές του ντοπαρισμένου, ότι δικαιώθηκαν και μπορούν πλέον να βαδίσουν με το κεφάλι ψηλά στην κοινωνία.
Παρά την προσπάθειά του, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και για το λόγο αυτό άπαντες επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εθνική ομάδα Αρσης Βαρών ήταν η βιτρίνα του ελληνικού αθλητισμού και η «ναυαρχίδα» στην πολιτική που είχε επιλεγεί για κατάκτηση μεταλλίων με κάθε δυνατό τρόπο. Το λογικό θα ήταν, αφού αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι, να αναδειχτεί το θέμα, προκειμένου να ενημερωθεί το σύνολο του ελληνικού λαού, ότι οι πρωταθλήτριες και πρωταθλητές της Αρσης Βαρών δεν έχουν οποιοδήποτε λεκέ στην αθλητική τους καριέρα και στην προσωπική τους ζωή. Γιατί λοιπόν επέλεξαν το αντίθετο;
Ο λόγος είναι προφανής. Αρκεί μια ματιά στο σκεπτικό της απόφασης για να καταλάβουμε την ουσία της υπόθεσης. Το δικαστήριο τους αθώωσε, αν και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας έγινε σε όλους φανερό ότι οι κατηγορούμενοι είχαν κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών (αυτό γράφτηκε και στο σκεπτικό της απόφασης). Το δικαστήριο έκρινε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ντοπαριστεί, όμως αυτό έγινε χωρίς τη θέλησή τους. Είχαν παντελή άγνοια. Η υπεράσπισή τους κατάφερε να πείσει ότι όλα οφείλονται σε ένα λάθος που έκανε η κινέζικη εταιρία που προμήθευε την εθνική ομάδα με σκευάσματα αμινοξέων, στη σύνθεση των οποίων υπήρχε η απαγορευμένη ουσία που εντοπίστηκε κατά τη διεξαγωγή του ελέγχου. Το δικαστήριο έκανε δεκτό αυτό το επιχείρημα, αξιολογώντας την απολογητική απάντηση του εργαστηρίου της Κίνας, με το οποίο παραδεχόταν το λάθος του και ζητούσε συγγνώμη με υπογραφή της διευθύντριάς του Τσου Λι (μόνο εμπαθείς θα μπορούσαν να διαβάσουν το όνομα ως μια λέξη και να κάνουν υποθέσεις που δεν συνάδουν με τη σοβαρότητα της υπόθεσης). Μάλιστα, για να μην υπάρχει καμία σκιά ως προς την εγκυρότητα της ελληνικής δικαιοσύνης, με έγγραφό της η Εισαγγελία Αθηνών είχε ζητήσει από την Ιντερπόλ να γνωμοδοτήσει αν το e-mail της εταιρίας που παραδεχόταν το λάθος της ήταν γνήσιο. Η Ιντερπόλ με έγγραφό της επιβεβαίωσε τη γνησιότητα του e-mail και «βοήθησε» το δικαστήριο να φτάσει στην αθωωτική απόφαση, όμως κανένας δεν αναρωτήθηκε μήπως η συγγνώμη και το λάθος ήταν απλώς μια «εξυπηρέτηση» προς ένα καλό πελάτη, που πιάστηκε στα πράσα να χρησιμοποιεί απαγορευμένες ουσίες.
Παρά λοιπόν τις βαρύγδουπες δηλώσεις των «αθώων», αρκεί μια καλή και προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού, στο οποίο βασίστηκε η αθωωτική απόφαση, για να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους οι δικαιωθέντες επέλεξαν χαμηλούς τόνους. Ενα ακόμα στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η απόφαση έχει ισχύ μόνο για εσωτερική κατανάλωση, συνεπώς μπορούσε το δικαστήριο να φανεί γενναιόδωρο προς τις πρωταθλήτριες και τους πρωταθλητές και να τους αποδώσει ως λευκές περιστερές στην ελληνική κοινωνία. Οι κατηγορούμενοι συνεχίζουν να θεωρούνται ένοχοι για την Παγκόσμια Ομοσπονδία Αρσης Βαρών, η οποία δεν έχει πάρει πίσω την απόφασή της και πιστεύει ότι ήταν ντοπαρισμένοι. Εκτός όμως από τη γνώμη και την άποψη των εκπροσώπων της Παγκοσμίας Ομοσπονδίας, υπάρχει ένα ακόμη σοβαρό στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι η υπόθεση ντόπινγκ δεν ήταν λάθος του εργαστηρίου που έστειλε τα σκευάσματα με την απαγορευμένη ουσία. Η εθνική ομάδα Αρσης Βαρών, μετά την απόφαση για τιμωρία των 11 αθλητριών και αθλητών που πιάστηκαν να έχουν κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών, έπαψε στην ουσία να αποτελεί την αιχμή του δόρατος του ελληνικού αθλητισμού στην προσπάθεια να κερδηθούν μετάλλια και να πειστεί ο ελληνικός λαός ότι κάτι μεγάλο και σημαντικό συμβαίνει. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, πλέον, και με δεδομένο ότι μόνο μια αθλήτρια από τους πρωταγωνιστές του σκανδάλου συνεχίζει να ασχολείται με το άθλημα, χωρίς να έχει καταφέρει να πετύχει κάποια αγωνιστική διάκριση.
Οταν πιάστηκε η παρτίδα με τα «λανθασμένα» σκευάσματα και ξέσπασε το σκάνδαλο, κάποιοι προσπάθησαν να μιλήσουν για «σκευωρία» εναντίον της εθνικής ομάδας. Λίγα χρόνια αργότερα, από την περίφημη dream team της Αρσης Βαρών έχουν μείνει μόνο συντρίμμια. Τα φράγκα σταμάτησαν να ρέουν, τα βοηθήματα από την Κίνα δεν ήταν το μαγικό φίλτρο της δύναμης, αλλά απαγορευμένες ουσίες ντόπινγκ, η ελληνική κυβέρνηση είχε άλλα σοβαρότερα προβλήματα να λύσει από το να επιδοτεί μετάλλια και αθλητικές διακρίσεις και πλέον δεν υπάρχει τίποτα που να μαρτυρά τα περασμένα μεγαλεία. Για μια ακόμη φορά λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ο πρωταθλητισμός, δηλαδή ο ακραίος επαγγελματικός αθλητισμός, είναι συνυφασμένος με τα «σκευάσματα», τις «ειδικές διατροφές» και τα διάφορα «βοηθήματα». Η κορυφή θέλει τη ντόπα της. Αυτό το γνωρίζουν όλοι και γι’ αυτό ο Ιακώβου με την παρέα του αποφάσισαν να μη σηκώσουν το θέμα της αθώωσής τους. Αυτοί θα φώναζαν «είμαστε αθώοι» και άπαντες θα απαντούσαν «καλώς τους ντοπαρισμένους».
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ: Στα πρόθυρα νευρικής κρίσης είναι ο πρόεδρος του Ολυμπιακού Βαγγέλης Μαρινάκης, μετά τις δυο απανωτές ήττες από Παναθηναϊκό και ΠΑΟΚ. Η επικοινωνιακή εικόνα της ερυθρόλευκης ΠΑΕ τσαλακώθηκε και πλέον η πρόκριση επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αποκτά μεγάλη σημασία, για να πάψουν οι μουρμούρες στο λιμάνι. Μέχρι στιγμής, ο Μαρινάκης είχε εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα του Παναθηναϊκού, την αδυναμία του ΠΑΟΚ να αξιοποιήσει σωστά τα φράγκα που έριξε στην πιάτσα ο Σαββίδης και τον υποβιβασμό της ΑΕΚ στη Γ’ Εθνική και είχε τον Ολυμπιακό στην κορυφή, χωρίς να χρειαστεί να βάλει το χέρι στην τσέπη. Με μεταγραφές ποδοσφαιριστών μικρομεσαίας κλάσης για τα δυνατά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, αλλά που μπορούν να κάνουν άνετα τη διαφορά στο ελληνικό πρωτάθλημα, έκανε τη δουλειά του, χωρίς αμφισβήτηση και γκρίνιες. Επειδή όμως είναι και ο ίδιος «άρρωστος» χουλιγκάνος και αρκετές φορές σε θέματα που αφορούν τον Ολυμπιακό λειτουργεί περισσότερο σαν οπαδός και λιγότερο σαν καπιταλιστής, φρόντισε να βάλει ψηλά τον πήχη και να καλλιεργήσει στους οπαδούς της ομάδας του την εικόνα ότι ο Ολυμπιακός δεν χάνει ποτέ και είναι παντοδύναμος εντός και εκτός γηπέδων. Στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στο Καραϊσκάκη, οι ερυθρόλευκοι οπαδοί πήραν μια πρώτη κρυάδα, βλέποντας τον αιώνιο αντίπαλό τους να κάνει πάρτι μέσα στο σπίτι τους, ενώ στην Τούμπα, εκτός από την ήττα, έπρεπε να χωνέψουν και τη διαιτησία του Κάκου που «αμφισβήτησε» και την παντοδυναμία της ομάδας τους στο παρασκήνιο. Χωρίς να θεωρούμε ότι η νίκη του ΠΑΟΚ, οφείλεται στη διαιτησία του κερκυραίου ρέφερι, και μόνο το γεγονός ότι σε κάποιες φάσεις αδίκησε τους ερυθρόλευκους χάλασε το σκηνικό που είχε καλλιεργήσει η διοίκηση του Ολυμπιακού στους οπαδούς της. Αυτό που όμως φοβίζει τους πιο ψύχραιμους στο λιμάνι είναι ότι η ομάδα τους έδωσε δικαιώματα να την αμφισβητήσουν οι αντίπαλοί της. Μπορεί στο πρωτάθλημα να μην έχει αντίπαλο, αφού καμία άλλη ομάδα δεν έχει το κατάλληλο έμψυχο υλικό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του, στο κύπελλο όμως, που όλα παίζονται σε έναν αγώνα, Παναθηναϊκός και ΠΑΟΚ αρχίζουν να πιστεύουν ότι μπορεί να κλέψουν τον τίτλο από τους ερυθρόλευκους. Αν και οι πιθανότητες να καταφέρουν να αποτρέψουν ένα ακόμη ερυθρόλευκο νταμπλ είναι πολύ λίγες, η υπόθεση αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον. Μένει να δούμε αν εκτός από νευρική κρίση στο λιμάνι θα έχουμε και εγκεφαλικά, σε μια χρονιά που όλα κυλούσαν ιδανικά για τους ερυθρόλευκους.