Ο προηγούμενος υπουργός Γεωργίας συνήθιζε, κατά τη διάρκεια των περιοδειών του στην περιφέρεια να εξαγγέλλει διάφορα εγγειοβελτιωτικά έργα, χωρίς να έχουν γίνει ακόμη οι σχετικές προκηρύξεις διαγωνισμών, για να δημιουργεί την εντύπωση στους αγρότες και στους εργαζόμενους των πόλεων ότι η κυβέρνηση και ο ίδιος προσωπικά ενδιαφέρονται για την επίλυση του προβλήματος της λειψυδρίας που παρατηρείται κατά τους θερινούς μήνες στον αγροτικό τομέα και που έχει επιπτώσεις και στην υδροδότηση των πόλεων. Λειψυδρία παρατηρείται ακόμη και σε περιοχές όπου έχουμε πολλές βροχοπτώσεις και το νερό τους χύνεται στη θάλασσα, λόγω έλλειψης έργων. Στα βήματα του Α. Κοντού βαδίζει και ο διάδοχός του Σ. Χατζηγάκης.
Συνάντησε στην Τρίπολη τους αγροτοπατέρες, προκειμένου να δικαιολογηθεί για την καθυστέρηση στην εξειδίκευση των μέτρων που αφορούν τους αγρότες της Πελοποννήσου και συμπεριλήφθησαν στο πακέτο των 425 εκατ. ευρώ. Πονηρά σκεπτόμενος ο Σ. Χατζηγάκης είπε μέσα του: Δεν εξαγγέλλω και εγώ μερικά εγγειοβελτιωτικά έργα προκειμένου να καλύψω την ανακολουθία μου; Εξήγγειλε, λοιπόν, πέντε έργα, από ένα στους νομούς Λακωνίας, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Αργολίδας και Κορινθίας, συνολικού προϋπολογισμού 225,4 εκατ. ευρώ, που αποτελεί το 50% περίπου της συνολικά εγκριθείσας δαπάνης (εθνικής και κοινοτικής) του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ). Από τα έργα αυτά έχουν προκηρυχθεί μόνο τα τρία, για τους νομούς Λακωνίας, Μεσσηνίας και Κορινθίας, συνολικού ύψους, σύμφωνα με τις διακηρύξεις, 133,9 εκατ. ευρώ. Για τα έργα αυτά ο Σ. Χατζηγάκης έδωσε νούμερο μεγαλύτερο κατά 28,53 εκατ. ευρώ. Για τα έργα του Ανάβαλου στο νομό Αργολίδας, ο υπουργός ανακοίνωσε ως δαπάνη τα 26,08 εκατ. ευρώ, ενώ ο προκάτοχός του την είχε ανεβάσει στα 40,5 εκατ. ευρώ. Το αναφέρουμε για να κρίνετε το βαθμό αξιοπιστίας των εξαγγελλόμενων από τους υπουργούς έργων.
Ας έρθουμε, όμως, στο πολύ σημαντικό θέμα των εγγειοβελτιωτικών έργων που πρέπει να γίνουν για να λυθεί το πρόβλημα της λειψυδρίας στον αγροτικό τομέα κατά τους θερινούς μήνες, ακόμη και στις περιοχές όπου είναι πολλές και πυκνές οι βροχοπτώσεις.
Στο Γ’ ΚΠΣ οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν εγκρίνει 243,62 εκατ. ευρώ για εγγειοβελτιωτικά έργα, εκ των οποίων τα 101,98 εκατ. ευρώ αφορούσαν πληρωμές για έργα που είχαν εγκριθεί και δεν είχαν ολοκληρωθεί στη Β’ προγραμματική περίοδο και τα 141,64 εκατ. ευρώ νέα έργα. Τα ποσά αυτά στη συνέχεια μειώθηκαν. Στις 15 Μάη του 2007, η κυβέρνηση της ΝΔ μείωσε αυτό το ποσό κατά 27,87 εκατ. ευρώ. Μέχρι τότε είχαν απορροφηθεί μόνο τα 81,89 εκατ. ευρώ. Αντιλαμβάνεστε, ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη για να ολοκληρωθούν τα έργα που είναι 39. Μ’ αυτά τα έργα, όταν ολοκληρωθούν, θα αρδευ- τούν άλλα 521.000 στρέμματα, έκταση πολύ μικρή, αν αναλογιστούμε ότι στην Ελλάδα, σε σύνολο καλλιεργούμενης έκτασης 34.250.000 στρεμμάτων, οι αρδευόμενες εκτάσεις ανέρχονται σε 11.748.750 στρέμματα (τα στοιχεία είναι επίσημα του υπουργείου Γεωργίας). Δεν διευκρινίζουν αν μέσα σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα 521.000 του Γ’ ΚΠΣ.
Ηδη πέρασαν τα δύο από τα εφτά χρόνια της Δ’ προγραμματικής περιόδου (2007-2013) και δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί όλοι οι διαγωνισμοί προκήρυξης των έργων. Ετσι, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργηθεί πρόβλημα απορρόφησης και μ’ αυτά τα έργα, που κυμαίνονται από 23 έως 29, ανάλογα με την πορεία ολοκλήρωσης των έργων του Γ’ ΚΠΣ. Αν ολοκληρωθούν και τα 29 έργα, θα αφορούν άρδευση άλλων 532.000 στρεμμάτων.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Γιατί στην Ελλάδα κατασκευάζονται τόσα λίγα αρδευτικά έργα, ενώ χάνονται τόσα νερά που πηγαίνουν στη θάλασσα; Δεν θα πάμε πολύ παλιά, θα σταθούμε στην περίοδο 2003-2008. Είναι η περίοδος που εγκρίθηκε η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που άρχισε να εφαρμόζεται από το 2005. Με την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ μειώθηκε δραστικά η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα (και όχι μόνο). Τι να τα κάνουν τα αρδευτικά έργα στην Ελλάδα, όταν μ’ αυτά αυξάνονται τόσο η παραγωγικότητα όσο και ο όγκος της παραγωγής αγροτικών προϊόντων; Το πρόβλημα της μειωμένης κατασκευής εγγειοβελτιωτικών έργων είναι διαχρονικό, γιατί διαχρονική (από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90) είναι η τάση μείωσης της αγροτικής παραγωγής, μέσω της μερικής αποδέσμευσης της αγροτικής παραγωγής από τις κοινοτικές επιδοτήσεις, που ήταν δικά μας λεφτά και όχι από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, όπως τα παρουσιάζουν οι ευρωλάγνοι και ευρωλιγούρηδες.