Απ’ αφορμή το περιβόητο «πακέτο» των 500 εκατ. ευρώ ανέκυψε για μια ακόμη φορά το ζήτημα αν η καταβολή του από τον ΕΛΓΑ (με δανεισμό του από την ΑΤΕ) είναι σύμφωνη με το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο. Για μας νόμιμο είναι ό,τι υπηρετεί τα συμφέροντα της φτωχής αγροτιάς και των αγροτοεργατών, όμως έχουμε κάθε δικαίωμα να πάρουμε θέση και στο ζήτημα που προέκυψε, για να εκθέσουμε τους ευρωλιγούρηδες κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με το εθνικό και κοινοτικό δίκαιο, ο ΕΛΓΑ ως ασφαλιστικός φορέας (στον οποίο πληρώνουν ασφάλιστρο μόνο οι αγρότες, γιατί για τους ευρωλιγούρηδες απαγορεύεται η κρατική συμμετοχή στα έσοδά του) αποζημιώνει τους αγρότες μερικώς και όχι για το σύνολο της καταστραφείσας παραγωγής τους. Δεν τους αποζημιώνει, για παράδειγμα, για απώλεια εισοδήματος λόγω μείωσης των εμπορικών τιμών των αγροτικών προϊόντων-εμπορευμάτων, για ζημιές που προκαλούνται στο φυτικό, ζωικό και έγγειο κεφάλαιο από καταστροφι- κούς κινδύνους. Για την απώλεια παραγωγής λόγω μερικής ή ολικής καταστροφής του κεφαλαίου, μέχρι το 2003 οι αγρότες αποζημιώνονταν μερικώς μέσω της Διεύθυνσης Πολιτικού Σχεδιασμού Εκτακτης Ανάγκης (ΠΣΕΑ) με κρατική χρηματοδότηση. Από το 2003 και μετά, αυτή η δραστηριότητα της ΠΣΕΑ πέρασε στον ΕΛΓΑ και η κρατική χρηματοδότηση αντικαταστάθηκε με δανεισμό, με αποτέλεσμα η χρέωση του ΕΛΓΑ να εκτιναχτεί στα 3,8 εκατ. ευρώ.
Ζημιές από βροχοπτώσεις είχαμε το φθινόπωρο στο βαμβάκι και σε δενδρώδεις καλλιέργειες, όχι όμως στα σιτηρά και στο καλαμπόκι. Ετσι, στους παραγωγούς που έπαθαν ζημιές στα προαναφερόμενα προϊόντα θα δίνονταν κάποιες αποζημιώσεις μέσω του ΕΛΓΑ. Ομως, στους βαμβακοπαραγωγούς και σ’ όλους τους άλλους αγρότες που έπαθαν μεγάλη ζημιά από την κατρακύλα των εμπορικών τιμών (για την οποία την κύρια ευθύνη φέρει το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο) δεν είναι «νόμιμο» να δοθεί αποζημίωση είτε μέσω ΕΛΓΑ είτε μέσω ΠΣΕΑ, λόγω της ισχύουσας εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Νομοθεσίας που τη σέβονται οι ευρωλιγού-ρηδες της κυβέρνησης, γι’ αυτό και με διάφορα τερτίπια θα εμφανίσουν την καταβολή του «πακέτου» και την κατηγοριοποίηση των παραγωγών ανάλογα με το αν έπαθαν μεγάλη ή μικρή ζημιά ως σύννομα ενώ δεν είναι. Θα το επαναλάβουμε: για μας άλλα είναι τα κριτήρια νομιμότητας των αιτημάτων της φτωχής αγροτιάς, όχι όμως για τους ευρωλάγνους που πάνε να εμφανίσουν εικονικές και μεταχρονολογημένες αιτήσεις αγροτών για καταστροφές του 2008 και να παρουσιάσουν τις ενέργειές τους ως σύννομες προς το κοινοτικό δίκαιο. Εχουν το θράσος να παρουσιάζουν αυτή την κίνηση ως θαρραλέα και πατριωτική και να καλούν τους αγρότες να την αποδεχτούν. Σύμφωνα με τον κανονισμό του ΕΛΓΑ, δεν είναι σύννομος ούτε ο διαχωρισμός των ζημιών σε μεγάλες και μικρές. Το τελευταίο δεν το λέμε μόνο εμείς, αλλά και το ΔΣ του Πανελληνίου Συλλόγου Εργαζομένων στον ΕΛΓΑ, σε ανακοίνωσή του στις 29 Γενάρη. Μία θα ήταν η λύση για να ικανοποιηθούν πραγματικά οι αγρότες. Η γενναία χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως έκανε η κυβέρνηση με το χρηματιστικό κεφάλαιο των τραπεζών, μολονότι αυτό έβγαλε όλο το προηγούμενο διάστημα τεράστια κέρδη. Ολα τ’ άλλα είναι φτηνιάρικες δικαιολογίες και μ’ αυτές η κυβέρνηση προσπαθεί να εξαπατήσει τους αγρότες.
Στις 22 Γενάρη, ο Σ. Χατζηγάκης παρουσίασε το «πακέτο» των 425 εκατ. ευρώ ως «πακέτο» ενίσχυσης όλων των αγροτών, χωρίς να κάνει διάκριση σε κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και μη κατά κύριο επάγγελμα αγρότες. Την επομένη, μιλώντας στο Μega, έκανε αυτό τον διαχωρισμό, επειδή του το ζητούσαν οι γαλάζιοι αγροτοπατέρες της Λάρισας. Οταν του ήρθαν τα μαντάτα από την αγανάκτηση στα μπλόκα, το ξαναπήρε πίσω και άρχισε να μιλά για «μικρές» και «μεγάλες» ζημιές. Ο ίδιος, στην πρώτη ανακοίνωσή του έκανε λόγο για «μέτρα στήριξης και ενίσχυσης του εισοδήματος των αγροτών». Οταν του «σφύριξαν» ότι αυτό αντίκειται στην κοινοτική νομοθεσία που απαγορεύει τις εθνικές ενισχύσεις, άλλαξε το χαβά και άρχισε να μιλά για «αποζημίωση λόγω ζημιών στην παραγωγή»! Πρόκειται για πελαγοδρομήσεις ενός υπουργού που έμεινε στάσιμος στις ιδέες του 1992, ο οποίος περιβάλλεται από συμβούλους «βαθείς γνώστες του αγροτικού ζητήματος και της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας».