Γιατί φέτος μειώθηκαν πολύ οι ήδη χαμηλές τιμές πολλών αγροτικών προϊόντων (εμπορευμάτων), όπως στάρι, καλαμπόκι, ρύζι κλπ, μειώθηκαν κατά πολύ. Oι εισαγωγείς και μεταποιητές κεφαλαιοκράτες δικαιολογούν τις μεγάλες εισαγωγές αυτών των αγροτικών προϊόντων στο όνομα της κακής ποιότητας των ομοειδών ελληνικών. Στο όνομα της ποιότητας δικαιολογούν και τις προσφερόμενες απ’ αυτούς εξευτελιστικές τιμές παραγωγού. Aποφεύγουν όμως την παραμικρή αναφορά στο ότι (επειδή άνοιξαν διάπλατα οι αγορές της EE των 25 στα αγροτικά προϊόντα των βαλκανικών και άλλων χωρών, με την κατάργηση των ποσοστώσεων και τη μείωση μέχρι μηδενισμού των δασμών) έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν τα αγροτικά προϊόντα σε εξευτελιστικές τιμές. Oσον αφορά δε την ποιότητα των εισαγόμενων αγροτικών προϊόντων, που αποτελούν πρώτες ύλες της βιομηχανίας, τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν τα ελληνικά, των οποίων η ποιότητα φέτος ελάχιστα διέφερε από πέρυσι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι κεφαλαιοκράτες όχι μόνο την παραγωγή ποιοτικών, αλλά και την παραγωγή υγειινών τροφίμων τη θεωρούν αντιπαραγωγική, γιατί αντιστρατεύεται την αποκόμιση ανώτατων κερδών.
H πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας δήλωσε αδυναμία να παρέμβει στους εμπόρους και μεταποιητές για να αγοράσουν ελληνικά αγροτικά προϊόντα και ανακοίνωσε ως μέτρο παρέμβασης υπέρ των ελλήνων αγροτών την ενεργοποίηση των φυτοϋγειονομικών ελέγχων. Δηλαδή, ανακοίνωσε ως μέτρο την αυτονόητη υποχρέωσή της να ελέγχει τους υπηρεσιακούς παράγοντες κατά πόσο διεξάγουν πραγματικούς φυτοϋγειονομικούς ελέγχους (και όχι μόνο). Δεν έκανε όμως την παραμικρή αναφορά στο ότι η προηγούμενη πολιτική ηγεσία ψήφισε στα αρμόδια κοινοτικά όργανα την κατάργηση των ποσοστώσεων και των δασμών σε πολλά αγροτικά προϊοντα. Aυτή η παράλειψη δεν είναι τυχαία, γιατί και η σημερινή κυβέρνηση θα κάνει το ίδιο, μιας και βούληση των Κομισάριων και των άλλων οργάνων της EE είναι η γενίκευση αυτής της πολτικής και για άλλα αγροτικά προϊόντα που εισάγονται απ’ τρίτες χώρες, που γι’ αυτές υπάρχουν ακόμη ποσοστώσεις και δασμοί για τα εσαγόμενα αγροτικά προϊόντα.
H Kομισιόν και τ’ άλλα θεσμικά όργανα της EE, με τη συγκατάθεση όλων των κυβερνήσεων, επιδιώκουν να καταργήσουν σταδιακά τις ποσοστώσεις και τους δασμούς όλων των αγροτικών προϊόντων που παράγονται στις χώρες της AKE (Aφρική, Kαραϊβική και Eιρηνικός), όχι γιατί τους έπιασε ο πόνος για την άθλια κατάσταση των λαών των χωρών αυτών και θέλουν να βελτιώσουν ουσιαστικά τη θέση τους (άλλωστε, γιατί να τους πιάσει, όταν οι ίδιοι τους έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση;), αλλά γιατί θέλουν ως αντάλλαγμα να εξασφαλίσουν από τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών:
Πρώτο, το πλήρες άνοιγμα των αγορών των χωρών τους στα βιομηχανικά τους προϊόντα.
Δεύτερο, το προνόμιο να διαχειριστούν τις κρατικές προμήθειες.
Tρίτο, κίνητρα κάθε είδους στο μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, για να κάνει επενδύσεις στις χώρες αυτές.
H ελεύθερη εισαγωγή φτηνών αγροτικών προϊόντων στις χώρες της EE από την μια πλήττει την αγροτική φτωχολογιά των χωρών του λεγόμενου ευρωπαϊκού νότου, ενώ από την άλλη δεν επιφέρει κανένα όφελος για την εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη κοινωνία, μιας και οι τιμές των μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων όχι μόνο δεν πέφτουν αλλά αντίθετα αυξάνονται.
Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχουμε τοποθετηθεί για το αίτημα των αγροτών της EE και των χωρών της AKE, αλλά και άλλων περιοχών, για τη διατήρηση ή μη των επιδοτήσεων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι επιδοτήσεις μπήκαν στην μεταπολεμική EE γιατί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ήθελε να εξασφαλίσει έναν όγκο παραγωγής αγροτικών προϊόντων ως πρώτη ύλη για τη βιομηχανία. Tώρα αυτή η αναγκαιότητα εξέλιπε και γι’ αυτό το κεφάλαιο προσανατολίζεται στις εισαγωγές και στην κατάργηση των ποσοστώσεων και των δασμών, με στόχο πάντα να εξασφαλίσει φτηνές πρώτες ύλες για τη βιομηχανία. Οι κοινοτικές επιδοτήσεις, ακόμη και στην εποχή των λεγόμενων παχιών αγελάδων, δεν απέτρεψαν τη μαζική συρρίκνωση της φτωχής αγροτιάς στις χώρες της EE. Τέλος, η κατάργηση των κοινοτικών επιδοτήσεων, των δασμών και των ποσοστώσεων δεν θα οδηγήσει σε ουσιαστική βελτίωση της θέσης της φτωχής αγροτιάς των εξαρτημένων χωρών.
Iστορικά, καθ’ όλη την περίοδο ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι τιμές των αγροτκών προιόντων (εμπορευμάτων) ήταν και είναι πολύ κάτω από την αξία τους. Aυτό δεν οφείλεται στην υπερπαραγωγή τους, όπως ισχυρίζονται οι αστοί αναλυτές, αλλά στο γεγονός ότι υφίστανται οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, από τη μια, και ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες και τις εξαρτημένες χώρες, από την άλλη. Και ακόμη στο ότι στα πλαίσια αυτών των αντιθέσεων το μεγάλο κεφάλαιο επιβάλλει τους όρους του αγοράζοντας τα αγροτικά προϊόντα–πρώτες ύλες της βιομηχανίας σε πολύ χαμηλές τιμές.
Πού βρίσκεται η διέξοδος για την φτωχή αγροτιά σ’ όλες τις χώρες; Θα το επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά, όσο κι αν αυτό ηχεί μονότονα: Στην ενότητα με την εργατική τάξη και στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη δημιουργία μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.