Aπό τον Aπρίλη του 2004 που είχε ψηφιστεί ο νέος κανονισμός για το βαμβάκι (άρχισε να ισχύει από το Γενάρη του 2006) είχαμε δείξει ότι από το 2006 θα αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός των φτωχών βαμβακοπαραγωγών που θα εγκαταλείπουν τη βαμβακοκαλλιέργεια. Tότε, σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας πανηγύριζε για την ψήφιση του νέου κανονισμού και ισχυριζόταν ότι εξασφάλισε μέχρι το 2013 τόσο το εισόδημα των βαμβακοπαραγωγών όσο και την βαμβακοκαλλιέργεια στην Eλλάδα. Tότε, Τσιτουρίδης και Μπασιάκος (υπουργός και υφυπουργός) δεν απάντησαν στα ερωτήματα που θέσαμε, αλλά τώρα ο Ε. Μπασιάκος θέλει δε θέλει θα απαντήσει στα ερωτήματα που θέτει η ίδια η ζωή.
Στις 22 Iούλη του 2004 η ισπανική κυβέρνηση κατέθεσε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την οποία ζητούσε την ακύρωση του νέου κανονισμού για το σύσπορο βαμβάκι. Στις 7 Σεπτέμβρη του 2006 το δικαστήριο έβγαλε απόφαση με την οποία έκανε δεκτό το αίτημα της ισπανικής κυβέρνησης, αλλά δεν απαίτησε την άμεση εφαρμογή της απόφασης, δίνοντας «εύλογο χρόνο» στην Kομισιόν και στο Συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας της EE να φτιάξουν νέο κανονισμό. Tο δικαστήριο απέρριψε τους περισσότερους από τους λόγους που πρόβαλε η ισπανική κυβέρνηση για να θεμελιώσει την προσφυγή της κατά του νέου κανονισμού. Δέχτηκε, όμως, γιατί κατά τη γνώμη μας δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά, τον εξής ισχυρισμό:
«Aν ο υπολογισμός της Eπιτροπής περιελάμβανε το μισθολογικό κόστος και, επιπλέον, ελάμβανε υπόψη τιμή πωλήσεως σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή αγοράς, θα προέκυπτε ότι το κόστος παραγωγής είναι υψηλότερο από τα εισοδήματα των παραγωγών στο πλαίσιο του νέου συστήματος ενισχύσεως και ότι, επομένως, το προβλεπόμενο μικτό κέρδος για το βαμβάκι είναι μηδενικό, οπότε υπάρχει για τους γεωργούς κίνδυνος να εργάζονται με ζημιά εάν συνεχίσουν να παράγουν βαμβάκι».
H ισπανική κυβέρνηση, ομολογώντας ότι με το νέο κανονισμό οι βαμβακοπαραγωγοί θα ζημιώνονται εάν συνεχίσουν να καλλιεργούν σύσπορο βαμβάκι, εκθέτει την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας, που πανηγύρισε για την ψήφιση αυτού του κανονισμού. Η κυβέρνηση εκτίθεται ακόμη περισσότερο, γιατί μολονότι είχε το δικαίωμα δεν συνυπέγραψε την προσφυγή της ισπανικής κυβέρνησης κατά του νέου κανονισμού.
Η ισπανική κυβέρνηση παραδέχεται, ότι η Kομισιόν δεν συνυπολογίζει στο κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων το λεγόμενο μισθολογικό κόστος. Βέβαια, δεν μπορούμε να μιλάμε για μισθολογικό κόστος, γιατί και στον αγροτικό τομέα οι εργάτες γης παράγουν υπεραξία, που την καρπούται το μεγάλο κεφάλαιο που ασχολείται με την εμπορία και μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων–εμπορευμάτων. Φυσικά, στο βιομηχανικό τομέα της καπιταλιστικής παραγωγής υπολογίζουν το λεγόμενο μισθολογικό κόστος. Στον αγροτικό τομέα δεν το υπολογίζουν, γιατί θέλουν να δικαιολογούν τις πολύ χαμηλές τιμές που δίνουν οι καπιταλιστές για την αγορά των αγροτικών προϊόντων. Είναι χαμηλές ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό της κοινοτικής ενίσχυσης με την εμπορική τιμή, που καθιστούν ζημιογόνα για τη φτωχή αγροτιά την καλλιέργεια σύσπορου βαμβακιού. Aυτό το παραδέχεται και η ισπανική κυβέρνηση. Mε τις ομολογίες της επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η θέση που υποστηρίζουμε, ότι δηλαδή ουσιαστικοί αποδέκτες των κοινοτικών ενισχύσεων είναι οι καπιταλιστές που εξασφαλίζουν πάμφθηνα τα αγροτικά προϊόντα ως πρώτη ύλη για τηνβιομηχανία.
Oταν για τους φτωχούς βαμβακοπαραγωγούς διαγράφεται αυτή η ζοφερή πραγματικότητα, που την παραδέχεται και η ισπανική κυβέρνηση, αντιλαμβάνεστε τι θα πάθουν και τα τμήματα της φτωχής αγροτιάς που καλλιεργούν άλλα αγροτικά προίόντα και έχουν λιγότερα έσοδα. Γι’ αυτό επαναλαμβάνουμε, ότι μοναδική διέξοδος για τη φτωχιά αγροτιά είναι ο κοινός απελευθερωτικός αγώνας με την εργατική τάξη για την ανατροπή του καπιταλισμού.