Αισθανόμουν σαν μελλοθάνατος, που δεν ήξερε πότε θα εκτελεστεί η ποινή του. Λένε συχνά πως οι άνθρωποι αντιδρούν παράξενα όταν βρίσκονται κάτω από πίεση. Άλλοι φωνάζουν, άλλοι θρηνούν, άλλοι κλείνονται στον εαυτό τους. Εγώ, πάλι, έχω τη συνήθεια να σφυρίζω. Κάτι σαν μηχανισμός άμυνας, υποθέτω. Θυμάμαι τότε, με όλη την ένταση, την αγωνία, την κούραση, μου είχε κολλήσει ένας σκοπός που σφύριζα συνέχεια. Όχι κάτι ΕΑΜίτικο ή επαναστατικό, τύπου «Bella Ciao», αλλά ένα παλιό ρεμπέτικο του Τσιτσάνη: «Η καρδιά σου θα γίνει χρυσή». Το είχε τραγουδήσει η Μαρίκα Νίνου, με τη φωνή της να γλυκαίνει τη μελαγχολία και να την κάνει σχεδόν παρηγορητική. Δεν ξέρω γιατί κόλλησα με αυτό. Σφύριζα και σιγοτραγουδούσα την πρώτη στροφή που τη θυμόμουν… Σφύριζα τον σκοπό καθώς περπατούσα σε αυτούς τους ατελείωτους διαδρόμους του κεντρικού κτιρίου της Κομισιόν, του «Μπερλεμόντ», όπως το λένε όλοι εκεί, ή το σιγοτραγουδούσα από μέσα μου στις ατελείωτες και βασανιστικές συνεδριάσεις μιας διαπραγμάτευσης που φαινόταν αδιέξοδη. Ήταν τρόπος να αναπνεύσω μέσα στην ασφυξία. Και, ίσως, λειτουργούσε μέσα μου ως μια μικρή, διακριτική πρόκληση. Μια μικρή απρόβλεπτη σκανδαλιά. Να δείξω, χωρίς λόγια, χωρίς εντάσεις, πως δεν με τρόμαζαν. Οσο δεινοί και αν ήταν στο θέατρο του εκβιασμού, εγώ δεν είχα σκοπό να παίξω τον ρόλο που μου είχαν προδιαγράψει. Σκέφτομαι εκ των υστέρων ότι εκείνες τις στιγμές το σφύριγμα δεν ήταν απλώς μια αυθόρμητη αντίδραση, ήταν μια πολύ προσωπική και εσωτερική μορφή αντίστασης. Ενα στοιχείο της ταυτότητάς μου. Μια υπενθύμιση, πρώτα σε μένα και ύστερα σε όλους, ότι δεν θα αφήναμε να μας καταπιεί ο φόβος. Ηθελα να γεννηθεί μέσα τους η αμφιβολία: «Μα αυτός… σφυρίζει; Χαμογελά; Δεν είναι σοβαρός; Δεν αντιλαμβάνεται την κατάσταση;».
Αλέξης Τσίπρας («Ιθάκη»)
(Οπως ξέρουμε, καμιά αμφιβολία δεν δημιουργήθηκε στη Μέρκελ και τον Ολάντ. Και ο φόβος κατάπιε τον Τσίπρα και το ρόλο που του είχαν προδιαγράψει τον έπαιξε μέχρι τέλους, επιστρέφοντας από το Μπερλεμόν με ένα Μνημόνιο ναααα, μετά συγχωρήσεως, αφού προηγουμένως διασκέδασε τη «μαμά» και τον «μπαμπά» σφυρίζοντάς τους Τσιτσάνη – όπως ισχυρίζεται, γιατί όλο αυτό είναι αποκύημα φαντασίας. Καλά, δεν βρέθηκε ένας να τον προστατέψει από τέτοιες μακακίες; Οχι ο Μαραντζίδης, που ευχαρίστως μετέτρεπε σε παραμύθι για μεγάλους τις αφηγήσεις του Τσίπρα, αλλά ο Καλογήρου, η Μπαζιάνα; Είναι φανερό πως έχουν στήσει μια καινούργια παιδική χαρά και παίζουν όλοι μαζί, έχοντας χάσει ακόμα και την αίσθηση του γελοίου. Εκτός αν οι γάλλοι σύμβουλοι επικοινωνίας έχουν συμβουλέψει να το πάνε το πράγμα σαν παιδική χαρά, για να δώσουν την αίσθηση της αναγέννησης, σ’ ένα πολιτικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε κοινωνικής συμμετοχής, η οποία έχει αντικατασταθεί από τη διαμεσολάβηση μέσω των media και των social media)