Ηταν η πιο υποτονική προεκλογική περίοδος. Κατά γενική ομολογία. Εκλογές «χωρίς μέγα πλήθος και μέγα πάθος», όπως έγραφαν οι σχολιαστές του αστικού Τύπου. Τα αστικά κόμματα, όμως, δεν δυσκολεύτηκαν να προσαρμόσουν τις εκλογικές τους καμπάνιες σ’ αυτή την πραγματικότητα. Μικρές συγκεντρώσεις και μετάδοσή τους από την τηλεόραση, συνεχείς ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις των αρχηγών και των κορυφαίων στελεχών, ευρεία χρήση των λεγόμενων social media, ένα σκηνικό «πομπού-δέκτη», στο οποίο ο δέκτης είναι εντελώς παθητικός.
Γιατί, όμως, αυτό το σκηνικό να θεωρείται μειονέκτημα για τα αστικά κόμματα, ιδιαίτερα για τα κόμματα εξουσίας;
Κυκλοφορώντας και μιλώντας με κόσμο, όλοι μας διαπιστώσαμε να κυριαρχεί μια γενική αποστροφή για τον Μητσοτάκη. Σ’ αυτή τη γενική αποστροφή ποντάρισε ο ΣΥΡΙΖΑ, ενορχηστρώνοντας μια εκκωφαντική εκστρατεία αρνητικής διαφήμισης.
Βλέποντας την κατάσταση, οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη άλλαξαν την τακτική του το τελευταίο διάστημα. Αντί για την αλαζονική παρουσίαση του… σπουδαίου κυβερνητικού του έργου, άρχισαν να εστιάζουν… «στο μέλλον», παρουσιάζοντας τον Μητσοτάκη, ως εκείνον που μπορεί να εγγυηθεί «τα καλύτερα». Προφανώς, στα κυλιόμενα γκάλοπ εντόπισαν πως ο «θετικός απολογισμός» προκαλεί οργή και αποφάσισαν να το γυρίσουν στα… οραματικά.
Πόσο σοφό ήταν αυτό, με δεδομένη την αποστροφή ειδικά για τον Μητσοτάκη, που όλοι βλέπουμε γύρω μας; Στα εκλογομαγειρεία των αστικών κομμάτων αναγκάζονται να κάνουν επιλογές που δεν μπορούν να τις αλλάξουν. Εφόσον πήγαν με σημαία τον Μητσοτάκη-Μωυσή, Ηρακλή, Τσόρτσιλ, Ελβις κτλ., έπρεπε να πάνε μέχρι το τέλος μ’ αυτό. Και όπου βγει.
Οι «απέναντι» έπαιξαν το αντίθετο: «Να απαλλαγούμε από τον Μητσοτάκη, παιδιά». Και όπου βγει.
Mέχρι που βγήκε ο Κατρούγκαλος και τους τα ‘κανε μαντάρα, πάνω στα τελευταία εκατό μέτρα της κούρσας. Ετσι, γυρίσαμε στην «κοστολόγηση των προγραμμάτων», αλλά κάπως διαφοροποιημένη από πλευράς ΝΔ: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κρυφό πρόγραμμα και ο μαρτυριάρης Κατρούγκαλος το ξεφούρνισε».
Μένει να δούμε πώς θα εκφραστεί στην κάλπη όλο αυτό το τουρλουμπούκι. Αν, τελικά, η γενική αποστροφή για τον Μητσοτάκη θα είναι αυτή που θα σφραγίσει το εκλογικό αποτέλεσμα, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι εδώ και χρόνια στην Ελλάδα δίνεται αρνητική ψήφος και όχι ψήφος εμπιστοσύνης. Δίνεται ψήφος αποστροφής και αποδοκιμασίας αυτού που διαχειρίζεται την κυβέρνηση.
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί, όμως, είναι πως το σκηνικό που έχει δημιουργηθεί προεκλογικά είναι ό,τι πρέπει για την αναπαραγωγή του συστήματος διακυβέρνησης με διαχείριση της δεδομένης πολιτικής. Μιας πολιτικής που καθορίζεται από τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των ιμπεριαλιστών δανειστών και χαράζεται στις Βρυξέλλες. Εκεί όπου ράβουν ήδη τον νέο δημοσιονομικό ζουρλομανδύα, ιδιαίτερα για τις χώρες με υψηλό χρέος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Η κοινωνική άπνοια, μικρή πτυχή της οποίας υπήρξε και η αδιαφορία κατά την προεκλογική περίοδο, βολεύει όσο τίποτ’ άλλο το αστικό σύστημα εξουσίας. Κυβέρνηση θα φτιάξουν, με την πρώτη, με τη δεύτερη, έστω και με την τρίτη (αν χρειαστεί ως έσχατη λύση). Με την εργατική τάξη στη γωνία, τι το καλύτερο για την όποια αστική κυβέρνηση; Εδώ τα κατάφεραν το 2015, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει τάξει «φίδια» στο λεγόμενο αντιμνημονιακό κίνημα διαμαρτυρίας, δε θα τα καταφέρουν το 2023;
Κάποιοι, βέβαια, προσπαθούν να μας πείσουν ότι διά της ψήφου –έστω στα κόμματα της κοινωνικής διαμαρτυρίας- θα δημιουργηθεί μέτωπο αγώνα. Οτι η διάθεση γι’ αγώνα θα μετρηθεί στις κάλπες. Οτι μερικές χιλιάδες ψήφοι παραπάνω θα σηματοδοτήσουν την… εργατική και λαϊκή αντεπίοθεση!
Μετατρέπουν το ζητούμενο σε δεδομένο με τον πιο χυδαίο τρόπο. Η ανάπτυξη μετώπου αντίστασης, μετώπου αγώνα, είναι το μεγάλο ζητούμενο της περιόδου που διανύουμε. Και βέβαια, δεν μπορεί να βρεθεί στις κάλπες. Ποτέ δεν ήταν οι κάλπες το πεδίο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Το πολύ να αντανακλούσαν την ταξική πάλη που ήδη αναπτυσσόταν στην κοινωνία.
Mπροστά στις κάλπες που θ’ ανοίξουν αύριο οφείλουμε να θέσουμε το κρίσιμο ερώτημα: πώς θα υπηρετήσουμε την ανάγκη της ταξικής-επαναστατικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, όχι μόνο (ούτε κυρίως) στο συνδικαλιστικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό επίπεδο;
Μπορεί να υπάρξει ταξική επαναστατική ανασυγκρότηση χωρίς ένα πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης του κομμουνισμού; Μπορεί να υπάρξει ταξική ανασυγκρότηση στο συνδικαλιστικό επίπεδο, στο επίπεδο που η εργατική τάξη δίνει τους αγώνες για τα άμεσα αιτήματά της, αντιμετωπίζοντας τους ασύδοτους σφετερισμούς του κεφαλαίου και το αστικό κράτος που υπερασπίζεται τα συμφέροντά του, χωρίς η πρωτοπορία της τάξης να έχει οργανωθεί πολιτικά, έτσι που να μπορεί να διαθέτει τις δυνάμεις της τάξης με σχέδιο, εξασφαλίζοντας την προοπτική του κινήματος;
Για όλα αυτά, προαπαιτούμενο είναι η πλήρης, η κάθετη ρήξη με το αστικό σύστημα στο σύνολό του. Οφείλουμε να τραβήξουμε μια χοντρή, κόκκινη διαχωριστική γραμμή, ορατή σε όσο γίνεται περισσότερους εργαζόμενους και κυρίως στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
Η συμμετοχή στις αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές, υπό τις παρούσες συνθήκες, όχι μόνο δεν προσφέρει τίποτα στον αγώνα για την ταξική-επαναστατική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, αλλά αντίθετα θολώνει τον ορίζοντα, καλλιεργεί συγχύσεις, ενισχύει την αντιδραστική θεωρία της χαμένης ψήφου, υπονομεύει τον αντικοινοβουλευτικό-αντικαπιταλιστικό αγώνα, ενισχύει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, ιδιαίτερα όταν έχουμε ένα κίνημα ηττημένο, απογοητευμένο, ηττοπαθές, χωρίς στοιχειώδεις ταξικές δομές έκφρασης, έρμαιο του αστισμού και των εναλλακτικών λύσεων που αυτός παρουσιάζει, όπως ο ταχυδακτυλουργός βγάζει κουνέλια από το καπέλο του.
Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία είναι απαραίτητο να χτυπηθούν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, γιατί αναπτύσσονται σε συνθήκες κοινωνικής άπνοιας και μεγαλώνουν το κινηματικό κενό. Ο εργαζόμενος που πιστεύει ότι αλλάζοντας κυβέρνηση θ’ αλλάξει και η αστική πολιτική και έχει βιώσει πρόσφατα απανωτές ήττες, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται την τεράστια ανεργία ως απειλή για τη δική του θέση εργασίας, πρέπει να πάρει το πιο σαφές, το πιο οξύ, το πιο χαρακτηριστικό μήνυμα ενάντια στις αυταπάτες του.
Αυτό είναι το μήνυμα της αποχής από τις εκλογές, που εξ ορισμού λέει πως δεν μπορούμε να περιμένουμε καμιά λύση από ένα καινούργιο κοινοβούλιο και μια καινούργια κυβέρνηση. Η δραματική εμπειρία που θ’ ακολουθήσει, με τη διάψευση των αυταπατών, θα εγγράψει σε τμήμα της κοινωνικής συνείδησης κάποιες προωθητικές ιδέες.
Οσο για τους αγώνες για τα πιο επείγοντα εργατικά, κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα, κανένα τέτοιο αίτημα δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί επειδή το έχει τάξει προεκλογικά ένα κόμμα που νίκησε και σχημάτισε κυβέρνηση. Ακόμη και κάποια ψευτομπαλώματα που μπορεί να υπάρξουν θα τα ακυρώνουν στην πράξη οι καπιταλιστές μέχρι να έρθει ο η ώρα να σαρωθούν και επίσημα, από την ίδια ή από μια επόμενη κυβέρνηση.
Για να υπάρξουν κατακτήσεις (που δε θα αφορούν δα κάτι το επαναστατικό, αλλά επανακατάκτηση κάποιων δικαιωμάτων που αφαιρέθηκαν) θα πρέπει να υπάρξουν σκληροί ταξικοί αγώνες, πέρα απ’ αυτά που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα. Η εργατική τάξη πρέπει να ματώσει ακόμη και για το ψωμί και το μεροκάματο, πόσο μάλλον για την εξαθλιωμένη κοινωνική ασφάλιση.
Καμιά εμπιστοσύνη στα μεγάλα λόγια, στις αγωνιστικές φανφάρες, στις εκκλήσεις χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, στο κάθε είδους πολιτικάντικο νταραβέρι.
Πλήρης ρήξη με την κεφαλαιοκρατία και το πολιτικό της σύστημα. Εξω και πέρα από τον άγονο κύκλο του κοινοβουλευτισμού και των εκλογών του. Αυτό δεν είναι απολιτική ή μη πολιτική στάση, όπως λένε οι καλοθελητές των κομματικών επιτελείων του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Αυτό είναι μια βαθύτατα πολιτική στάση, μια στάση ρήξης και αποδέσμευσης από την εκλογική κοροϊδία και τους αέναους κύκλους της. Είναι η δέσμευση ότι δεν πρόκειται να βαδίσουμε πια κάτω από ξένες σημαίες, αλλά μόνο κάτω από τις δικές μας. Οτι παύουμε να είμαστε ψηφοφόροι που αναθέτουμε τη διαχείριση των υποθέσεών μας σ’ αυτούς που ψηφίσαμε και ότι παίρνουμε τις τύχες μας στα δικά μας χέρια.
ΑΠΟΧΗ από τις ΚΑΛΠΕΣ της απάτης.
Αποχή-δέσμευση για συμμετοχή στους ταξικούς αγώνες.
Για να ξεκινήσει -επιτέλους- η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Για να μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι από το αστικό στρατόπεδο και ν’ αποκρούουμε τις επιθέσεις του, διεκδικώντας τα δικαιώματά μας, αντί να σερνόμαστε πίσω από τις πολιτικές του ηγεσίες, δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα.