Οποιος/α έχει μάθει να διαβάζει πίσω από τις γραμμές μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει η παρακάτω δήλωση του κομισάριου Οικονομικών της ΕΕ Πάολο Τζεντιλόνι, απ’ αφορμή το έγγραφο-πρόταση της Κομισιόν προς το Συμβούλιο Υπουργών, με τίτλο «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο – Εαρινή Δέσμη»:
«Οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να συνεχίσουν τη μετάβαση από την καθολική στήριξη που παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε πιο στοχευμένα μέτρα. Καθώς διανύουμε τη νέα περίοδο αναταραχών που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να έχουν την ευελιξία να προσαρμόζουν τις πολιτικές τους στις απρόβλεπτες εξελίξεις. Η επέκταση της γενικής ρήτρας διαφυγής έως το 2023 αναγνωρίζει τη μεγάλη αβεβαιότητα και τους σοβαρούς κινδύνους δυσμενέστερων εξελίξεων σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν έχει ομαλοποιηθεί».
Σε ελεύθερη απόδοση, ο ιταλός σοσιαλδημοκράτης Τζεντιλόνι λέει πως, μπορεί μεν να επεκτάθηκε και για το 2023 η γενική ρήτρα διαφυγής (δηλαδή η δυνατότητα των κυβερνήσεων να ξεπερνούν το 3% στο έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού), όμως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να γίνουν πιο «σφιχτές» στις δαπάνες, διότι ο πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα και σοβαρούς κινδύνους για δυσμενέστερες εξελίξεις, σε μια περίοδο που η κατάσταση στις ευρωπαϊκές οικονομίες δεν έχει ακόμα ομαλοποιηθεί μετά την κρίση της πανδημίας.
Οι «εαρινές οικονομικές προβλέψεις» της Κομισιόν μιλούν για συνέχιση της ανάπτυξης το 2022 και το 2023, αλλά με επιδείνωση -εξαιτίας του πολέμου- των αντιξοοτήτων που προϋπήρχαν. Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι αντιξοότητες στην ανάπτυξη αναμενόταν να υποχωρήσουν, όμως αυτή η εκτίμηση έχει πλέον αντιστραφεί: αναμένεται να επιδεινωθούν.
Η Κομισιόν το λέει… κομψά: «Λόγω του ειδικού χαρακτήρα του μακροοικονομικού κλυδωνισμού που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και των μακροπρόθεσμων επιπτώσεών του όσον αφορά τις ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας της ΕΕ, απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός της δημοσιονομικής πολιτικής το 2023 (…) Εξάλλου, τα δημοσιονομικά σχέδια των κρατών μελών για το επόμενο έτος θα πρέπει να βασίζονται σε συνετές μεσοπρόθεσμες πορείες προσαρμογής που θα λαμβάνουν υπόψη τα προβλήματα δημοσιονομικής βιωσιμότητας που συνδέονται με τα υψηλά επίπεδα χρέους ως προς το ΑΕΠ που αυξήθηκαν περαιτέρω λόγω της πανδημίας. Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι έτοιμη να προσαρμόσει τις τρέχουσες δαπάνες στην εξελισσόμενη κατάσταση».
Και ξανά μανά: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 2023 και την απενεργοποίησή της από το 2024. (…) Η συνεχιζόμενη ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2023 θα εξασφαλίσει στην εθνική δημοσιονομική πολιτική τη δυνατότητα να αντιδρά άμεσα όταν χρειάζεται, διασφαλίζοντας παράλληλα την ομαλή μετάβαση από την ευρεία στήριξη στην οικονομία που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας προς μια αυξανόμενη εστίαση σε προσωρινά και στοχευμένα μέτρα και τη δημοσιονομική σύνεση που απαιτείται για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας».
Επειδή στην περίοδο των Μνημονίων μάθαμε να κατανοούμε το πραγματικό νόημα φράσεων όπως «δημοσιονομική σύνεση», «διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας», δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι η γενική κατεύθυνση είναι για παραπέρα δημοσιονομικό σφίξιμο. Σημειώνουμε μόνο την κατεύθυνση για αντικατάσταση της «ευρείας στήριξης της οικονομίας» με «προσωρινά και στοχευμένα μέτρα», πάντα με «δημοσιονομική σύνεση». Σε ελεύθερη μετάφραση: «δεν θα δίνετε επιχορήγηση σε καφετζήδες και μικρέμπορους. Το πολύ να μοιράσετε κάποια έκτακτα εφάπαξ φιλανθρωπικά φιλοδωρήματα, με εισοδηματικά κριτήρια».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει ήδη αυτήν την ντιρεκτίβα της Κομισιόν. Και ξέρει καλά τι κάνει. Γιατί αυτά που παραθέσαμε παραπάνω αφορούν γενικά την ΕΕ, όχι τις υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα. Γι’ αυτές ισχύει -πάνω απ’ όλα- το κριτήριο του χρέους.
Το έγγραφο-πρόταση της Κομισιόν έχει ξεχωριστή αναφορά στην Ελλάδα. Αναφέρεται στη δέκατη τέταρτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα, που «διαπιστώνει ότι η χώρα έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχει τις συμφωνηθείσες δεσμεύσεις, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τις οικονομικές επιπτώσεις των νέων κυμάτων της πανδημίας, καθώς και από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία». Και καταλήγει ως εξής: «Η έκθεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για να αποφασίσει η Ευρωομάδα σχετικά με την αποδέσμευση της επόμενης δέσμης μέτρων για το χρέος που εξαρτώνται από την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών».
Η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα υπάρχει μόνο στα αγγλικά. Θα παραθέσουμε στο τέλος, για τους αγγλομαθείς και εξοικειωμένους με την αστική οικονομική ορολογία, ένα χαρακτηριστικό έγγραφο εργασίας της Κομισιόν, βάσει του οποίου συντάχθηκε η έκθεση. Εδώ σημειώνουμε πως η έκθεση αναφέρει ότι «η Ελλάδα ανέκαμψε βαθμιαία από την πανδημία, αλλά η οικονομία παραμένει εκτεθειμένη σε μια κληρονομιά ανισορροπιών». Τονίζει πως «μακροπρόθεσμα, καθώς το ποσοστό του χρέους από την αγορά αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας το 50% στα τέλη της δεκαετίας του 2030, η Ελλάδα θα είναι περισσότερο εκτεθειμένη στη διακύμανση των επιτοκίων αναχρηματοδότησης [του χρέους] και κατά συνέπεια θα είναι πιο ευάλωτη σε διαταραχές επιτοκίων». Αναφέρεται, ακόμη, ότι «το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βελτιώθηκε το 2021, αλλά το έλλειμμά του παρέμεινε σημαντικά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο πριν από την πανδημία».
Εκείνο που οι επιθεωρητές της Κομισιόν βρίσκουν εξαιρετικά θετικό είναι ότι «οι μισθοί αυξήθηκαν μόνο μέτρια την τελευταία δεκαετία» και «αυτό διευκόλυνε τη σταθερή μείωση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, γεγονός που βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα κόστους για τις ελληνικές εξαγωγές σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ».
Δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν εδώ όλες οι επισημάνσεις ενός κειμένου 22 σελίδων (πόσω μάλλον ολόκληρης της Εκθεσης ενισχυμένης εποπτείας, που φτάνει τις 82 σελίδες). Βάλαμε μερικές χαρακτηριστικές επισημάνσεις και κλείνουμε με το συμπέρασμα: «Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ανισορροπίες που συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ελλιπή εξωτερική εξισορρόπηση, σε ένα πλαίσιο χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας. (…) Οι αρχές έχουν λάβει σχετικά μέτρα για να διευκολύνουν την οικονομική προσαρμογή και να συμβάλουν στην άρση των ανισορροπιών. Τα μέτρα συνέβαλαν στη μείωση της κληρονομιάς των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών, στη βελτίωση του καθεστώτος αφερεγγυότητας, στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στηρίζοντας έτσι την παραγωγικότητα».
Συμπέρασμα: Η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για τον ελληνικό καπιταλισμό. Αυτό που ονομάζουν «κόστος εργασίας» δεν είναι, βέβαια, κόστος. Η εργατική δύναμη είναι η μόνη που παράγει νέες αξίες, επομένως δεν αποτελεί στοιχείο κόστους. Οι καπιταλιστές και τα τσιράκια τους (οικονομολόγοι, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, τεχνοκράτες κάθε είδους) βαφτίζουν «κόστος εργασίας» τους εργατικούς μισθούς. Και τι λένε; Οσο χαμηλότεροι είναι οι εργατικοί μισθοί τόσο καλύτερα θα πάει η οικονομία.
Η γραμμή από τις Βρυξέλλες είναι σαφέστατη (και υπό την απειλή των ευρωενωσίτικων κανόνων):
- Πρώτο, ακόμα πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, με πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να μειωθεί το χρέος.
- Δεύτερο, μισθοί πείνας, για να συνεχιστεί η «ανάπτυξη».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη συμφωνεί πλήρως μ’ αυτήν τη γραμμή, γεγονός που σημειώνει με ικανοποίηση και η Κομισιόν. Εξαπατά, μάλιστα, τον ελληνικό λαό με πανηγυρικές δηλώσεις του Σταϊκούρα ότι «δρομολογείται η επίτευξη ενός μεγάλου εθνικού στόχου», επειδή «η αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων βελτίωσε την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητά της»! Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να κλέψει λίγη από τη… δόξα ισχυριζόμενος ότι όλα αυτά συμφωνήθηκαν επί των ημερών του!
Tα αστικά κόμματα εξουσίας συνασπίζονται γύρω από τη… μνημονιακή ορθοδοξία. Τα θύματα αυτής της πολιτικής, η εργατική τάξη, η φτωχή αγροτιά, τα υπόλοιπα εργαζόμενα στρώματα, η νεολαία της εργαζόμενης κοινωνίας πρέπει να μάθουν την αλήθεια και να δώσουν τη δική τους απάντηση.
greece_swd_2022_630_3_en_autre_document_travail_service_part1_v1