Κάμερες που προσπαθούν να διαπεράσουν τη φαρδιά κουκούλα του μπουφάν για ν’ αποτυπώσουν ένα βλέμμα της «Μήδειας».
Οχλος που συγκεντρώνεται έξω από τα δικαστήρια και απαιτεί θάνατο διά λιθοβολισμού.
Οχλος που συγκεντρώνεται έξω από το σπίτι της «Μήδειας» στην Πάτρα, γράφει το σύνθημα θάνατος στα παντζούρια και μετά σηκώνει τα κινητά για να τ’ απαθανατίσει, χωρίς να παραλείψει να απειλήσει με λιντσάρισμα τη μάνα και την αδερφή της.
Η δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας γνωρίζει πιένες. Οσο περισσότερες γαργαλιστικές λεπτομέρειες για τη ζωή του ζευγαριού, όσo περισσότερες λεπτομέρειες για το φονικό, τόσο πιο ψηλά η θεαματικότητα και η ακροαματικότητα.
Ο θάνατος τριών μικρών παιδιών της ίδιας οικογένειας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι αφεαυτoύ μια τραγωδία. Η απόδοση των θανάτων σε δολοφονία από την ίδια τη μάνα ξεπερνά την ίδια τη λογική.
Ο πιο σκοτεινός από τους αρχαιοελληνικούς μύθους, αυτός της Μήδειας, έχει τροφοδοτήσει τόμους κριτικών προσεγγίσεων. Οι σοβαρές απ’ αυτές συγκλίνουν στη σύγκρουση ανάμεσα στο βαρβαρικό στοιχείο, που εκπροσωπεί η Μήδεια, με το έλλογο στοιχείο της οργανωμένης πόλης-κράτους που εκπροσωπεί ο Ιάσονας.
Την ίδια σύγκρουση, με διαφορετικό περιεχόμενο, βρίσκουμε στη σύγκρουση της Αντιγόνης, που εκπροσωπεί ένα παραδοσιακό δίκαιο, με τον Κρέοντα, που εκπροσωπεί το θετό δίκαιο της τυραννίας, της πρώτης μορφής οργάνωσης της πόλης-κράτους.
Τη βρίσκουμε και στον κύκλο των Ατρειδών, με τον Αγαμέμνονα να προχωρά σε ανθρωποθυσία για να εξευμενίσει τους θεούς, θυσιάζοντας την ίδια του την κόρη, για ν’ ανοίξει ένα κύκλο βίας, πίσω από τον οποίο δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τη δίψα για εξουσία, η οποία προσπαθεί να καλυφθεί με ηθικά επιχρίσματα.
Βρισκόμαστε, όμως, στο 2021. Οι βαρβαρικές συνήθειες, που αίρονται πάνω από τη μητρική αγάπη, αποτελούν πολύ μακρινό παρελθόν. Το ίδιο και οι ανθρωποθυσίες και τα υπόλοιπα παγανιστικά έθιμα. Γι’ αυτό και η μεθοδική εξόντωση τριών παιδιών από την ίδια τους τη μάνα ανήκει στη σφαίρα του αδιανόητου.
Οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί προσπάθησαν να προσεγγίσουν με φιλοσοφικούς στοχασμούς το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό, με στόχο να διδάξουν τους συγχρόνους τους. Οι νεοέλληνες «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» προσπαθούν να δημιουργήσουν όχλο, εξάπτοντας τα πιο καθυστερημένα, τα πιο βάρβαρα, εντέλει, ένστικτα κάποιων κοινωνικών στρωμάτων.
Τη δικαιολογία την έχουν εύκολη: «δικαιολογημένο κοινωνικό ενδιαφέρον». Μάλιστα. Αν δεν κάνουμε λάθος, ο αστικός νομικός πολιτισμός τους προβλέπει το τεκμήριο της αθωότητας. Οποιος/α κατηγορείται τεκμαίρεται αθώος/α μέχρι να κηρυχτεί -αν κηρυχτεί- ένοχος/η. Εν προκειμένω, οι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» έχουν ήδη βγάλει ετυμηγορία ενοχής και ο όχλος δεν έχει καμιά δυσκολία να αποφανθεί επί της ποινής: θάνατος (δεν έχει σημασία που η θανατική ποινή έχει καταργηθεί, για τον όχλο αυτά είναι λεπτομέρειες).
Κι αν υποθέσουμε ότι η μάνα διέπραξε το έγκλημα, το κίνητρο ποιο είναι; Ποιες ταραγμένες διεργασίες έγιναν μέσα στο μυαλό της για να φτάσει στο αδιανόητο; Το κίνητρο δεν βρίσκεται στην καρδιά της εγκληματολογίας, για την οποία επίσης επαίρεται ο σύγχρονος αστικός νομικός πολιτισμός;
Και η κοινωνία; Ο περίγυρος ο οικογενειακός, ο φιλικός, της γειτονιάς, τίποτα δεν πήρε είδηση; Και δεν έχει καμιά ευθύνη που δεν πήρε είδηση;
Ψιλά γράμματα κι αυτά, παραμερίζονται από τις κραυγές του όχλου. Αυτού του ίδιου όχλου που δεν έχει ενοχληθεί καθόλου από τους πάνω από 27.500 νεκρούς της πανδημίας, αποτέλεσμα μιας εγκληματικής κυβερνητικής πολιτικής. Που παρακολουθεί καταναλώνοντας πατατάκια το ξέβρασμα των νεκρών προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου. Ανάμεσά τους είναι και παιδιά, αλλά ο όχλος δεν συγκινείται. Διότι το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του όχλου βλέπει τους πρόσφυγες ως εχθρούς. Ως αλλοεθνείς και αλλόθρησκους που έρχονται να εποικίσουν τη χώρα του Χριστού και της γαλανόλευκης.
Ενα ανήκουστο φονικό είναι συχνά αποτέλεσμα ψυχικής διαταραχής. Ο φανατισμός του όχλου και η λογική της αναβίωσης του νόμου του Λιντς είναι αποτέλεσμα κοινωνικής διαταραχής. Δείγμα παρακμής ενός συστήματος που έχει σκοτώσει την ίδια την έννοια της ανθρωπιάς.
Π.Γ.