Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο βουλευτής του Περισσού Δελής, καταθέτοντας επίκαιρη ερώτηση στις 15 του Σεπτέμβρη, 23.000 περίπου είναι τα εκπαιδευτικά κενά που παραμένουν ακόμη ακάλυπτα, μετά την πρώτη φάση προσλήψεων αναπληρωτών (τους αριθμούς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει η υφυπουργός Παιδείας Ζέττα Μακρή, η οποία ζητούσε έστω και λίγο έπαινο για τους διορισμούς-σταγόνα στον ωκεανό που έκανε φέτος η ΝΔ και που τους είχε δρομολογήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ).
Ο τεράστιος αριθμός κενών προκύπτει ως εξής: Πέρυσι εργάστηκαν στα σχολεία 52.000 αναπληρωτές. Φέτος, το καλοκαίρι βγήκαν στη σύνταξη 8.000 εκπαιδευτικοί. Αρα για να καλυφθούν οι ανάγκες των σχολείων (μιλούμε για τις «ανάγκες» που αναγνωρίζει το υπουργείο Παιδείας και όχι για τις πραγματικές ανάγκες που είναι πολύ περισσότερες) απαιτείται η άμεση πρόσληψη εδώ και τώρα 60.000 εκπαιδευτικών (52.000+8.000=60.000).
Φέτος διορίστηκαν 11.700 μόνιμοι εκπαιδευτικοί στη γενική εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια). Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τους 25.000 αναπληρωτές που προσελήφθησαν στην πρώτη φάση. Αρα έχουμε 36.700 προσληφθέντες (11.700+25.000=36.700).
Τώρα, αν αφαιρέσουμε από τις 60.000, που είναι οι στοιχειώδεις ανάγκες, τις 36.700, προκύπτει ότι απαιτούνται αυτήν τη στιγμή άλλες 23.300 προσλήψεις εκπαιδευτικών.
Η πρακτική του υπουργείου Παιδείας, όμως, είναι να προχωρεί ακόμη και σε αυτές τις προσλήψεις, που απαιτούνται για να λειτουργήσουν στοιχειωδώς τα σχολεία, με ρυθμούς χελώνας. Προσλήψεις αναπληρωτών γίνονται, ως γνωστόν, ακόμη και την άνοιξη!
Και όχι μόνον αυτό, αλλά στις ελαστικές σχέσεις εργασίας που έχουν πλέον πληθύνει κατά κόρον στη δημόσια εκπαίδευση (αναπληρωτές πλήρους ωραρίου, αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου, αναπληρωτές ΕΣΠΑ, ωρομίσθιοι) έχει προσθέσει από πέρυσι, με αφορμή την πανδημία, έναν ακόμη εξευτελιστικό για τις εργασιακές σχέσεις κρίκο: τους αναπληρωτές τρίμηνης διάρκειας.