O Eρντογάν τις κινήσεις «επί του πεδίου», ο Αναστασιάδης με τον Μητσοτάκη τις κινήσεις σε επίπεδο προπαγάνδας. Σ’ αυτή τη φράση συνοψίζονται οι εξελίξεις στο Κυπριακό μετά τη νέα (δεύτερη μέσα σε μερικούς μήνες) επίσκεψη του Ερντογάν στα κατεχόμενα της Κύπρου και τις εξαγγελίες του για άνοιγμα ενός μικρού μέρους της περίκλειστης πόλης των Βαρωσίων (Αμμόχωστος).
Ο Ερντογάν πρώτα οργάνωσε προπαγάνδα για το «καλό νέο» που θα ανακοίνωνε, ώστε όλοι να προεξοφλούν ότι θα ανακοινώσει το πλήρες άνοιγμα της περίκλειστης πόλης, για ν’ αρχίσουν οι μπίζνες, και μετά πάτησε φρένο, για να δείξει στη «διεθνή κοινότητα» ότι είναι σώφρων πολιτικός. Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά, που έκανε πικνίκ στα Βαρώσια για τις τηλεοπτικές κάμερες, αυτή τη φορά δεν μετακινήθηκε από τον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Ακόμα και κάτι εγκαίνια τα έκανε… με τηλεσύνδεση.
Οσο για τα Βαρώσια, ανακοίνωσε το άνοιγμα ενός μικρού ποσοστού της πόλης (λιγότερο από 4%), το οποίο ο τουρκικός στρατός θα παραδώσει στην τουρκοκυπριακή διοίκηση. Είναι ένα κομμάτι που οδηγεί στο (χωρίς μιναρέ) τζαμί που κάποτε λειτουργούσε στην πόλη. Και βέβαια, δεν παρέλειψε να καλέσει τους ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες ακινήτων είτε να επιστρέψουν στις περιουσίες τους (υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση) είτε να διεκδικήσουν αποζημιώσεις μέσω της Επιτροπής Αποζημιώσεων της τουρκοκυπριακής οντότητας, η οποία είναι αναγνωρισμένη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Αυτό σημαίνει πως για να προσφύγει κάποιος Ελληνοκύπριος στο ΕΔΔΑ, πρώτα θα πρέπει να προσφύγει στην Επιτροπή Αποζημιώσεων, αλλιώς χάνει το δικαίωμα προσφυγής.
Ολοι στην Κύπρο κατάλαβαν ότι πρόκειται για ένα ακόμη βήμα στο δρόμο των τετελεσμένων και άρχισαν να ψάχνουν ποιοι Ελληνοκύπριοι με περιουσίες στην Αμμόχωστο είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν μια αποζημίωση και να τις πουλήσουν σε Τουρκοκύπριους. Πληροφορίες, μάλιστα, έδιναν και αριθμούς Ελληνοκυπρίων που παζαρεύουν παρασκηνιακά την εκχώρηση των περιουσιών τους έναντι αποζημίωσης.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η τακτική αυτή θυμίζει έντονα τον αποικισμό της παλαιστινιακής Ιερουσαλήμ από τους σιωνιστές του Ισραήλ, που δεν έγινε μόνο με βίαια νομοθετικά μέτρα, αλλά και με αγορές περιουσιών (το ιερατείο του ελληνορθόδοξου πατριαρχείου έπαιξε σημαντικό ρόλο, πουλώντας ακίνητα στα οποία εγκαταστάθηκαν εβραίοι έποικοι). Κι όμως, ο Δένδιας έτρεξε κατευθείαν στο Ισραήλ για να βρει συμπαράσταση κατά των τουρκικών κινήσεων! Ετρεξε στους πρώτους διδάξαντες την τακτική της κατοχής και του εποικισμού, που έχουν τόσο λερωμένη τη φωλιά τους ώστε η συμμαχία μαζί τους να μετατρέπεται σε επιχείρημα νομιμοποίησης του εποικισμού στην Κύπρο.
Εχοντας εφαρμόσει το πιλοτικό του σχέδιο, ο Ερντογάν περίμενε τις διεθνείς αντιδράσεις, όντας βέβαιος ότι δεν πρόκειται να έχουν χαρακτήρα απειλών ή να συνοδεύονται από κυρώσεις, έστω και χαμηλού επιπέδου. Συνέπεσε να υπάρχει και συνεδρίαση του Συμβούλιου Ασφάλειας του ΟΗΕ, οπότε όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βολεύτηκαν με μια δήλωση, την οποία διάβασε ο πρόεδρος του Συμβούλιου Ασφάλειας για τον τρέχοντα μήνα, που είναι ο γάλλος μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ.
Ανακουφισμένοι Αναστασιάδης και Μητσοτάκης, έριξαν τη γραμμή στα παπαγαλάκια ν’ αρχίσουν να γράφουν για τις… εργώδεις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, για το βρετανικό προσχέδιο που ήταν ήπιο και για την τελική δήλωση που είναι… σκληρή, διότι δεν εκφράζει απλά «βαθιά ανησυχία» αλλά «καταδίκη», διότι δεν αναφέρεται σε «ανακοίνωση που έγινε στην Αγκυρα» αλλά κατονομάζει την τουρκική και τουρκοκυπριακή ηγεσία κτλ.
Στην πραγματικότητα, η δήλωση του Συμβούλιου Ασφάλειας (την παραθέτουμε ολόκληρη στο τέλος) είναι ένα σύνηθες διπλωματικό κείμενο, χωρίς καμιά πρακτική αξία. Είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ένα ευχολόγιο «για να βγούμε από την υποχρέωση». Αρκεί να σκεφτούμε ότι δεν είχαν καμιά πρακτική αξία οι αποφάσεις του ΣΑ για τα Βαρώσια (πέρασαν τρεις δεκαετίες από την τελευταία απόφαση) και τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για το Κυπριακό (κοντεύει να συμπληρωθεί μισός αιώνας κατοχής και de facto διχοτόμησης), για να καταλάβουμε τι αξία μπορεί να έχει μια απλή δήλωση του ΣΑ. Αλλο τι λέει η προπαγάνδα του στριμωγμένου Αναστασιάδη, την οποία ακολουθεί και ο Μητσοτάκης, και άλλο η πραγματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι να εκδοθεί η δήλωση του ΣΑ, η οποία τους έδωσε μια επικοινωνιακή ανάσα, σε Λευκωσία και Αθήνα επικρατούσε πανικός. Οι «ρεαλιστές» είχαν ξεσπαθώσει και μιλούσαν για τις «χαμένες ευκαιρίες», καταγγέλλοντας τον Τάσσο Παπαδόπουλο για το «όχι» στο σχέδιο Ανάν και τους Κοτζιά-Αναστασιάδη για το ναυάγιο του Κραν Μοντανά.
Ούτε είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμμένει στη γραμμή της αποσύνδεσης των Ελληνοτουρκικών από το Κυπριακό. Δεν ακούσαμε κανέναν από το κυβερνητικό στρατόπεδο να υπαινίσσεται ότι «δεν μπορεί να γίνει διάλογος με την Τουρκία μετά από την πρόκληση στα Βαρώσια». Ούτε καν τον Δένδια, ο οποίος επενδύει το πολιτικό του μέλλον στις εθνικιστικές εξάρσεις για τα Ελληνοτουρκικά.
Η Τουρκία και η υπό τον Τατάρ τουρκοκυπριακή διοίκηση προωθούν τη λύση των δύο κρατών. Το ΣΑ του ΟΗΕ και ξεχωριστά όλες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τάσσονται υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η δήλωση του ΣΑ του ΟΗΕ συγκεκριμενοποιεί τα πράγματα, μιλώντας για δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. Αυτό σημαίνει ότι όρος είναι η πολιτική ισότητα των δύο «συνιστώντων κρατών», ανεξάρτητα από το πληθυσμιακό μέγεθος του καθενός. Οπως συμβαίνει στην ΕΕ, όπου η μικρή Κύπρος έχει πολιτική ισότητα με τη μεγάλη Γερμανία, λένε με νόημα οι «ρεαλιστές», προσθέτοντας ότι ήταν η άρνηση της πολιτικής ισότητας από τους Κοτζιά-Αναστασιάδη που οδήγησε σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά.
Δεν νομίζουμε ότι ο Ερντογάν και η τουρκική διπλωματία είναι τόσο αλαζόνες (πόσο μάλλον ηλίθιοι) ώστε να νομίζουν ότι μπορούν να επιβάλουν λύση δύο κρατών, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ρίχνοντας, όμως, στο τραπέζι αυτόν τον μαξιμαλιστικό στόχο (ο οποίος πλέον υπάρχει επίσημα στην ατζέντα των συνομιλιών που διεξάγονται υπό την αιγίδα του γ.γ. του ΟΗΕ), κερδίζουν χρόνο. Χρόνο τον οποίο δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτο, όπως αποδείχτηκε με το άνοιγμα πρώτα του παραλιακού μετώπου των Βαρωσίων και τώρα και ενός μικρού ποσοστού της περίκλειστης πόλης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, δυναμώνει το μέτωπο των τετελεσμένων και η ελληνική-ελληνοκυπριακή πλευρά βρίσκεται προ αδιεξόδου, καθώς θα δεχτεί μεγαλύτερη πίεση από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να υιοθετήσει μια «περισσότερο ρεαλιστική» προσέγγιση.
Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται πως ότι κερδίζεται «επί του εδάφους» δεν επιστρέφεται διά της διπλωματίας. Η αστική τάξη στην Κύπρο και στην Ελλάδα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τους πόθους του κυπριακού λαού, Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων, για κοινή ζωή στην κοινή τους πατρίδα.