Το περασμένο Σάββατο (26.6.2021), ο Βασίλης Σπανούλης ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση με μήνυμα στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram. Η είδηση προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, μπαράζ εγκωμιαστικών δημοσιευμάτων στις αθλητικές ιστοσελίδες, για την πλούσια σε τίτλους, ατομικές διακρίσεις και ρεκόρ καριέρα του Σπανούλη, που εμφανίστηκε στη μεγάλη σκηνή του ελληνικού μπάσκετ με τη φανέλα του Mαρουσιού το 2001, προερχόμενος από τη Λάρισα.
Η ανακοίνωση του Σπανούλη αιφνιδίασε αρκετούς, μιας και είχε ενσωματωθεί στην αποστολή της εθνικής ομάδας μπάσκετ, που προετοιμαζόταν για το προολυμπιακό τουρνουά του Καναδά, με στόχο να κερδίσει το μοναδικό εισιτήριο συμμετοχής στους ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο.
Αν όμως εξετάσουμε λίγο πιο προσεχτικά την αθλητική του διαδρομή, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι για μια ακόμη φορά ο εγωισμός του και το προσωπικό του συμφέρον καθόρισαν την απόφασή του. Βλέποντας το φτωχό σε ταλέντο και εμπειρία ρόστερ της ομάδας, που χτυπήθηκε και από αρκετούς τραυματισμούς, εκτίμησε ότι οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ της Εθνικής. Και επειδή δε θα ήταν καλό για την υστεροφημία του να χρεωθεί μια αποτυχία και τον αποκλεισμό της ομάδας από τους ολυμπιακούς αγώνες, προτίμησε να τελειώσει την καριέρα του, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού το προπονητικό τιμ και τους συμπαίχτες του.
Οι αγωνιστικές υποχρεώσεις του με τον Ολυμπιακό είχαν ολοκληρωθεί από τις 9 Απριλίου και όλο αυτό το διάστημα άφηνε να εννοηθεί ότι θα έπαιζε ακόμα μία χρονιά και θα έκλεινε την καριέρα του το καλοκαίρι του 2022. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι την περασμένη αγωνιστική περίοδο ο ρόλος του στην ομάδα ήταν περιορισμένος για τις δικές του συνήθειες (αγωνίστηκε σε 34 αγώνες, παίζοντας πλέον 17 λεπτά κατά μέσο όρο στην Ευρωλίγκα, τη μοναδική διοργάνωση στην οποία συμμετείχε πέρσι ο Ολυμπιακός) και γι’ αυτό είχε έρθει σε προστριβή με τον προπονητή του Ολυμπιακού Γιώργο Μπαρτζώκα.
Ο τρόπος που επέλεξε να σταματήσει την καριέρα του μας γυρίζει μια δεκαετία πίσω, στο 2010. Και τότε είχε βάλει τον εγωισμό του και τις προσωπικές του φιλοδοξίες πάνω από τους στόχους της ομάδας. Αποχώρησε από τον Παναθηναϊκό γιατί δεν μπορούσε να αντέξει ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των πράσινων οπαδών σημείο αναφοράς της ομάδας και παίχτης που θα παίρνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις στη διάρκεια ενός παιχνιδιού ήταν ο Δημήτρης Διαμαντίδης.
Η αλήθεια είναι ότι δικαιώθηκε από την τολμηρή απόφασή του να αλλάξει στρατόπεδο το καλοκαίρι του 2010, πηγαίνοντας στον «αιώνιο αντίπαλο». Εκανε τον Ολυμπιακό πιο ανταγωνιστικό στο εγχώριο πρωτάθλημα, του χάρισε δύο τίτλους Ευρωλίγκας (σε δύο σπάνιους σε ομορφιά και εξέλιξη τελικούς) και προσωπικά εκτόξευσε τη φήμη του και καθιερώθηκε ως ο κορυφαίος γκαρντ της Ευρώπης.
Αν αφήσουμε όμως στην άκρη την κατά τεκμήριο πλούσια καριέρα ενός τέτοιου αθλητή, τι μένει στους φιλάθλους τη στιγμή της αποχώρησής του; Οπως είδαμε, τη δεκαετία 2010-2020 καθιερώθηκε στη συνείδηση του μπασκετικού κόσμου ως ο κορυφαίος έλληνας αθλητής. Η δεκαετία αυτή είναι όμως ταυτόχρονα και μια μαύρη δεκαετία για την εργαζόμενη κοινωνία. Τα μνημόνια και τα αντιλαϊκά νομοσχέδια που ψηφίστηκαν από τις πράσινες, μπλε, ροζ και τρικολόρ κυβερνήσεις, είχαν ως αποτέλεσμα να χαθούν κοινωνικές κατακτήσεις, μισθοί, συντάξεις και κοινωνικά δικαιώματα. Επιπλέον, αυτή την περίοδο εμφανίστηκαν ανοικτά πλέον στο προσκήνιο και τα αποβράσματα της Χρυσής Αυγής, μολύνοντας με την παρουσία τους ακόμα και τις κερκίδες των γηπέδων. Μια περίοδος συνεχών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που προκάλεσαν πόνο, θάνατο και στρατιές εξαθλιωμένων ανθρώπων που ζητούσαν μια ευκαιρία να ζήσουν μακριά από τη φρίκη του πολέμου.
Οσο και αν ψάξει κανείς δεν θα βρει ούτε μια δήλωση του αθλητή Σπανούλη για όλα τα παραπάνω «ασήμαντα» γεγονότα. Θα μας ρωτήσει κανείς: «μα τι περιμένατε να κάνει ένας επαγγελματίας αθλητής;».
Είναι γεγονός ότι είναι ελάχιστοι οι έλληνες αθλητές που έχουν κοινωνικές ανησυχίες και έχουν αιχμηρό λόγο για το αστικό πολιτικό σύστημα και την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δεν υπάρχουν πολλοί που να ακολουθούν το δρόμο του Σάββα Κωφίδη και να συνδυάζουν την αθλητική τους παρουσία με τη συμμετοχή τους στο πολιτικό «γίγνεσθαι». Το σύνηθες είναι να διατηρούν τις καλύτερες σχέσεις με όλους τους αστούς πολιτικούς του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» και να προσπαθούν στο τέλος της καριέρας τους να εξαργυρώσουν τη φήμη τους και να γίνουν βουλευτές, άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης ή «μπροστινοί» καπιταλιστών που δραστηριοποιούνται στον επαγγελματικό αθλητισμό.
Τι κοινό έχουμε επομένως εμείς οι απλοί φίλαθλοι και αθλητές των ανοικτών γηπέδων με τις επιλογές των νάρκισσων του επαγγελματικού αθλητισμού; Κάθε φορά που ένας «Σπανούλης» μας ενθουσιάζει με μια σπάνια βιρτουόζικη ενέργεια και μια μεγάλη αγωνιστική επιτυχία, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ταυτόχρονα αποδέχεται να γίνει μέρος της προπαγάνδας περί «εθνικής ομοψυχίας» και «εθνικής ενότητας», τρέφοντας τον ναρκισσισμό του με τις συγχαρητήριες ευχές του εκάστοτε αστού πρωθυπουργού. Γι’ αυτό και δε θα λείψει από κανέναν.