Δεν νομίζουμε ότι ο Καραμανλής (ο δάμαλος) θα διέκοπτε τη μακαριότητά του, τα κοψίδια και τις πίστες των videogames για ν’ απαντήσει στον Σημίτη, αν δεν τον προκαλούσαν Μέσα όπως αυτά του Συγκροτήματος Μαρινάκη. Θ’ άφηνε το άρθρο του Σημίτη να περάσει στο ντούκου, όπως έχει κάνει άλλες φορές με διάφορα που του έχουν καταλογίσει. Προκλήθηκε, όμως, και τελικά ο ίδιος και το περιβάλλον του έκριναν ότι έπρεπε ν’ απαντήσει. Το έκανε μετά από πολλή σκέψη, εξ ου και η μεγάλη καθυστέρηση (Σάββατο δημοσιεύτηκε το άρθρο του Σημίτη στα «Νέα», Τετάρτη απάντησε με δήλωση ο Καραμανλής).
Ο δισταγμός του Καραμανλή δεν είχε να κάνει μόνο με τον Σημίτη, ο οποίος έτσι κι αλλιώς δεν παίζει κανένα ρόλο, αλλά με τον Μητσοτάκη, που τείνει προς τη γραμμή Σημίτη. Ετσι, η μακροσκελής δήλωση Καραμανλή βάλλει μεν (σε ήπιους τόνους και χωρίς εθνικιστικές εξάρσεις) κατά Σημίτη, όμως βάζει δύσκολα στον Κούλη και τη «ρεαλιστική» πολιτική του.
Ο Σημίτης υπερασπίστηκε τη «στρατηγική του Ελσίνικι» (σιγά τη στρατηγική) και κατηγόρησε τον Καραμανλή ότι την εγκατέλειψε και ακολούθησε τη «γραμμή Μολυβιάτη», γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας «με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους».
Ο Καραμανλής, αφού σημείωσε με νόημα εισαγωγικά ότι «έχει πάντα επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο αυτές οι δημόσιες τοποθετήσεις διευκολύνουν τον χειρισμό κρίσιμων εθνικών θεμάτων και, μάλιστα, σε μια δύσκολη φάση τους που είναι τώρα σε εξέλιξη» (ήταν σαν να έλεγε στον Μητσοτάκη ότι δεν άνοιξε αυτός το θέμα, αλλά αναγκάζεται να απαντήσει), υποστήριξε ότι όντως έχει διαφορετικές απόψεις από τον Σημίτη. Κατηγόρησε τον Σημίτη ότι με την απόφαση του Ελσίνκι «οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης» και ότι με τη συμφωνία της Μαδρίτης του 1997 είχε κάνει «ένα ακόμα σοβαρό ολίσθημα. Αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της! Προφανώς ούτε το μονομερές δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως ρητά προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο για όλες τις χώρες».
Σύμφωνα με τον Καραμανλή, η ΕΕ έσπρωχνε για παραπομπή στη Χάγη όλων των ζητημάτων, όλων των απαιτήσεων της Τουρκίας, ενώ ο Σημίτης «διαπραγματευόταν με την Τουρκία αποκλειστικά το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.! Για να “επιλύσει“ το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας – που το Ελσίνκι έκανε πακέτο με όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις – με τρόπο αποδεκτό από την Τουρκία!».
Ενώ αυτός (ο Καραμανλής) επανέφερε την εξωτερική πολιτική εκεί που την είχαν όλες οι κυβερνήσεις από το 1974: «Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ».
Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο σε όλ’ αυτά. Είναι η γνωστή αντίθεση ανάμεσα σε «ρεαλιστές-ευρωπαϊστές» και σε «αδιάλλακτους-ευρωπαϊστές». Οι πρώτοι λένε «πάμε να τα βρούμε με την Τουρκία, εν γνώσει μας ότι θα κάνουμε υποχωρήσεις», οι δεύτεροι λένε «δεν κάνουμε καμιά υποχώρηση, περιμένουμε να έρθουν καλύτερες μέρες, ώστε να κάνουμε το Αιγαίο ελληνική λίμνη και ν’ αποκλείσουμε τους Τούρκους στη στεριά».
Αν εξαιρέσουμε την περίοδο Σημίτη, όταν κυρίαρχη ήταν η πρώτη γραμμή, χωρίς όμως να φέρει κανένα αποτέλεσμα, όλες τις άλλες περιόδους κυριαρχούσε η δεύτερη γραμμή. Ο Μητσοτάκης θα ήθελε να πάει στη γραμμή Σημίτη, για να κλείσει ανοιχτά ζητήματα, γύρω του έχει συσπειρωθεί όλη η καμαρίλα του σημιτισμού, όμως δεν τολμά να κάνει κάποιο πρακτικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, πρώτον γιατί ξέρει ότι θα έχει αντιδράσεις από το εσωτερικό της ΝΔ (ο Σαμαράς έχει προειδοποιήσει κατ’ επανάληψη) και δεύτερον γιατί βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει ντυθεί «Νικηταράς ο τουρκοφάγος» και «Κανάρης ο πυρπολητής» και να περιμένει στη γωνία για να ανταποδώσει όσα είχε υποστεί από τη ΝΔ την περίοδο των Πρεσπών, χτυπώντας την στο μαλακό της υπογάστριο, τον παραδοσιακό εθνικισμό των ψηφοφόρων της και ιδιαίτερα του σκληρού δεξιού πυρήνα.
Μετά τη δημόσια παρέμβαση του Καραμανλή, ο Μητσοτάκης πρέπει να αισθάνεται περικυκλωμένος πανταχόθεν. Δεν νομίζουμε ότι θα δοκιμάσει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση στην κατεύθυνση συνυποσχετικού που θα περιλαμβάνει «τα πάντα όλα», με το οποίο Ελλάδα και Τουρκία θα προσφύγουν στη Χάγη. Τη μπάλα στην κερκίδα θα πετάξει και θα εύχεται να μην του στήσει ο Ερντογάν καινούργια «Ιμια», γιατί τότε θα είναι ασφυκτικές οι πιέσεις από την ΕΕ για από κοινού προσφυγή των δύο χωρών στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης «για όλα τα ανοιχτά ζητήματα».
Θα σημειώσουμε για άλλη μια φορά πως η αντίθεση ανάμεσα σε «πατριώτες» και «ενδοτικούς», όπως παρουσιάζεται εδώ και δεκαετίες στην ελληνική πολιτική κονίστρα, είναι μια αντίθεση ψευδεπίγραφη. Οι δυο προτάσεις, όπως παρουσιάστηκαν για μια ακόμα φορά από τους Σημίτη και Καραμανλή, δεν είναι παρά οι δυο όψεις του νομίσματος του ελληνικού αστικού εθνικισμού.