«Més que un club» («Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος»). Είναι ίσως η πιο διάσημη ποδοσφαιρική φράση και συμπεριλαμβάνει όλα αυτά που έκαναν τη Μπαρτσελόνα μια ξεχωριστή ομάδα. Για τους απανταχού οπαδούς της, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της η ομάδα συμπύκνωνε τους αγώνες για τη δημοκρατία και τα κοινωνικά δικαιώματα, είχε κοινωνική και πολιτιστική επίδραση στα δρώμενα της Καταλονίας, στεκόταν δίπλα στους κοινωνικά αδικημένους και αποκλεισμένους και ήταν το κέντρο του καταλανισμού, των εθνικών δικαιωμάτων και της αυτονομίας, που αξίωνε η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής.
Το παλιό γήπεδό της, το «Λες Κορτς», ήταν το σημείο που συναντιόνταν η ποδοσφαιρική μαγεία και η λαϊκή αντίσταση, το μέρος όπου οι Καταλανοί μπορούσαν να ανεμίσουν την senyera χωρίς να συλληφθούν. Η ιστορία της ομάδας συνέχισε να γράφεται στην ίδια κατεύθυνση και μετά τη μετακόμισή της στο γιγαντιαίο «Καμπ Νου», ενώ οι βασικές αρχές της «φιλοσοφίας» της συνέχισαν να διέπουν τη λειτουργία της και να αποτελούν διαχρονικά τη σημαία των οπαδών της, κόντρα στη λογική του «ρεαλισμού» και της επίτευξης του στόχου, που πρεσβεύει η εποχή της ακραίας επαγγελματοποίησης του ποδοσφαίρου.
«Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος», λοιπόν, και αυτό εξηγεί γιατί έχει εκατομμύρια πιστούς οπαδούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ομως, από την περασμένη Κυριακή, για τη συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών της, η διοίκηση και οι ποδοσφαιριστές της δεν μπόρεσαν να σταθούν αντάξιοι της ιστορίας της ομάδας. Η απόφασή τους να αγωνιστούν κανονικά και χωρίς την παρουσία των οπαδών της ομάδας κόντρα στη Λας Πάλμας για το ισπανικό πρωτάθλημα, την ίδια στιγμή που οι μπάτσοι και οι πραιτοριανοί της κεντρικής εξουσίας της Μαδρίτης μακέλευαν όποιον προσπαθούσε να εκφράσει το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση, έδειξε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το χάσμα ανάμεσα στις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά μιας ομάδας και τους «ρεαλιστικούς» και μετρήσιμους (σε φράγκα και κέρδη) στόχους που θέτει μια καπιταλιστική ποδοσφαιρική επιχείρηση που πρωταγωνιστεί στα ποδοσφαιρικά δρώμενα του πλανήτη.
Από τα δημοσιεύματα και τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών είναι φανερό ότι δόθηκε μάχη ανάμεσα στους «δυο κόσμους». Οι οργανωμένοι οπαδοί συμφώνησαν αρχικά με την απόφαση της διοίκησης να ζητήσει την αναβολή του αγώνα, εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στη Βαρκελώνη. Στη συνέχεια, δήλωσαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η ομάδα δεν έπρεπε να πειθαρχήσει στην απόφαση της ισπανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας να διεξαχθεί κανονικά ο αγώνας και ζήτησαν από τη διοίκηση να μην αγωνιστεί η ομάδα, αν και γνώριζαν ότι η τιμωρία θα ήταν παραδειγματική. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο εκρηκτική όταν ανακοινώθηκε ότι η διοίκηση των «μπλαουγκράνα» αποφάσισε να γίνει ο αγώνας χωρίς θεατές. Οι οπαδοί ένιωσαν διπλά προδομένοι. Ο «ρεαλισμός» κέρδισε τις ιδέες και ταυτόχρονα η διοίκηση δεν επέτρεψε στον κόσμο να μετατρέψει τις εξέδρες του Καμπ Νου σε εστία αντίστασης (όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στην ιστορική διαδρομή της ομάδας) και να εκφράσει μαζικά την αντίθεσή του στην καταστολή της κυβέρνησης.
Οι φωτογραφίες με τις χιλιάδες των οπαδών της Μπαρτσελόνα μπροστά στις κλειστές πόρτες του γηπέδου, με τους μπάτσους και τους σεκιουριτάδες έτοιμους να αποτρέψουν την πιθανότητα εισβολής στο γήπεδο (κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τη στάση που θα κρατήσει η ομάδα, εξετάστηκε το ενδεχόμενο να ξεκινήσει ο αγώνας και να μπουν ειρηνικά οι οπαδοί στο γήπεδο για να τον διακόψουν, οπότε η τιμωρία θα ήταν ο μηδενισμός στο συγκεκριμένο παιχνίδι και κάποιο χρηματικό πρόστιμο), δείχνουν ότι το κλίμα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένο και ότι μέχρι την τελευταία στιγμή όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά.
Εκτός όμως από τους οπαδούς, τη γραμμή ρήξης με την ισπανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία υιοθετούσαν αρκετά διοικητικά στελέχη και κάποιοι από τους παίχτες. Στο διοικητικό συμβούλιο δόθηκε σκληρή μάχη για το αν θα αγωνιστεί ή όχι η ομάδα και η διαμάχη των δυο πλευρών δεν ήταν «αναίμακτη». Η απογοήτευση για την τελική απόφαση των μελών της διοίκησης, που δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι η Μπαρτσελόνα θα έκανε πίσω και δε θα στεκόταν μέχρι το τέλος στο πλευρό αυτών που αγωνίζονταν για την επιτυχία του δημοψηφίσματος, εκφράστηκε με την παραίτηση του αντιπροέδρου της ομάδας, Κάρλες Βιλιαρουμπί, και παρά την προσπάθεια του προέδρου, Γιόζεπ Μαρία Μπαρτομέου, να δημιουργήσει κλίμα ενότητας, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι θα υπάρξουν γενικότερες ανακατατάξεις.
Οσον αφορά τους παίχτες που στάθηκαν στο πλευρό των οπαδών, μπροστάρης ήταν ο Ζεράρ Πικέ, που με δάκρυα στα μάτια τόνισε ότι πειθάρχησε στην απόφαση της πλειοψηφίας και ζήτησε συγγνώμη για τη συμμετοχή του στον αγώνα, γιατί με αυτή την επιλογή έθεσε υπό αμφισβήτηση το αξίωμα «Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος» και τις αρχές και τα ιδανικά της ομάδας. Μπορεί σε κάποιους να ακούγεται περίεργο, αλλά με τη στάση του ο Πικέ έδωσε σημαντική αβάντα στους υποστηρικτές της απόφασης της διοίκησης. Οι περισσότεροι από αυτούς τον εγκωμίασαν για την ωριμότητά του και του έπλεξαν το εγκώμιο, τονίζοντας την «υπευθυνότητα» με την οποία διαχειρίστηκε «μια πολύ δύσκολη κατάσταση». Αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι είπε ξεκάθαρα την άποψή του από την πρώτη στιγμή, καλώντας σε μαζική συμμετοχή στις κάλπες, ότι πήγε να ψηφίσει και κατήγγειλε με σκληρά λόγια την κυβέρνηση για την επιλογή της σκληρής καταστολής, ότι υποστήριξε με θέρμη την άποψή του και προσπάθησε να πείσει τους συμπαίχτες του να μην αγωνιστούν και ότι τελικά, παρά την αντίθεσή του στην άποψη της πλειοψηφίας, πειθάρχησε και συμμετείχε στον αγώνα κόντρα στη Λας Πάλμας.
Η στόχευση τους είναι ξεκάθαρη. Δεν μπορεί κανένας να τον κατηγορήσει ότι πρόδωσε τις ιδέες του, αφού πάλεψε με σθένος και εξάντλησε κάθε πιθανότητα να πείσει για την ορθότητα των απόψεων του, έμεινε μέχρι τέλος πιστός στο αξίωμα «Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος», όταν όμως η πλειοψηφία αποφάσισε διαφορετικά, λειτούργησε με την λογική και την ωριμότητα που τον διακρίνει και όχι με παρορμητισμό και με το συναίσθημα. Κατ' αναλογία με τον Πικέ, λειτούργησε και η διοίκηση των «μπλαουγκράνα». Στάθμισε όλα τα δεδομένα, εξάντλησε κάθε περιθώριο, δέχτηκε να αγωνιστεί η ομάδα για να την προστατεύσει από μια εξοντωτική και εκδικητική τιμωρία από την πλευρά της ισπανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, και να γίνει ο αγώνας χωρίς θεατές για να προασπίσει την ασφάλειά τους (η μαζική παρουσία τους σε συνδυασμό με την αγανάκτηση από την καταστολή θα δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα που με το παραμικρό θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις). Οπως και ο Πικέ, πήρε τελικά μια απόφαση βασιζόμενη στη λογική και την ωριμότητα και όχι στο συναίσθημα. Περιττό να τονίσουμε, ότι με αυτά τα επιχειρήματα το μόνο που κατάφεραν είναι να απαξιώσουν ακόμα περισσότερο τον Πικέ και να αποδείξουν για μια ακόμα φορά ότι στον ακραίο επαγγελματικό αθλητισμό τα πάντα καθορίζονται από την εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους.
Ο Πικέ δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να διασώσει, εκτός από την προσωπική του υπόσταση και την υπόσταση της ομάδας. Αν δεν κατέβαινε να αγωνιστεί, θα γινόταν σύμβολο και παράδειγμα προς μίμηση (είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι η διοίκηση δε θα τολμούσε να του επιβάλλει καμία τιμωρία). Ταυτόχρονα, θα έδινε το δικαίωμα στους οπαδούς της ομάδας να περηφανεύονται ότι οι αρχές και τα ιδανικά της παραμένουν ζωντανά και αναλλοίωτα. Πλέον είναι ένας από αυτούς που δεν μπορούν να αναφέρονται στο «Κάτι περισσότερο από ένας σύλλογος», αφού αν και του του δόθηκε η ευκαιρία, δεν τόλμησε να το κάνει πράξη.
Οσον αφορά τη διοίκηση της Μπαρτσελόνα, με την απόφασή της κατάφερε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη στενή σχέση της με την Καταλονία, να διαχωριστεί από το φρόνημα και τα πιστεύω των οπαδών και επιλέγοντας το οικονομικό συμφέρον μιας μεγάλης ποδοσφαιρικής καπιταλιστικής επιχείρησης να απομακρυνθεί από τις ιδρυτικές αρχές της ομάδας και το «Més que un club».
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr