Το άρθρο που δημοσίευσε στον Guardian το περασμένο Σάββατο (26/8) ο «σκιώδης» υπουργός για το BREXIT των Εργατικών της Βρετανίας, Κίαρ Στάρμερ, με τίτλο: «Καμία “δημιουργική ασάφεια”. Οι Εργατικοί θα αποφύγουν να πέσει στο χείλος του γκρεμού του BREXIT η βρετανική οικονομία» (https://www.theguardian.com/commentisfree/2017/aug/26/keir-starmer-no-constructive-ambiguity-brexit-cliff-edge-labour-will-avoid-transitional-deal), προκάλεσε αίσθηση για τη στροφή των Εργατικών προς ένα πολύ ηπιότερο BREXIT. Ομως, η σκληρή πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων, όπως υποστήριξε ο Στάρμερ στο άρθρο του, και ο αργός τους ρυθμός, οδήγησαν στη διάλυση των αυταπατών για αποδέσμευση από την ΕΕ εντός δύο χρόνων. Γι’ αυτό και οι Εργατικοί προτείνουν να υπάρξει μία μεταβατική περίοδος που θα είναι «η συντομότερη δυνατή αλλά όσο μεγάλη χρειάζεται», προκειμένου η Βρετανία να αναδιαμορφώσει τις σχέσεις της με την ΕΕ.
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, που εκτιμάται ότι μπορεί να κρατήσει άλλα δύο μέχρι τέσσερα χρόνια από την ημερομηνία της αποχώρησης (δηλαδή από τον Μάρτη του 2019 μέχρι το 2023), η Βρετανία θα παραμείνει στην τελωνειακή Ενωση με την ΕΕ και θα έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Θα πρέπει όμως και να αποδέχεται τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων και να συνεισφέρει οικονομικά στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Θα πρέπει επίσης να αποδεχτεί την περιβόητη «ελευθερία μετακίνησης» ατόμων, δηλαδή να έχει κοινή πολιτική για το μεταναστευτικό με την υπόλοιπη ΕΕ.
Η στάση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από βουλευτές του Εργατικού Κόμματος που υποστηρίζουν το BREXIT, πράγμα φυσικό και αναμενόμενο, αφού αποτελεί μία μεγάλη στροφή που θα καθυστερούσε στην ουσία την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ για αρκετά χρόνια ακόμα.
Το άρθρο του Στάρμερ ήταν ουσιαστικά η απάντηση των Εργατικών σε δύο κυβερνητικά έγγραφα που δημοσιεύτηκαν το πρώτο στις 15 Αυγούστου, και αφορούσε στη μελλοντική τελωνειακή σχέση που θα έχει η Βρετανία με την ΕΕ, και το δεύτερο στις 21 Αυγούστου, και αφορούσε στο εμπόριο αγαθών με την ΕΕ (βλ. https://www.gov.uk/government/news/position-papers-published-ahead-of-round-three-negotiations). Τα έγγραφα αυτά δημοσιεύτηκαν ενόψει του τρίτου γύρου των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, που ξεκίνησε τη βδομάδα που μας πέρασε.
Στο πρώτο έγγραφο, η βρετανική κυβέρνηση έθεσε τρεις στρατηγικούς στόχους: 1. Εξασφάλιση ότι το εμπόριο Βρετανίας-ΕΕ θα γίνεται με τις μικρότερες δυνατές τριβές 2. Αποφυγή «σκληρών συνόρων» μεταξύ Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας (που ανήκει στη Βρετανία) και 3. Εγκαθίδρυση μίας ανεξάρτητης διεθνούς εμπορικής πολιτικής.
Ο Βρετανικός Σύνδεσμος Βιομηχάνων (CBI) παρουσίασε στα μέλη του συνοπτικά τις κυβερνητικές θέσεις και ζήτησε τη γνώμη τους. Στο κείμενο της παρουσίασης (βλ. https://www.cbi.org.uk/news/government-proposes-interim-brexit-period-with-new-policy-papers-on-customs-and-ireland/), ο CBI χαιρέτισε τον πρώτο στόχο της κυβέρνησης, θεωρώντας όμως ταυτόχρονα ριψοκίνδυνο τον τρίτο, παρά το γεγονός ότι στο κείμενο της βρετανικής κυβέρνησης επισημαίνεται ότι ανοίγονται μεγάλες ευκαιρίες για ανεξάρτητη εμπορική πολιτική με χώρες εκτός ΕΕ, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το 90% της μελλοντικής παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να έρθει από τις χώρες εκτός ΕΕ (και το ένα τρίτο από την Κίνα). Αυτό ανοίγει την όρεξη των εκπροσώπων του βρετανικού κεφαλαίου για αναβάθμιση του αυτόνομου ρόλου του στην παγκόσμια σκακιέρα, όμως οι βρετανοί καπιταλιστές παραμένουν σκεπτικιστές ως προς το πώς θα μπορέσει να γίνει αυτό εκτός ΕΕ.
Οι κυβερνητικές θέσεις παρουσιάζουν δύο επιλογές για τη μελλοντική τελωνειακή σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ. Η πρώτη συνεπάγεται την επαναφορά των τελωνειακών συνόρων με την ΕΕ, όπως γίνεται με τις τρίτες χώρες, με τη διατήρηση ορισμένων συμφωνιών με την ΕΕ και με προσπάθεια για απλοποίηση των διαδικασιών, έτσι ώστε να μη δημιουργούνται μεγάλες καθυστερήσεις στη διακίνηση των εμπορευμάτων. Αυτή η προοπτική σχολιάστηκε μάλλον αρνητικά από τον CBI, που επεσήμανε ότι το σενάριο αυτό συνοδεύεται από μεγάλες προκλήσεις, θα χρειαστούν πολλές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, θα απαιτηθεί χρόνος και χρήμα για να επιτευχθεί και είναι δύσκολο να αποφευχθούν αξιοσημείωτα κόστη και χρόνος.
Η δεύτερη επιλογή θα οδηγήσει σε μία νέα τελωνειακή σχέση με την ΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας ΕΕ και Βρετανία θα έχουν μία κοινή πολιτική εισαγωγών για τα εμπορεύματα που θα κατευθύνονται στην αγορά της ΕΕ μέσω Βρετανίας. Στην περίπτωση αυτή, τα εμπορεύματα που θα εισάγονται στη Βρετανία για να καταναλωθούν στην ευρωπαϊκή αγορά θα έχουν τους ίδιους δασμούς που επιβάλλει η ΕΕ στα προϊόντα από τρίτες χώρες, ακόμα και στην περίπτωση που ένα μέρος της παραγωγής τους γίνεται στην Βρετανία. Τα εμπορεύματα αυτά θα διακινούνται από τη Βρετανία στην ΕΕ χωρίς πρόσθετους τελωνειακούς ελέγχους, με τη μορφή δηλαδή που γίνεται και σήμερα. Η Βρετανία θα μπορεί να διαπραγματεύεται ανεξάρτητα τις εμπορικές της σχέσεις με τις τρίτες χώρες. Το πρόβλημα που δημιουργείται όμως είναι ο διαχωρισμός των εμπορευμάτων που προορίζονται για την ΕΕ από αυτά που θα καταναλωθούν στην βρετανική αγορά. Εκεί ο CBI θεωρεί ότι θα απαιτηθούν πολλά χρήματα για τη δημιουργία μηχανισμού παρακολούθησης, που οι καπιταλιστές θεωρούν ότι θα είναι πολύπλοκος και το κόστος του θα μεταφερθεί εν μέρει στις επιχειρήσεις τους, δημιουργώντας έτσι ένα σημαντικό ρίσκο για την ανταγωνιστικότητά τους. Φυσικά. κι αυτό το σενάριο θα είναι προϊόν διαπραγματεύσεων με την ΕΕ.
Στο δεύτερο έγγραφο, η βρετανική κυβέρνηση παρουσίασε τέσσερις αρχές: 1. Εξασφάλιση ότι τα αγαθά που θα εισέλθουν στην ευρωπαϊκή αγορά πριν την ημέρα της εξόδου (29/3/2019) θα εξακολουθήσουν να πωλούνται στη Βρετανία και την ΕΕ χωρίς πρόσθετες απαιτήσεις ή περιορισμούς 2. Να αποφευχθεί η επανάληψη διαδικασιών όσον αφορά στη συμμόρφωση των βρετανικών προϊόντων με τα ευρωπαϊκά πρότυπα που έγιναν πριν την έξοδο από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι όσες εγκρίσεις έχουν παρθεί (π.χ. για τα αυτοκίνητα) θα παραμείνουν έγκυρες και στις δύο αγορές και μετά από την έξοδο 3. Οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να διευκολύνει τη συνεχιζόμενη επίβλεψη των προϊόντων και να εξασφαλίζει τις απαραίτητες ενέργειες για τα μη ασφαλή ή τα προϊόντα που δε συμμορφώνονται με τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις και 4. Το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών είναι όλο και πιο συνδεδεμένα. Αυτό σημαίνει πως ό,τι ισχύει για τα αγαθά θα πρέπει να ισχύει και για τις υπηρεσίες (να μην υπάρχουν περιορισμοί και σ’ αυτές).
Οι βρετανικές θέσεις, αν και «καλωσορίστηκαν» από τον επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος δήλωσε ότι εξετάζονται πολύ προσεκτικά από τις Βρυξέλλες, αντιμετωπίστηκαν μάλλον αδιάφορα, αν κρίνουμε από τη δηλητηριώδη σπόντα που πέταξε στους Βρετανούς ο Μπαρνιέ: «Θα πρέπει να ξεκινήσουμε να διαπραγματευόμαστε στα σοβαρά».
Η ΕΕ θα ζορίσει τους Βρετανούς και δε θα τους κάνει τη χάρη να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Γι’ αυτό και αρνείται να ξεκινήσει συζήτηση για τη μελλοντική σχέση της με τη Βρετανία, μέχρι οι βρετανικές θέσεις να ξεκαθαριστούν ακόμα περισσότερο ως προς το πώς θα γίνει η αποχώρηση.
Αντίθετα, οι βρετανοί καπιταλιστές και η κυβέρνησή τους θέλουν η συζήτηση για την αποχώρηση να γίνει ταυτόχρονα με τη συζήτηση για τη μελλοντική σχέση. Γι’ αυτό και ο Τζον Φόστερ (διευθυντής του CBI) δήλωσε ότι θα πρέπει η Βρετανία να παραμείνει στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση μέχρι να τεθεί σε εφαρμογή μία νέα συμφωνία (https://www.cbi.org.uk/news/uk-government-s-position-on-goods-post-brexit-is-significant-improvement/).
Το σκληρό παζάρι τώρα αρχίζει.