Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τα «ανεξήγητα», οι αναλυτές του αστικού Τύπου συχνά δεν αποφεύγουν την αυτογελοιοποίηση. Διαβάσαμε σε «σοβαρή» αστική φυλλάδα, ότι το νέο ρεκόρ αποχής που σημειώθηκε στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία οφείλεται στο ότι επήλθε «κόπωση» στο εκλογικό σώμα, που κλήθηκε οχτώ φορές στις κάλπες (μέτρησαν και τις προκριματικές των μεγάλων αστικών κομμάτων για την επιλογή υποψήφιου προέδρου!) και σε συνδυασμό με τον καύσωνα που ενέσκυψε, αποθάρρυνε πολλούς ψηφοφόρους να προσέλθουν στην κάλπη!
Το φαινόμενο της αύξησης της αποχής μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου, όμως, είχε φανεί και στις προεδρικές εκλογές, που είχαν περιβληθεί με άφθονη κινδυνολογία περί νίκης της Λεπέν. Η αποχή που στον πρώτο γύρο κυμάνθηκε γύρω στο 20%, στο δεύτερο γύρο ξεπέρασε το 25% και τα άκυρα-λευκά έκαναν το δικό τους ρεκόρ ξεπερνώντας το 11%, δείγμα του ότι σημαντικό μέρος από εκείνους που ψήφισαν στον πρώτο γύρο, επέλεξαν στον δεύτερο να απόσχουν, διαψεύδοντας τους δημοσκόπους που «προέβλεπαν» αποχή μεταξύ 25% και 27%. Δεν τσίμπησαν στο ψευτοδίλημμα «Μακρόν ή Λεπέν». Το ίδιο θα έπρεπε να περιμένει κανείς και στις βουλευτικές εκλογές. Στον πρώτο γύρο η αποχή έφτασε στο επίπεδο-ρεκόρ του 51,4%. Θα έπρεπε κανείς, εκτιμώντας στοιχειωδώς το πολιτικό κλίμα που είχε ήδη δημιουργηθεί, να περιμένει ότι στο δεύτερο γύρο η αποχή θα αυξηθεί, γιατί πολλοί από τους ψηφοφόρους της Ανυπότακτης Γαλλίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος θα προτιμούσαν να απόσχουν σε περιφέρειες όπου στο δεύτερο γύρο δεν πέρασε υποψήφιος του κόμματος που είχαν ψηφίσει.
Η μεγάλη διαφορά στο ποσοστό της αποχής από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών μέχρι το δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών δείχνει πως το φαινόμενο είναι αρκετά σύνθετο και δεν μπορείς να το αναλύσεις σε βάθος από μακριά, όταν δεν ζεις τις πραγματικές διεργασίες που αναπτύσσονται στα εργατικά στρώματα της Γαλλίας. Υπάρχει ένας συνδυασμός κοινοβουλευτικών αυταπατών (έτσι εξηγείται το μεγάλο ποσοστό του Μελανσόν στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών) και απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού της Βουλής (έτσι εξηγείται το τεράστιο ποσοστό αποχής στον πρώτο και το δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών).
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώναμε και την προηγούμενη εβδομάδα, οι εξελίξεις θα καθοριστούν από το αν η αποχή θα «ορμήσει» στους δρόμους. Οι πληροφορίες λένε ότι ο Μακρόν θα επιχειρήσει μια νομοθετική διαδικασία «σοκ», αναθεωρώντας τον εργατικό κώδικα μέσα στο καλοκαίρι. Πρόκειται για βαθιές αντεργατικές αλλαγές που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν ούτε ο Σαρκοζί ούτε ο Ολάντ. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπάρχει, το πολιτικό προσωπικό στη Βουλή έχει ανανεωθεί σε μεγάλο βαθμό και είναι απόλυτα εξαρτημένο από τον πρόεδρο, οπότε -αν ο Μακρόν επιχειρήσει άμεσα την επίθεση- όλα θα κριθούν από τη δυνατότητα της γαλλικής εργατικής τάξης να αντισταθεί. Το γαλλικό προλεταριάτο έχει διαμορφώσει μια μακρά παράδοση ρεφορμιστικών αγώνων, μέσω της οποίας κατάφερε να διατηρήσει μια σειρά κατακτήσεις. Η τελευταία χρονικά επίθεση ενάντια στα εργατικά δικαιώματα, ο νόμος Ελ-Κομρί που προώθησε η κυβέρνηση Ολάντ-Βαλς, έβγαλε εργατόκοσμο στο δρόμο, όχι όμως στο βαθμό που αυτό συνέβαινε παλιότερα. Μένει να δούμε τι θα συμβεί τώρα.
Αυτό δεν περνάει, βέβαια, από το χέρι του «ασυγκράτητου» δημαγωγού Ζαν-Λικ Μελανσόν, που βλέπει τη διάλυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος και φιλοδοξεί να το διαδεχτεί, έχοντας ως πρότυπο και την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα μεταξύ 2011 και 2014. Ο Μελανσόν έχει μηδενική συνδικαλιστική επιρροή και οι γάλλοι εργάτες συνήθως κινητοποιούνται μέσω των συνδικάτων τους, που ελέγχονται από μια ισχυρή συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αν οι πιέσεις στο πρωτοβάθμιο επίπεδο είναι μεγάλες, τότε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αναγκαστικά θα κινηθεί απεργιακά, προσπαθώντας να ελέγξει την κατάσταση και να φτάσει σε κάποιο συμβιβασμό με τον Μακρόν. Και σ' αυτή τη διαδικασία, ο αυτοχρισθείς εκπρόσωπος των εργαζόμενων, Μελανσόν, μάλλον δε θα παίξει κανένα ρόλο.
Κατά τα άλλα, η Γαλλία ζει έναν ακόμα γύρο σκανδαλολογίας που αφορά το πολιτικό της προσωπικό. Μετά τον Φιγιόν και τη Λεπέν, που πέρασαν προεκλογικά από τα εισαγγελικά γραφεία για να δώσουν εξηγήσεις, ο πρώτος για την αργομισθία της συζύγου και των παιδιών της, και η δεύτερη για την πληρωμή κομματικών στελεχών με λεφτά του ευρωκοινοβουλίου, παρόμοια κατηγορία αντιμετωπίζει και ο υπουργός Δικαιοσύνης του Μακρόν, ο κύριος «πνεύμα και ηθική», Φρανσουά Μπαϊρού. Πρόκειται για τον κεντρώο παραδοσιακό αστό πολιτικό, που έκλεισε συμμαχία προεκλογικά με τον Μακρόν και δεν κατέβηκε ο ίδιος ως υποψήφιος πρόεδρος, θέτοντας ως όρο στον Μακρόν να προωθήσει την «ηθικοποίηση της πολιτικής». Τώρα, ένα από τα γκεσέμια του κόμματός του, η ορισθείσα ως υπουργός Ενόπλων Δυνάμεων, Σιλβί Γκουλάρ, ζήτησε να μην συμπεριληφθεί στη νέα κυβέρνηση, διότι αντιμετωπίζει προκαταρκτική έρευνα με κατηγορίες ίδιες μ' αυτές της Λεπέν: πλήρωνε εργαζόμενους στο κόμμα με κονδύλια που προορίζονταν για βοηθούς ευρωβουλευτών.
Ο Μπαϊρού σχολίασε πως πρόκειται για μια «αυστηρά προσωπική υπόθεση», όμως οι εργαζόμενοι δεν ήταν συνεργάτες της Γκουλάρ, αλλά προσωπικό του κόμματος, γι' αυτό και το καμπανάκι χτυπάει και για τον Μπαϊρού και για την αντιπρόεδρο του κόμματός του και υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μαριέλ ντε Σαρνέζ. Ο πρωθυπουργός Φιλίπ κάλυψε τον Μπαϊρού, όμως το καλά ενημερωμένο «Κανάρ Ανσενέ», η πολιτική-σατιρική εφημερίδα που αποκάλυψε και το σκάνδαλο της αργομισθίας της οικογένειας του Φιγιόν, προεξόφλησε ότι «τρεις και όχι δύο υπουργοί θα φύγουν από την κυβέρνηση», φωτογραφίζοντας και τον Μπαϊρού. Δυο μέρες μετά το δημοσίευμα, ο Μπαϊρού ανακοίνωσε την παραίτησή του από την κυβέρνηση και λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωσή του τον ακολούθησε η Ντε Σαρνέζ. Ετσι, η πανηγυρική ανακοίνωση της νέας κυβέρνησης Μακρόν-Φιλίπ, που δε θα είναι υπηρεσιακή αλλά θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, πιτσιλίστηκε με τη λάσπη της αποχώρησης τριών υπουργών, όλων από το κεντρώο MoDem.
Ο Μακρόν είχε ήδη αναγκαστεί να βγάλει από την κυβέρνηση και τον στενό του συνεργάτη και υπουργό Εδαφικής Συνοχής, Ρισάρ Φεράν (για να τον «σώσει» τον τοποθέτησε επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του LRM), που κατηγορείται ότι μοίραζε δημόσιες συμβάσεις σε «κολλητάρια» του. Οπως βλέπετε, η… «ηθικοποίηση της πολιτικής» δεν αφορά μόνο την καθυστερημένη «περιφέρεια» του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπως την Ελλάδα, αλλά και την κοιτίδα του διαφωτισμού και της αστικής δημοκρατίας, τη Γαλλία.








